Την εβδομάδα που πέρασε, για πρώτη φορά τα τελευταία έντεκα χρόνια, δύο γεγονότα ήρθαν να δώσουν πνοή αισιοδοξίας για την ελληνική οικονομία.
Το κόστος δανεισμού της Ελλάδας, όπως αποτυπώθηκε στην απόδοση του πενταετούς ομολόγου για πρώτη φορά από το 2008, υποχώρησε σε επίπεδα χαμηλότερα από το αντίστοιχο κόστος δανεισμού της Ιταλίας.
Το ελληνικό πενταετές έγραψε απόδοση έως και 1,223% την Πέμπτη όταν η διακύμανση του αντίστοιχου πενταετούς ιταλικού τίτλου ήταν από 1,172% έως και 1,3%.
Το παραπάνω ευνοϊκό οικονομικό κλίμα εξαιτίας της πολιτικής αλλαγής που έρχεται καταγράφει σε νέα έκθεσή της η UBS όπου θεωρεί πιθανή την απόλυτη πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας στις γενικές εκλογές.
Η ελβετική τράπεζα, όπως δημοσιεύει το Capital.gr, εκτιμά ότι η μεσοπρόθεσμη προοπτική της Ελλάδας θα εξαρτηθεί περισσότερο από την οικονομία.
Οι Ευρωπαίοι πιστωτές έχουν θέσει ισχυρά κίνητρα για τη δημοσιονομική συμμόρφωση της χώρας. Εάν υπάρξει σταθερή οικονομική ανάκαμψη, το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ θα μειωθεί γρήγορα.
Ακόμη και σε περίπτωση μέτριας παγκόσμιας ύφεσης στις αρχές της δεκαετίας του 2020 (με την οικονομία της Ευρωζώνης να υποχωρεί κατά 2%), ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα είναι αισθητά κάτω από τα σημερινά επίπεδα μέσα σε πέντε χρόνια.
Ωστόσο, σε μια σοβαρή παγκόσμια ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 2020 (με την οικονομία της Ευρωζώνης να μειώνεται κατά 6% -7%), αναμένεται ότι το χρέος προς το ΑΕΠ της Ελλάδας θα παραμείνει στα ίδια με τα σημερινά επίπεδα στα επόμενα πέντε χρόνια, με τη χώρα να αναμένεται να χρειαστεί ένα νέο μνημόνιο.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η πλειοψηφία τίθεται υπέρ του ευρώ και η καλή σχέση με τους πιστωτές θα πρέπει να εξασφαλίσουν την παροχή ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, ακόμη και αν απαιτηθεί δημοσιονομική προσαρμογή σε περίπτωση σοβαρής παγκόσμιας ύφεσης. Συνεπώς, η UBS αναμένει ότι σε αυτό το σενάριο η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ.
Οι ευρωπαϊκές, δημοτικές και περιφερειακές εκλογές έδωσαν ένα σαφές μήνυμα ότι η Νέα Δημοκρατία πρόκειται να ηγηθεί της επόμενης κυβέρνησης. Θέματα όπως η συμφωνία των Πρεσπών, έχουν λειτουργήσει αρνητικά στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, καθιστώντας δύσκολο το εγχείρημα κάλυψης αυτού του χάσματος.
Έτσι, η UBS δίνει μια πιθανότητα 60-70% ότι η Νέα Δημοκρατία θα κερδίσει τις εκλογές στις 7 Ιουλίου.
Όπως εκτιμά είναι πολύ πιθανή η αυτοδυναμία ωστόσο σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί είναι πιθανός ένας κυβερνητικός συνασπισμός με το ΚΙΝΑΛ.
Η Νέα Δημοκρατία θα έχει ένα μεγάλο κίνητρο να συνεργαστεί με το ΚΙΝΑΛ, κατά την άποψη της UBS, λόγω και των προεδρικών εκλογών που πρέπει να διεξαχθούν μέχρι τον Ιανουάριο του 2020.
Σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές, αναμένεται να κάνει χρήση των ανώτατων ορίων του προϋπολογισμού και να συνεχίσει την τρέχουσα κυβερνητική στάση. Στην πιο πιθανή περίπτωση που η Νέα Δημοκρατία κερδίζει τις εκλογές, θα δούμε μεγαλύτερη εστίαση στη μετανάστευση και τους συνοριακούς ελέγχους, περισσότερες επενδύσεις στην εκπαίδευση και μία φορολογική μεταρρύθμιση.
Η φορολογική μεταρρύθμιση μπορεί να περιλαμβάνει μείωση των φόρων που χρηματοδοτούνται από περικοπές δαπανών (και διεύρυνση της διεθνούς φορολογικής βάσης μέσω κινήτρων), η οποία θα στηρίξει την ανάπτυξη. Η μεγαλύτερη χρήση των ανώτατων ορίων του προϋπολογισμού είναι επίσης πιθανή με τη Νέα Δημοκρατία, κάτι το οποίο επίσης θα στηρίξει την ανάπτυξη.
Συνολικά, η UBS αναμένει συνεχιζόμενη δημοσιονομική πειθαρχία κατά τη διάρκεια της θητείας της επόμενης κυβέρνησης, λαμβάνοντας υπόψη τα κίνητρα που θέτουν οι πιστωτές, ακόμη και αν οι δικαστικές αποφάσεις (π.χ σχετικά με την ανατροπή των συνταξιοδοτικών περικοπών του 2012-2015) θέσουν σημαντικούς κινδύνους (κοστίζουν έως και 9 δισ. ευρώ), το σύνολο των 15,7 δισ. ευρώ του cash buffer της Ελλάδας προέρχεται από τις εκταμιεύσεις του ESM οι οποίες θα αξιοποιηθούν πλήρως μέχρι το τέλος του 2023.
Επιπλέον, ο ESM σκοπεύει να εκταμιεύσει τα κέρδη επί ελληνικών ομολόγων (κέρδη SMP και ANFA) αξίας περίπου 5 δισ. ευρώ μέχρι τον Ιούνιο του 2022 μέσω εξαμηνιαίων δόσεων ύψους 640 εκατ. ευρώ.
Επίσης, πληρωμές τόκων ύψους 220 εκατ. ευρώ ετησίως πραγματοποιούνται σε εξαμηνιαία βάση και μόνιμα μετά το 2022.
Έτσι, η UBS εκτιμά ότι ο μεγαλύτερος δημοσιονομικός κίνδυνος έως το 2022/2023 είναι τα οικονομικά σοκ παρά η δημοσιονομική κακοδιαχείριση.
Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, η UBS βλέπει ενθαρρυντικά σημάδια πως οι ελληνικές επιχειρήσεις αρχίζουν να τείνουν να επενδύουν περισσότερο καθώς και να αντισταθμίζουν τη συμπίεση στα περιθώρια κέρδους που προκύπτει από το υψηλότερο κόστος εργασίας. Αυτό θα πρέπει επίσης να στηρίξει την αύξηση της απασχόλησης, η οποία αναμένεται να ενισχυθεί κατά 1% το 2019 καθώς και το 2020.
Συνεπώς, η ελληνική οικονομία μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται γύρω στο 2% το 2019.
Πέρα από το 2019, μία φιλική προς τις επιχειρήσεις κυβέρνηση η οποία θα προκύψει από τις γενικές εκλογές στις 7 Ιουλίου θα μπορούσε να στηρίξει περαιτέρω τις επενδύσεις, ενώ και η ανάπτυξη αναμένεται να δεχθεί ώθηση από την άρση των ελέγχων κεφαλαίων μέχρι το τέλος του 2019 (όπως αναμένει και η ΤτΕ).
Πάντως η UBS δεν εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα πέσει ξανά σε ένα βαθύ αποπληθωριστικό σπιράλ, δεδομένου ότι η δημοσιονομική της θέση είναι πλέον πολύ ισχυρότερη.
Έτσι, ακόμα και σε ένα τέτοιο σενάριο το ελληνικό δημόσιο χρέος σε πέντε χρόνια θα είναι παρόμοιο με τα τρέχοντα επίπεδα.
Σε ένα πιο θετικό σενάριο για τις οικονομικές προοπτικές, το χρέος θα μειωθεί ραγδαία λόγω του υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος.