Την αποκάλυψη ότι είμαστε σε φάση επιδημικής έξαρσης ιλαράς στην Ελλάδα και ότι το ενδεχόμενο επιπλέον εξάπλωσης της στη χώρα μας είναι υπαρκτό, κάνει μιλώντας στο αθηναϊκό πρακτορείο ένας από τους κύριους επιστημονικούς συμβούλους του ΚΕΕΛΠΝΟ.
Ο Τάκης Παναγιωτόπουλος, καθηγητής του τομέα Υγείας του Παιδιού στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, στη συνέντευξή του στο αθηναϊκό πρακτορείο εξηγεί ποιοι πρέπει να εμβολιαστούν καθώς η σύσταση δεν αφορά μόνο παιδιά αλλά και πολλούς ενήλικες.
«Η ιλαρά είναι μια δυνητικά σοβαρή αρρώστια. Το ΚΕΕΛΠΝΟ παρακολουθεί συστηματικά την εξέλιξη της επιδημιολογικής κατάστασης στην Ελλάδα και διεθνώς, σταθμίζει τα δεδομένα και ενδέχεται -ανάλογα με την πορεία των πραγμάτων- να συστήσει πρόσθετα μέτρα», τονίζει.
Όπως αναφέρει, σε υπολογίσιμα ποσοστά μπορεί να προκαλέσει ωτίτιδα, πνευμονία, εγκεφαλίτιδα και άλλες ακόμη επιπλοκές, που καμιά φορά μπορεί να έχουν πολύ σοβαρή ή και μοιραία εξέλιξη.
Επίσης, λέει πως η ιλαρά, εκτός από το ενδεχόμενο των σοβαρών επιπλοκών, έχει την ιδιαιτερότητα της μεγάλης μεταδοτικότητας.
Γι αυτό, επισημαίνει ότι είναι σημαντικό να αντικρουστεί η ανυπόστατη φημολογία για τους δήθεν κινδύνους από τα εμβόλια και να επικρατήσουν οι τεκμηριωμένες επιστημονικές απόψεις για τη σημασία και την ασφάλεια των εμβολίων γενικά.
Τα δεδομένα, δείχνουν ότι από τα πρώτα 100 περιστατικά που καταγράφηκαν, τα 90 αφορούν Έλληνες πολίτες και δεν είναι μια ασθένεια που επανεμφανίσθηκε εξαιτίας των μεταναστών.
Σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτόπουλο: «Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την πρόληψη της ιλαράς είναι ο εμβολιασμός με το εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (εμβόλιο MMR).
Οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ασφαλές εμβόλιο, όπως έχει δείξει η εμπειρία από τον εμβολιασμό πολλών εκατομμυρίων παιδιών παγκοσμίως για πιο πολύ από 4 δεκαετίες.
Τα συμπτώματα της ιλαράς είναι αρκετά χαρακτηριστικά: πυρετός με εξάνθημα (δηλαδή, κοκκινίλες-σπυράκια), ενώ συνήθως προηγείται μια φάση με γενικά συμπτώματα (καταρροή κ.λπ.). Ειδική θεραπεία για την ιλαρά δεν υπάρχει. Χρειάζονται υποστηρικτικά μέτρα και θεραπευτική αγωγή για τυχόν επιπλοκές.
Η εξέταση από γιατρό είναι μια καλή πρακτική για να δοθούν εξατομικευμένες οδηγίες ανάλογα με την κατάσταση του ασθενή. Η πλειονότητα των αρρώστων δεν χρειάζονται νοσηλεία σε νοσοκομείο».
Πηγή: Lykavitos.gr