Ένα στους τρείς Έλληνες ψάχνει για εργασία στο εξωτερικό όπως προκύπτει από έρευνα με τίτλο «Η Απασχολησιμότητα στην Ελλάδα» που διεξήγαγε η Adecco.
Τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι εργαζόμενοι και οι υποψήφιοι την κατάσταση στην αγορά εργασίας το 2017, ενώ καταγράφουν τις τάσεις της κοινής γνώμης σχετικά με το θέμα της απασχολησιμότητας την τελευταία τριετία (2015-2017).
Η έρευνα, η οποία διενεργήθηκε με τη χρήση online ερωτηματολογίου σε τυχαίο δείγμα 903 ατόμων, από την εταιρεία ερευνών LMG σε συνεργασία με την H+K Strategies, για λογαριασμό της Adecco, αναδεικνύει την άποψη των ερωτώμενων για το κατά πόσο οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα διαθέτουν το σύνολο των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων που αναζητούν οι εταιρείες, καθώς και το πώς αξιολογούν οι ίδιοι τις εταιρείες, στις οποίες απασχολούνται σήμερα.
Εξετάζοντας αρχικά την εργασιακή εμπειρία των ερωτώμενων και την ενεργή τους παρουσία τους στην αγορά εργασίας, 1 στους 4 (28%) δήλωσε ότι την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας ήταν εκτός αγοράς εργασίας, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό, 58% των ερωτώμενων, ανέφερε ότι έχει βρεθεί έστω και μία φορά εκτός αγοράς εργασίας, ποσοστό το οποίο εμφανίζει άνοδο σε σχέση με τα προηγούμενα 2 χρόνια – το αντίστοιχο ποσοστό για τα έτη 2016 και 2015 ανήλθε στο 54%.
Σημαντικό εύρημα της έρευνας συνιστά, επίσης, η αύξηση που καταγράφεται και ως προς το διάστημα μέχρι την επανατοποθέτηση στην αγορά εργασίας.
Συγκεκριμένα, το 2017, ο χρόνος που αναφέρεται πως μεσολάβησε μέχρι την εύρεση νέας θέσης εργασίας για εκείνους που βρέθηκαν εκτός αγοράς είναι αυξημένος σε σχέση με το 2016.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης του 37% όσων δηλώνουν άνεργοι είναι εκτός αγοράς εργασίας εδώ και τουλάχιστον 12 μήνες, στοιχείο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι άνεργοι, τη δεδομένη περίοδο, χρειάζονται περισσότερο χρόνο για την επανατοποθέτησή τους στην αγορά εργασίας σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν (το αντίστοιχο ποσοστό το 2016 ήταν 34%).
Η ανοδική τάση που παρουσιάζει η αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό φαίνεται να συνεχίζεται σταθερά, ακολουθώντας την αυξητική πορεία των τελευταίων ετών.
Παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία επιδιώκει να βρει εργασία εντός Ελλάδας, 1 στους 3 δηλώνει πως αναζητά εργασία στο εξωτερικό.
Πρόκειται για μία σταθερά ανοδική τάση τα τελευταία χρόνια, καθώς το σχετικό ποσοστό ανήλθε σε 11% των ερωτώμενων των 2015, έφτασε το 28% το 2016 και άγγιξε φέτος, το 2017, το 33%. Εκτός της ανοδικής αυτής τάσης, εντοπίζονται και διαφορές ως προς τα αίτια της αναζήτησης εργασίας στο εξωτερικό μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια, που η Adecco Ελλάδας διενεργεί τη σχετική έρευνα.
Το 2017 και το 2016 οι «ευκαιρίες εξέλιξης» φάνηκε να αποτελούν τον κύριο λόγο που ωθεί τους εργαζόμενους σε αναζήτηση εργασίας εκτός Ελλάδας, ενώ οι «καλύτερες αποδοχές» λειτούργησαν ως το βασικό κίνητρο το 2015. Σταθερά ως σημαντικούς λόγους αξιολογούν οι συμμετέχοντες τις περισσότερες διαθέσιμες θέσεις εργασίας και τις πολλαπλάσιες ευκαιρίες απασχόλησης που προσφέρονται στο εξωτερικό, καθώς και το γεγονός ότι, κατά την άποψή τους, στο εξωτερικό επικρατούν καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Η έρευνα εξέτασε ακόμα τη γνώμη των ερωτώμενων για το κατά πόσο ανταποκρίνονται οι δεξιότητές τους στις ανάγκες των εταιρειών και της αγοράς εργασίας, καθώς και το πώς κρίνουν το περιβάλλον των εταιρειών, στις οποίες απασχολούνται σήμερα.
Αξιολογώντας τα προσόντα τους, η συντριπτική πλειοψηφία θεωρεί ότι διαθέτει σε πολύ ή αρκετά ικανοποιητικό βαθμό το σύνολο των ικανοτήτων και δεξιοτήτων που χρειάζονται οι επιχειρήσεις, ενώ τα προσόντα που παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά στην έρευνα σύμφωνα με τη γνώμη των ίδιων των υποψηφίων και εργαζομένων αφορούν απαραίτητα “soft skills”, όπως επικοινωνιακές και οργανωτικές ικανότητες, ευελιξία και προσαρμοστικότητα, ικανότητα εργασίας σε ομάδα και εργασιακό ήθος.
Αναφορικά με τα κριτήρια που αξιολογούν οι ερωτώμενοι ως σημαντικά για την επιλογή μίας εταιρείας-εργοδότη, το καλό εργασιακό κλίμα (ποσοστό 43%), καθώς και η ηθική και δίκαιη αντιμετώπιση εργαζομένων και συνεργατών (ποσοστό 40%) αποτελούν τα κύρια στοιχεία που αναζητούν οι υποψήφιοι από τους εργοδότες.
Ακολουθούν οι πρωτοβουλίες και ευκαιρίες εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των στελεχών (ποσοστό 39%), οι ισχυρές προοπτικές για μελλοντική ανάπτυξη και εξέλιξη (ποσοστό 39%), η ικανή διοίκηση (ποσοστό 22%) και η τήρηση του ωραρίου εργασίας (ποσοστό 21%). Για 1 στους 7 κριτήριο επιλογής αποτελεί η φήμη της εταιρείας, καθώς και η ύπαρξη ευέλικτου ωραρίου (ποσοστό 13%).
Ωστόσο, η κατάταξη των κριτηρίων για την επιλογή μίας εταιρείας παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε εργαζόμενους και ανέργους, αντανακλώντας τις διαφορετικές προτεραιότητες των εν λόγω κοινών.
Για τους εργαζόμενους βασικότερο κριτήριο φαίνεται να αποτελεί η προσφορά ευκαιριών για διαρκή εκπαίδευση και ανάπτυξη του προσωπικού, ενώ για τους ανέργους προτεραιότητα φαίνεται να έχει η ηθική και δίκαιη συμπεριφορά της εταιρείας.
Αξιολογώντας τις εταιρείες στις οποίες απασχολούνται σήμερα, το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι εργαζόμενοι θεωρούν πως οι εταιρείες πρέπει να βελτιωθούν αρκετά προκειμένου να καταστούν ελκυστικότερες στα ταλέντα. Πολλά από τα χαρακτηριστικά που θεωρούν απαραίτητα για να είναι μία εταιρεία «ελκυστική» φαίνεται πως, κατά τη γνώμη των εργαζομένων, δεν πληρούνται από τις εταιρείες στις οποίες εργάζονται. Ενδεικτικά, αναφέρονται η τήρηση του ωραρίου εργασίας, η διαρκής εκπαίδευση του προσωπικού και η αξιοκρατία εντός της εταιρείας.
Τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι υποψήφιοι δείχνουν να έχουν επίγνωση της ανάγκης για διαρκή εκπαίδευση και στην πλειοψηφία τους λαμβάνουν επιπρόσθετη επαγγελματική κατάρτιση. Το συγκεκριμένο στοιχείο δεν παρουσιάζει μεταβολές σε σχέση με τα προηγούμενα έτη διεξαγωγής της έρευνας.
7 στους 10 αναγνωρίζοντας τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες στην αγορά εργασίας, έχουν λάβει επιπλέον εκπαίδευση προκειμένου να ασκήσουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τα καθήκοντά τους.
Κατά μέσο όρο οι συμμετέχοντες αναφέρουν πως έχουν λάβει περισσότερες από δύο διαφορετικές μορφές επαγγελματικής κατάρτισης, με πιο δημοφιλείς να αναδεικνύονται οι ημερίδες και τα συνέδρια (72%), τα εκπαιδευτικά σεμινάρια που έχει σχεδιάσει η ίδια η εταιρεία τους (62%) και τα διαδικτυακά σεμινάρια (on line courses) (47%).
Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι 1 στους 2 δηλώνει πως παρακολουθεί διαδικτυακά σεμινάρια, ενώ εξίσου σημαντικός αριθμός, 2 στους 5 δηλώνουν πως παρακολουθούν πανεπιστημιακά προγράμματα με στόχο την απόκτηση πτυχίου ή πιστοποίησης.
Εντούτοις, οι νέοι θεωρούν ότι η ακαδημαϊκή εκπαίδευση δεν είναι επαρκώς συνδεδεμένη με την αγορά εργασίας. Περίπου 1 στους 2 φοιτητές/σπουδαστές που συμμετείχαν στην έρευνα πιστεύουν ότι υπάρχει κενό στη σύνδεση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με τις πραγματικές απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.
Ο Κωνσταντίνος Μυλωνάς, Διευθύνων Σύμβουλος της Adecco Ελλάδας, δήλωσε σχετικά:
«Η αγορά εργασίας εξελίσσεται διαρκώς. Μέσα από την ετήσια αυτή έρευνα που πραγματοποιεί η Adecco Ελλάδας σκιαγραφούμε τις αλλαγές που πραγματοποιούνται στα χαρακτηριστικά και τις επιδιώξεις των υποψηφίων και των εργαζομένων. Οι επαγγελματικές εναλλαγές γίνονται ο κανόνας και οι εργαζόμενοι πρέπει να ενισχύσουν την απασχολησιμότητά τους για να μπορέσουν να παραμείνουν ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας.
Είναι σαφές πως πρέπει να εξασφαλιστούν οι σωστές τεχνικές και προσωπικές δεξιότητες, καθώς και η δυνατότητα προσαρμογής στις αλλαγές. Οι υποψήφιοι και εργαζόμενοι, όπως φαίνεται από την έρευνά μας, δεν αναγνωρίζουν πως έχουν κάποιο έλλειμμα δεξιοτήτων βάσει των αναγκών της αγοράς. Από την άλλη μεριά είναι πολύ ενθαρρυντικό το γεγονός ότι η σημασία της διαρκούς εκπαίδευσης φαίνεται να έχει γίνει συνείδηση στην πλειοψηφία των υποψηφίων και εργαζομένων και η δια βίου μάθηση γίνεται ολοένα και περισσότερο πράξη».