Ο φιλελευθερισμός είχε αρχίσει να χάνει έδαφος από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και εντεύθεν. Χαρακτηριστική έχει μείνει η φράση του πολιτικού φιλοσόφου John Gray ότι «ο φιλελευθερισμός τραυματίστηκε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και σκοτώθηκε στον Β’».
Οι υπέρογκες δαπάνες σε εξοπλισμούς και αμυντικά συστήματα, η διόγκωση των κρατικών δαπανών (βλέπε new deal και επικράτηση Κεϋνσιανών πολιτικών), οι κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία, τα πολυδάπανα κοινωνικά κράτη, η συνεχώς διογκούμενη δημοσιοϋπαλληλία, τα ολοένα αυξανόμενα κόστη συνταξιοδότησης, η υπερρύθμιση των αγορών, οι στρεβλώσεις των φυσικών νόμων της προσφοράς και ζήτησης και πλήθος άλλων παρεμβάσεων δημιούργησαν ένα ακραία αναδιανεμητικό και προσοδοθηρικό πλαίσιο λειτουργίας των μεγάλων οικονομιών και τελικά τις ρυμούλκησαν αφενός σε περιβάλλον υψηλών φορολογιών, αφετέρου σε κρίσεις υπερδανεισμού.
Του Γιώργου Μπιλλίνη
Έτσι το 1947 ο Friedrich Hayek εμπνεύστηκε και δημιούργησε μια ένωση (Mont Pelerin Society) 39 φιλελευθέρων διανοουμένων οικονομολόγων, μεταξύ των οποίων ο Karl Popper, ο Ludwing von Mises, ο Milton Friednan, ο George Stigler κ.α, η οποία σκοπό είχε να επαναφέρει τις φιλελεύθερες ιδέες στο προσκήνιο της εφαρμοσμένης πολιτικής.
Χρειάστηκε η παρέλευση 30-35 ετών μέχρις ότου πειστούν κάποιες δυτικές κυβερνήσεις να τις ενστερνιστούν και να επιστρέψουν στις αρχές της οικονομίας της αγοράς (δεκαετία ’80).
Η ανάγκη επιστροφής στην οικονομία της αγοράς χωρίς κρατικές παρεμβάσεις αποκλήθηκε νεοφιλελευθερισμός. Έτσι δημιουργήθηκε ο όρος, όχι ως μια νέα ιδεολογία, αλλά ως μια προσπάθεια επαναφοράς του φιλελεύθερου μοντέλου στις οικονομίες των κρατών.
Η εφαρμογή του συγκρούστηκε με κατεστημένες νοοτροπίες και ισχυρά συμφέροντα, με αποτέλεσμα ο όρος να διαδοθεί με αρνητική χροιά από τους θιγόμενους της πολιτικής αυτής.
Όταν ο νεοφιλελευθερισμός υποστήριζε ότι πρέπει να υπάρχει έλεγχος στη ροή του χρήματος, αντιτάχθηκαν ισχυρά τραπεζικά συμφέροντα.
Όταν ο νεοφιλελευθερισμός εξηγούσε ότι οι αναπτυξιακές πολιτικές οφείλουν να στηρίζονται σε διαρκείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό των οικονομιών, ώστε αυτές να ακολουθούν τις συνεχείς αλλαγές και καινοτομίες και να προσαρμόζονται στις εκάστοτε νέες συνθήκες, βρήκε απέναντι του κυβερνήσεις και πολιτικό προσωπικό, που προέκριναν τις εύκολες και πολιτικά ανώδυνες επιλογές της νομισματοποίησης της πολιτικής μέσω των κεντρικών τραπεζών και του υπερδανεισμού.
Όταν ο νεοφιλελευθερισμός προωθούσε την μείωση των φορολογικών συντελεστών στα εισοδήματα και στις επιχειρήσεις, δέχτηκε τα πυρά όλων εκείνων των προσοδοθηρικών ομάδων πίεσης που τρέφονταν από τις δημόσιες δαπάνες.
Όταν ο νεοφιλελευθερισμός προέτρεπε στην αποκρατικοποίηση των μεγάλων, κατά κανόνα ζημιογόνων, επιχειρήσεων του Δημοσίου, δεχόταν λυσσαλέα επίθεση από τα οργανωμένα κρατικοδίαιτα συνδικάτα τους που καθόριζαν μόνα τους τις μισθολογικές τους αυξήσεις και παροχές θέτοντας παράλληλα σε πολιτική ομηρεία τις κυβερνήσεις των κρατών.
Όταν ο νεοφιλελευθερισμός διεκήρυσσε το άνοιγμα των αγορών προκειμένου να δημιουργηθούν νέες σύγχρονες επιχειρήσεις και καινούργια καινοτόμα προϊόντα, οι εγκατεστημένες ολιγαρχίες υπονόμευαν μέσω των χρηματοδοτούμενων κομμάτων και ΜΜΕ τις αποφάσεις κάθε δημοκρατικά εκλεγμένης εξουσίας που επιχειρούσε να το υλοποιήσει.
Όταν ο νεοφιλελευθερισμός εξηγούσε την ζημία που προκαλούν στην οικονομία τα κρατικά και ιδιωτικά μονοπώλια, είχε απέναντι του στη πρώτη περίπτωση τους συνδικαλιστές που έχαναν προνόμια και στη δεύτερη τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες που απεχθάνονταν τις συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού.
Είναι προφανές ότι όλοι αυτοί στοχοποιούν ως υπεύθυνο της κρίσης εκείνον που τους προειδοποιούσε τι πρέπει να πράξουν ώστε να εμπεδωθεί η δημοσιονομική και οικονομική υγεία και η κρίση να αποφευχθεί.