Στην υπέρμετρη φορολόγηση που «σκοτώνει» τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ιδιαίτερα την παραγωγή αλλά και στα διαρθρωτικά προβλήματα που εξακολουθούν να υφίστανται και τις συνέπειες της οκταετίας των μνημονίων στην πραγματική οικονομία, εστιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποίησε η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ), για το πρώτο εξάμηνο του 2018.
Η ΓΣΕΒΕΕ επισημαίνει ως θετική εξέλιξη τη βελτίωση των δεικτών και την έξοδο από την περίοδο επιτροπείας, αλλά τονίζει με έμφαση την υψηλή φορολόγηση, που καθιστά μη ανταγωνιστικές τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και σημειώνει την ανάγκη να τεθεί επί τάπητος το θέμα του ριζικού ανασχεδιασμού της φορολογικής πολιτικής, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και να γίνουν πιο ευέλικτες οι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες των επενδυτών, μικρών και μεγάλων.
Η έρευνα παρουσιάστηκε το πρωί της Πέμπτης. Τα συμπεράσματα αποτυπώθηκαν ως εξής:
«Το α’ εξάμηνο του 2018 συνδέεται σε ένα βαθμό με την αναμενόμενη έξοδο της ελληνικής οικονομίας από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αποτελεί την 3η συνεχόμενη εξαμηνία έρευνα όπου είναι εμφανής η βελτίωση στους δείκτες οικονομικού κλίματος, που επιτυγχάνεται ωστόσο αργά αλλά σταθερά.
Συμβαδίζει με την σταθερή βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών (μείωση της ανεργίας, επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, βελτίωση των όρων του εξωτερικού εμπορίου), αλλά και άλλων δεικτών (θετικό ισοζύγιο εγγραφών-διαγραφών επιχειρήσεων, ισχυρές επιδόσεις σε ορισμένους κλάδους όπως του τουρισμού).
Υπό την υφιστάμενη συγκυρία, η πρόβλεψη για προσέγγιση του 2,3% ως ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης το 2018 φαίνεται ρεαλιστική και επιτεύξιμη, ωστόσο, η ανάκαμψη αυτή συντελείται σε ένα περιβάλλον διεθνών οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων, οι οποίες μπορεί να θέσουν σε αβεβαιότητα αυτή την θετική πορεία.
Η έξοδος της χώρας μας από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής αποτελεί αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη. Ωστόσο η έξοδος αυτή βρίσκει την οικονομία μας κατά 25% συρρικνωμένη σε σχέση με την έναρξη της κρίσης, με διπλάσια ανεργία σε σχέση με το 2010 και με σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα.
Αυτά τα διαρθρωτικά προβλήματα φαίνονται και από τα ευρήματα της έρευνας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι:
Α) Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν πλέον προσαρμόσει την δραστηριότητα τους μέσα σε ένα περιοριστικό οικονομικό περιβάλλον και αυτό σε ένα βαθμό εξηγεί και την αργή τους επανάκαμψη.
Β) Έχει παγιωθεί ένας νέος οικονομικός δυϊσμός στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα να προκαλούνται έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις προς τις μικρές επιχειρήσεις. Αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού έκανε αισθητή την παρουσία της το καλοκαίρι του 2015, με αποτέλεσμα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες επιβίωσαν στην πρώτη φάση της ύφεσης (2010-2014), να δυσκολεύονται να επανακάμψουν.
Παράλληλα, έχει αναπτυχθεί μια δεύτερη εκδοχή δυϊσμού, μεταξύ επιχειρήσεων που γεννήθηκαν μέσα στην κρίση και προσάρμοσαν τα οικονομικά τους στοιχεία σε μια δύσκολη συγκυρία διατηρώντας χαμηλές προσδοκίες για το μέλλον, και εκείνων των επιχειρήσεων που προηγήθηκαν της κρίσης, οι οποίες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα.
Στην έρευνα οικονομικού κλίματος Ιουλίου 2018 καταγράφεται σαφέστατη βελτίωση των θετικών προβλέψεων, η οποία όμως αντισταθμίζεται σε ένα βαθμό από υφιστάμενες διαρθρωτικές αδυναμίες.
Έτσι, παράλληλα με την ύπαρξη ενός αριθμού επιχειρήσεων που ανταποκρίνεται και συμβαδίζει με την αναπτυξιακή δυναμική, παραμένει ασθενικό ένα σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων (περίπου 50%) που φαίνεται να διέπεται από τα χαρακτηριστικά της «επιχειρηματικότητας ανάγκης», αλλά συνεισφέρει σημαντικά στην απασχόληση και στην κοινωνική συνοχή.
Τα διαρθρωτικά προβλήματα είναι περισσότερο εμφανή στις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους, για τους οποίους απουσιάζει ένα συνεκτικό πλαίσιο ενίσχυσης της ρευστότητας και διασφάλισης της βιωσιμότητας τους, είτε μέσα από τη διεύρυνση της συμμετοχής τους σε ευρύτερα επιχειρηματικά σχήματα είτε μέσα από την υπαγωγή τους σε αλυσίδες αξίας και άνοιγμα σε νέες υπερτοπικές αγορές.
Οι μικρές μεταποιητικές επιχειρήσεις, οι οποίες παρουσιάζουν τέτοιες δυνατότητες υπέρβασης του στενού επιχειρηματικού ορίζοντα, αδυνατούν να ανταγωνιστούν στο υφιστάμενο περιβάλλον υπερφορολόγησης.
Είναι συνεπώς αναγκαίο στην «μετα-μνημονιακή» εποχή να αναπτυχθούν πολιτικές και δράσεις που θα εστιάζουν στις ανάγκες της μικρής και πολύ μικρής επιχείρησης.
Την επόμενη περίοδο, η οικονομική πολιτική πρέπει να προσανατολιστεί κατά προτεραιότητα στα εξής:
Σταδιακή μείωση της υπέρμετρης φορολόγησης, με διαμόρφωση οδικού χάρτη μείωσης βαρών που λειτουργούν ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη.
Για τις μικρές επιχειρήσεις που παρουσιάζουν δυνατότητες ανάπτυξης, κίνητρα επενδύσεων και προώθησης τους σε μεγαλύτερες και περισσότερες αγορές.
Για τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, και παράλληλα με την αμείωτη προσπάθεια βελτίωσης του εξωδικαστικού μηχανισμού, να θεσμοθετηθούν υποστηρικτικές δράσεις για την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, την διάσωση και την παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας σε όσους επιθυμούν να επιχειρήσουν ξανά. Επίσης θα πρέπει να επανεξεταστεί ο τρόπος ρύθμισης οφειλών ώστε να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής και να ενισχυθεί η διατηρησιμότητα των ρυθμίσεων.
Για τις επιχειρήσεις που φαίνονται να είναι αδύναμες και κινδυνεύουν να κλείσουν, με σοβαρές συνέπειες για την απασχόληση και την επιβίωση των μελών, προτείνεται η θεσμοθέτηση ενός πάγιου μηχανισμού κοινωνικής προστασίας, που θα περιλαμβάνει δράσεις αξιοποίησης του παραγωγικού εξοπλισμού και του ανθρώπινου κεφαλαίου, με παράλληλη κάλυψη των επαγγελματιών έναντι των κινδύνων φτώχειας και αποκλεισμού.
Ένα από τα σημαντικά ευρήματα της έρευνας συνίσταται στο ότι η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρηματιών – και αυτό δεν αφορά μόνο τις ΜμΕ – θεωρούν ότι το πιο βασικό εμπόδιο για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα είναι η υπέρμετρη φορολόγηση. Θεωρούμε ότι εκτός από τις ελαφρύνσεις που θα προκύψουν εξαιτίας των θετικών δημοσιονομικών επιδόσεων είναι ανάγκη να ανοίξει πλέον η ατζέντα και ο διάλογος για έναν ριζικό ανασχεδιασμό της φορολογικής πολιτικής.
Ένας τέτοιος ανασχεδιασμός θα πρέπει να μεριμνά για: α) την υιοθέτηση και την θεσμοθέτηση κινήτρων για αποκάλυψη εισοδημάτων εκ μέρους των φορολογουμένων και β) εκτός από την στενή ταμειακή λειτουργία – απαραίτητη για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων – να ενισχυθούν με τρόπο ορθολογικό τόσο η αναδιανεμητική όσο και η αναπτυξιακή λειτουργία της φορολογικής πολιτικής».