Η χώρα μας βρίσκεται μακράν πρώτη στη λίστα των ευρωπαϊκών οικονομιών με τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές σε επιχειρήσεις και εργασία.
Σήμερα, αν συνυπολογίσουμε τον συντελεστή φορολογίας επιχειρήσεων, την ειδική εισφορά αλληλεγγύης, τον φόρο στα διανεμόμενα μερίσματα και τις εισφορές μελών Δ.Σ., η χώρα μας βρίσκεται μακράν πρώτη στη λίστα των ευρωπαϊκών οικονομιών με τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές σε επιχειρήσεις και εργασία. Αυτό ενδεχομένως να μην ήταν πρόβλημα εάν η Ελλάδα ήταν τοποθετημένη στη Σκανδιναβία.
Του Άκη Σκέρτσου*
Σε μια περιοχή δηλαδή όπου οι υψηλοί φόροι συνοδεύονται από υψηλής ποιότητας και ανταποδοτικότητας δημόσια αγαθά, καλούς θεσμούς, ασφάλεια δικαίου και φορολογική συμμόρφωση. Εκεί όπου οι φόροι έχουν αντίκρισμα, το κράτος λειτουργεί και οι φορολογούμενοι πληρώνουν πρόθυμα τις υποχρεώσεις τους. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι.
Σε μια οικονομία όπως η δική μας, με διευρυμένη παραοικονομία και μεγάλη ανάγκη προσέλκυσης επενδύσεων σε ένα ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό γεωγραφικό περίγυρο που διεκδικεί τις ίδιες ξένες επενδύσεις (Κύπρος, Βουλγαρία κ.ο.κ.), οι υψηλοί φόροι στους λίγους συνεπείς δεν βγάζουν νόημα και οδηγούν στην εξόντωσή τους. Η φορολογική αδικία αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα στοιχεία που έχει δώσει πρόσφατα στη δημοσιότητα η ΑΑΔΕ για τα εισοδήματα του 2016 (δηλώσεις έτους 2017).
Σύμφωνα με αυτά, σε σύνολο, 8,9 εκατ. φορολογουμένων, μόλις 1 εκατ. Έλληνες πληρώνουν το 72% του φόρου εισοδήματος και «εισφοράς αλληλεγγύης» και συνολικά 2,2 εκατ. Έλληνες πληρώνουν το 90%. Την ίδια ώρα, 5,3 εκατ. Έλληνες δεν πληρώνουν καθόλου φόρο εισοδήματος, καθώς δηλώνουν εισοδήματα κάτω από 8.000 ευρώ, δηλαδή κάτω από το αφορολόγητο!
Είναι προφανές ότι στην Ελλάδα εξακολουθεί να υπάρχει σοβαρό ζήτημα αδήλωτου εισοδήματος. Οι υπολογισμοί του υπ. Οικονομικών ανεβάζουν το μέγεθος της παραοικονομίας στο 21% του ΑΕΠ όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη υπολογίζεται κοντά στο 13%.
Αντίστοιχα, το ποσό του ΦΠΑ που διαφεύγει από τα κρατικά ταμεία υπολογίζεται σε 6 δισ. ευρώ, περίπου όσο δύο ΕΝΦΙΑ. Το μέσο εισόδημα που δηλώνεται από τους ελεύθερους επαγγελματίες μετά βίας αγγίζει τα 423 ευρώ τον μήνα, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται αυτό για το πώς μπορεί να τα βγάζουν πέρα αυτοί οι άνθρωποι.
Και όμως, οι αριθμοί αυτοί, δυστυχώς, δεν ακούγονται όσο συχνά θα περίμενε κανείς δημόσια. Ίσως διότι δεν εξυπηρετούν το αφήγημα της δήθεν κοινωνικής αλληλεγγύης που είθισται να συνοδεύει την υπερ-προοδευτική φορολογία των λίγων.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πως η διαχρονική απουσία πολιτικής βούλησης να αγγίξουμε όσους συστηματικά φοροδιαφεύγουν ή απλά δεν συνεισφέρουν λόγω εξαιρέσεων στα δημόσια έσοδα, έχει δημιουργήσει ένα άδικο και εξοντωτικό φορολογικό περιβάλλον για επενδυτές και μισθωτούς, που καθιστά την Ελλάδα έναν μη ελκυστικό προορισμό για να επενδύσεις και να εργαστείς.
Στην πραγματικότητα, με το υφιστάμενο υπερ-προοδευτικό φορολογικό σύστημα λίγοι πληρώνουν πολλά, ενώ οι περισσότεροι πληρώνουν ελάχιστα ή τίποτα. Πρακτικά οι υψηλοί φόροι στους λίγους συνεπείς λειτουργούν ως αντικίνητρο για να διατηρεί κανείς φανερά εισοδήματα στην Ελλάδα. Ή ως κίνητρο για να την εγκαταλείψει, στερώντας από τη χώρα πολύτιμη φορολογητέα ύλη.
Σε αυτό το περιβάλλον, η αξιοποίηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με στόχο τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης αποκτά υπαρξιακή διάσταση για τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας. Η ηλεκτρονική τιμολόγηση και το «πλαστικό χρήμα» θα έπρεπε να αποτελούν βασικά εργαλεία στον αγώνα της κυβέρνησης να «ασπρίσει» σταδιακά την οικονομία και να δημιουργήσει ένα περιβάλλον με πιο λογικούς φόρους.
Δυστυχώς, τέσσερα χρόνια μετά τα capital controls η ελληνική πολιτεία δεν διαθέτει ακόμη μια συγκροτημένη στρατηγική για την επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες, από το τελωνείο έως τον τελικό καταναλωτή.
Το παράδειγμα του Μεξικού, που μέσα σε επτά χρόνια ψηφιοποίησε όλες τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, κράτους και καταναλωτών, και πέτυχε 34% αύξηση εσόδων χωρίς αύξηση φορολογικών συντελεστών, θα έπρεπε να μας διδάξει πολλά.
Όσο η Ελλάδα παραμένει μια χώρα όπου επικρατεί φορολογική αδικία, με υπερφορολόγηση όσων εργάζονται, παράγουν και είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, χωρίς να απολαμβάνουν μια στοιχειώδη ανταποδοτικότητα στους φόρους τους, τόσο θα μένουμε εγκλωβισμένοι σε μια οικονομία χαμηλής εμπιστοσύνης, λιγοστών επενδύσεων, αδήλωτης εργασίας και διευρυμένης παραοικονομίας.
Στο ίδιο παραγωγικό μοντέλο, δηλαδή, που μας οδήγησε στην κρίση και στη χρεοκοπία, χωρίς όμως τα δανεικά απ’ έξω αυτή τη φορά... Έως την επόμενη μεγάλη κρίση.
* Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας (ΣΕΒ)