Εκκωφαντικές οι προειδοποιήσεις Χαλικιά το 1985, Ντελόρ και Επιτροπής Αγγελόπουλου το 1990, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και χλεύη της χώρας μας από τον ξένο Τύπο…
Τριάντα δύο ημέρες μετά τη δημοσίευση στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» (15 Φεβρουαρίου 1990) αποκαλυπτικού άρθρου του Θανάση Παπανδρόπουλου,υπό τον τίτλο «Ζητείται τρόπος αποπομπής της Ελλάδας από την Κοινότητα», ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ, με ημερομηνία 19 Μαρτίου 1990, έστειλε στον τότε, «αθώο του αίματος» πρωθυπουργό Ξενοφώντα Ζολώτα επιστολή με δραματικό περιεχόμενο για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας με έμμεση προειδοποίηση για έξοδο της Ελλάδος από την Κοινότητα και δραματική έκκληση, για να μη συμβεί αυτό, τη λήψη των αναγκαίων μέτρων.
Δημοσιεύομε μερικά αποσπάσματα της επιστολής αυτής:
«Καθόλον το διάστημα από την είσοδο της χώρας σας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και μετά, η Κοινότητα κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να διευκολύνει την ενσωμάτωση της Ελλάδας, και να τη βοηθήσει να φτάσει στο επίπεδο των πιο ανεπτυγμένων οικονομιών…
Του Δημήτρη Στεργίου*
Η αλληλεγγύη αυτή εκφράστηκε με σημαντικές περιφερειακές και διαρθρωτικές βοήθειες _ όπως συνέβη και με άλλες χώρες σε ανάλογες περιπτώσεις _ αλλά και με τη μορφή μεσοπρόθεσμου δανείου χρηματοδοτικής αρωγής που χορηγήθηκε το 1985 και 1986 για να βοηθήσει την Ελλάδα να εξέλθει από μια δυσκολότατη κατάσταση στην εποχή εκείνη. Το δάνειο αυτό, τη χορήγηση του οποίου η Επιτροπή είχε τότε υποστηρίξει, στήριζε πρόγραμμα οικονομικής σταθεροποίησης, που είχε σαν στόχο του τη μείωση του υπερβολικού ελλείμματος του δημόσιου τομέα και τη βελτίωση των αποτελεσμάτων στους τομείς του πληθωρισμού και του ισοζυγίου πληρωμών.
Μετά από μερικές αρχικές επιτυχίες προς αυτή την κατεύθυνση (π.χ. οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα μειώθηκαν από 18% το 1985 σε 13,5% το 1987), η κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε και πάλι σοβαρά, ιδιαίτερα κατά το 1989, έτσι ώστε να αποτελεί σήμερα η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σας σοβαρή αιτία ανησυχίας για όλους μας.
Οι σημαντικότεροι διαθέσιμοι οικονομικοί δείκτες, καθώς και οι πληροφορίες που συνέλεξε η πρόσφατη αποστολή της Επιτροπής στην Αθήνα, δείχνουν πράγματι ότι η κατάσταση έγινε πολύ ανησυχητική:
* Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα αυξήθηκαν μαζικά σε δύο χρόνια, δηλαδή το 1988 και 1989. (σ.σ. υπενθυμίζεται ότι το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του 1985 στόχευε στη μείωση του ποσοστού από 18% σε 10% το 1987).
* Η νομισματική πολιτική δεν κατόρθωσε να επιτύχει τους στόχους της, δεδομένου ότι η αύξηση της κυκλοφορίας χρήματος υπό την ευρεία έννοια (Μ3) ανέρχεται σε 24%.
* Η αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε φτάνοντας το 15%, ποσοστό ανώτερο κατά 10 μονάδες του κοινοτικού μέσου όρου. Η αύξηση των μισθών ήταν ακόμη σημαντικότερη, φθάνοντας το 20%.
* Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε σοβαρά, δεδομένου ότι το έλλειμμα έφθασε από 1 δισ. δολάρια το 1988 σε 2,5 το 1989 (περίπου 5% του ΑΕΠ), παρά τη σημαντική μεταφορά πόρων εκ μέρους της Κοινότητας, ιδιαίτερα κατά το τέλος του χρόνου.
Η κατάσταση αυτή επιβάλλει τη λήψη, χωρίς καθυστέρηση, δραστικών μέτρων και την εκπόνηση και εφαρμογή πολυετούς προγράμματος ανόρθωσης της οικονομίας το ταχύτερο δυνατό.
Αν δεν γίνει αυτό η χώρα σας διατρέχει δύο σοβαρούς κινδύνους: Από τη μια πλευρά το μέγεθος και η αύξηση του δημοσίου χρέους και του εξωτερικού χρέους της χώρας σας κινδυνεύουν να βλάψουν τη φερεγγυότητα της Ελλάδας.
Από την άλλη πλευρά η σοβαρή διαφορά που διαπιστώνεται ανάμεσα στην οικονομική εξέλιξη της Ελλάδας κι εκείνη των άλλων χωρών της Κοινότητας κινδυνεύει να υπονομεύσει μόνιμα την πορεία της χώρας σας προς την Ενιαία Αγορά, την Οικονομική και Νομισματική Ένωση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Όσο για την Επιτροπή, θα βρισκόταν στη δύσκολη θέση να έχει συμμετάσχει και συνδέσει την ίδια την αξιοπιστία της σε απόφαση δανείου του οποίου οι όροι δεν τηρήθηκαν από τον οφειλέτη.
Για το λόγο αυτό θεωρούμε απαραίτητη τη λήψη σύντομα δραστικών μέτρων που θα επέτρεπαν να διαφανεί η σαφής πρόθεση της χώρας σας να μειώσει μόνιμα τις ανισορροπίες.
Γνωρίζουμε ότι παρόμοια μέτρα θα απαιτήσουν σοβαρές προσπάθειες από την πλευρά του συνόλου της διοίκησης, των επιχειρήσεων και των ιδίων των πολιτών της χώρας σας. Μας φαίνονται όμως τα μόνα που θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να επανακτήσει μια αρμονική ανάπτυξη, προς όφελος όλων των πολιτών της στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας».
Στα πρόθυρα χρεοκοπίας το 1985
Αλλά, η Ελλάδα βρισκόταν στα πρόθυρα χρεοκοπίας ήδη από το 1985, όπως προκύπτει από μια συζήτηση – συνέντευξη του τότε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Δημήτρη Χαλικιά στον Περικλή Βασιλόπουλο, η οποία δημοσιεύθηκε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» στις 8 Ιανουαρίου 1988. Στη συζήτηση αυτή ο Δημήτρης Χαλικιάς επεσήμανε πώς το καλοκαίρι του 1985, λίγο μετά τις εκλογές, που υπόσχονταν «ακόμη καλύτερες μέρες», αποφύγαμε την οικονομική κατάρρευση.
Την περίοδο αυτή ο Χαλικιάς χαρακτήρισε ως την πιο δραματική στιγμή της πολυετούς θητείας στην Τράπεζα της Ελλάδος, επισημαίνοντας τα εξής:
«Το καλοκαίρι του 1985 λίγο πριν από τις εκλογές του Ιουνίου, ζήτησα να δω τον τότε πρωθυπουργό κ. Ανδρέα Γ. Παπανδρέου.
Το έκανα σπανίως, αλλά η επικοινωνία μαζί του ήταν πάντατε ουσιαστική. Με δύο λέξεις καταλάβαινε τα πάντα. Του είπα: «κύριε πρόεδρε, εάν συνεχίσουμε την ίδια πορεία θα χρεοκοπήσουμε. Θα έχουμε στάση πληρωμών. Το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών πλησιάζει το 10% του ΑΕΠ και η Τράπεζα συντόμως δεν θα έχει ταμείο να πληρώσει. Χρειάζεται να σχεδιάσετε ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας».
Μετά τις εκλογές ο πρωθυπουργός μου ζήτησε να του υποβάλω μια έκθεση με τις απόψεις μου, πράγμα που έκαναν. Όταν τη διάβασε μού τηλεφώνησε και μού ζήτησε να εγχειρίσω μια φωτοτυπία στον κ. Σημίτη που είχε ήδη αναλάβει υπουργός Εθνικής Οικονομίας. Ανάμεσα στον Οκτώβριο του 1985 και το Φεβρουάριο του 1986 πέρασα μερικούς από τους πιο δύσκολους μήνες της θητείας μου. Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τράπεζας της Ελλάδος είχαν πέσει κάτω από το ελάχιστο όριο ασφαλείας.
Αν και γενικά τη δεκαετία του 1980 το επίπεδο των διαθεσίμων ήταν γύρω στο 1 δισεκατομμύριο δολάρια – σήμερα βρίσκονται στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια περίπου- είχαμε φτάσει μόλις στα 350 εκατομμύρια δολάρια. Εάν δεν παίρναμε το Φεβρουάριο του 1986 την πρώτη δόση του δανείου από την ΕΟΚ και εάν δεν είχαμε το σταθεροποιητικό πρόγραμμα Σημίτη, θα βαδίζαμε ευθέως στην κατάρρευση και τη χρεοκοπία. Δεν είχαμε λεφτά να πληρώσουμε τις εισαγωγές μας. Δεν θα επρόκειτο για συναλλαγματική κρίση της δραχμής, όπως αυτές που γνωρίσαμε το Μάϊο του 1994 ή το Νοέμβριο του 1997, αλλά για κάτι πολύ χειρότερο. Αδυναμία κάλυψης των εξωτερικών πληρωμών της χώρας…»
Η χαμένη δεκαετία του 1980
Οι προειδοποιήσεις είναι συνεχεία και εκκωφαντικές από παντού, αλλά, δυστυχώς εις ώτα μη ακουόντων ή ιδεοληπτικώς φραγμένων. Στις 19 Οκτωβρίου 1989, δηλαδή λίγους μήνες πριν από τη δρματική επιστολή Ντελόρ, δόθηκε στη δημοσιότητα η Οικονομική Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία, που ήταν καταπέλτης για την οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε στη χώρα μας κατά τη δεκαετία του 1980.
Ιδού μερικές διαπιστώσεις και προτάσεις για την εξυγίανσή της:
* «Ενώ το 1986 και το 1987 η οικονομική πολιτική ήταν επικεντρωμένη σε ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα που απέβλεπε στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του πληθωρισμού από τις αρχές του 1988 άρχισε να αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία στην αύξηση της παραγωγής…».
* Η αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας επετεύχθη με την αύξηση των ελλειμμάτων του Δημοσίου και με μεγάλη αύξηση του συνολικού δημόσιου χρέους, ως ποσοστού του ΑΕΠ, γεγονός που απειλεί τώρα να αναιρέσει την πρόοδο που σημειώθηκε στον τομέα του πληθωρισμού και του εξωτερικού ισοζυγίου…».
* «Το ανά κάτοικο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν στην Ελλάδα έχασε έδαφος σε σχέση με τον κοινοτικό μέσο όρο, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Η διαδικασία προσέγγισής του που παρατηρείται κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’60 και ’70 τέλειωσε, για να μην πει κανείς ότι έχει πάρει τώρα την αντίθετη κατεύθυνση…».
* Κατά τη διάρκεια των προσεχών ετών θα χρειασθεί να μειωθούν γρήγορα τα δημόσια ελλείμματα, τα οποία κατά το 1989 ήταν τα μεγαλύτερα _ και με μεγάλη μάλιστα διαφορά από τα άλλα _ μέσα στην Κοινότητα. Τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα που έχουν σημειωθεί διαδοχικά όλα τα τελευταία χρόνια έχουν προκαλέσει μια ταχεία αύξηση του συνολικού δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, το οποίο έφθασε το 1988 στο 73,9% (έναντι 27,7% το 1980)…».
* «Η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών χειροτέρευσε πολύ κατά το 1989 για δεύτερη κατά σειρά χρονιά: η ανεπάρκεια των φορολογικών εσόδων _ που ήταν ο κύριος λόγος της υπερβολικής αύξησης των δημόσιων ελλειμμάτων το 1988 _ επέμενε και κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 1989. Επιπλέον, πρέπει κανείς να αναμένει ότι και φέτος οι δαπάνες θα αυξηθούν πιο γρήγορα απ’ όσο αναμενόταν. Κατά συνέπεια, οι ανάγκες χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα (δημόσια διοίκηση – δημόσιες επιχειρήσεις) θα ξεπεράσουν, προφανώς, για ολόκληρο το έτος, το 21% του ΑΕΠ (έναντι 16% κατά το 1988)…».
* «Η χρηματοδότηση των δημόσιων ελλειμμάτων, που αυξάνονται αδιάκοπα, θα οδηγήσει σε νέες αυξήσεις των ήδη υψηλών επιτοκίων: αλλά οι νομισματικοί περιορισμοί που αυτή προϋποθέτει (σ.σ.: η χρηματοδότηση των δημόσιων ελλειμμάτων) θα επιβαρύνει αναπόφευκτα το κόστος των επενδύσεων που είναι απαραίτητες για τον εκσυγχρονισμό και την αύξηση των δυνατοτήτων της οικονομίας. Αυτή η κατάσταση που επιδεινώνεται από την απώλεια ανταγωνιστικότητας, η οποία με τη σειρά της προκαλείται από μια αντιπληθωριστική συναλλαγματική πολιτική, θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων κατά το 1988 και το 1989.
* «Η απουσία ενός προγράμματος σταθεροποίησης των δημόσιων οικονομικών (σ.σ.: εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών) θα μπορούσε να γεννήσει πληθωριστικές πέσεις, σπρώχνοντας στην αγορά ακινήτων ή στην απόκτηση καταναλωτικών αγαθών. Εκτός του ότι μια τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε επίσης και αύξηση των εισαγωγών και του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, ενώ η απώλεια της εμπιστοσύνης στη δραχμή θα μείωνε την εισροή κεφαλαίων με φυσική συνέπεια την εξασθένηση του ισοζυγίου πληρωμών. Ορισμένα σημεία δείχνουν ήδη ότι αυτό το αρνητικό σενάριο δεν είναι αποκύημα της φαντασίας, αλλά θα μπορούσε εύκολα να γίνει πραγματικότητα….».
* «Η ανάγκη για εξυγίανση σε βάθος, των δημόσιων οικονομικών και ο ανησυχητικός χαρακτήρας των οικονομικών προοπτικών φαίνεται ότι τώρα έχουν γίνει γενικά κατανοητά στην Ελλάδα».
Η Επιτροπή Αγγελόπουλου
Στις 6 Απριλίου 1990 η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, η οποία είχε συσταθεί από τον τότε πρωθυπουργό Ξεν. Ζολώτα υπό τον ακαδημαϊκό και καθηγητή Άγγελο Αγγελόπουλο, ως πρόεδρο, έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεσή της με τις τραγικές διαπιστώσεις για την κατάσταση της οικονομίας μας και με σκληρά μέτρα για την αντιμετώπισή της.
Η επιτροπή αρχίζει την έκθεσή της με την παρουσίαση, με τα μελανότερα χρώματα, της πραγματικής οικονομικής κατάστασης της χώρας, επισημαίνοντας παράλληλα τις επιπτώσεις της πολιτικής αβεβαιότητας στην εξέλιξη των βασικών μεγεθών, σε μια μάλιστα περίοδο κατά την οποία όλες οι άλλες χώρες της Ευρώπης – Δυτικής, Κεντρικής και Ανατολικής _ προετοιμάζονται πυρετωδώς για την αντιμετώπιση των προκλήσεων των καιρών.
«Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, επισημαίνει η έκθεση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, η πορεία της οικονομίας παρουσιάζει, για αρκετό ήδη χρόνο, συνεχή επιδείνωση, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξελίξεις, οι οποίες θα ήταν ενδεχομένως πολύ δύσκολο να ελεγχθούν, αν οι τάσεις που επικρατούν τελευταία δεν αναστραφούν το συντομότερο δυνατό». Και η Επιτροπή εξειδικεύει τις διαπιστώσεις αυτές με τις ακόλουθες επισημάνσεις:
* Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνεται επικίνδυνα και οι πληθωριστικές πιέσεις εντείνονται.
* Τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα τείνουν να πάρουν εκρηκτικές διαστάσεις, η δε μερική κάλυψή τους με βραχυπρόθεσμο εξωτερικό (σ.σ. μόνον;) δανεισμό είναι ενδεικτική των δυσχερειών που αντιμετωπίζονται.
* Η νομισματική και πιστωτική επέκταση κινείται με ταχείς ρυθμούς, ενώ τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα, με αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγική διαδικασία.
* Οι υπερβολικές, μερικές φορές, εισοδηματικές και θεσμικές διεκδικήσεις, που ικανοποιούνται υπό την πίεση απεργιών, διαβρώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις.
«Η δύσκολη αυτή κατάσταση, τονίζεται στην έκθεση, της οικονομίας περιπλέκεται, αν δεν επιδεινώνεται, από την παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα και την ασάφεια ως προς την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής. Το γεγονός αυτό δεν επιτρέπει τη λήψη των αναγκαίων διορθωτικών μέτρων και το σχεδιασμό αξιόπιστης μεσοσπρόθεσμης πολιτικής. Η οικονομία φαίνεται να έχει εμπλακεί σε ένα κρίσιμο αδιέξοδο, η αντιμετώπιση του οποίου έχει ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, αν γίνει κατά πρόχειρο κι αποσπασματικό τρόπο».
Και δίνοντας και τις εξελίξεις στο διεθνή περίγυρο και ειδικότερα τον ευρωπαϊκό, η έκθεση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων εντείνει το οξύμωρο σχήμα της ελληνικής οικονομικής κατάστασης επισημαίνοντας τα ακόλουθα:
«Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μιαν ιδιαίτερα κρίσιμη, αλλά και ελπιδοφόρο περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της ηπείρου μας. Η Δυτική Ευρώπη βρίσκεται σε πυρετώδη κίνηση αναπροσαρμογής ενόψει της ολοκληρώσεως της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς το 1992 και της πορείας προς την οικονομική και νομισματική ένωση. Από την άλλη πλευρά, οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης περνούν μια εντυπωσιακή φάση αναπροσανατολισμού και ανασυγκροτήσεων. Σε αυτή την ιστορική καμπή, η χώρα μας φαίνεται να παραμένει αδρανής με κίνδυνο να βρεθεί απροετοίμαστη για να αντιμετωπίσει με επιτυχία την πρόκληση των καιρών».
Τότε (βλέπε εφημερίδες της 9 Απριλίου 1990) σε δήλωσή του ο τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου τόνισε ότι το κίνημα «παίρνει τις αποστάσεις του από τα συγκεκριμένα μέτρα και τις προτάσεις της έκθεσης Αγγελόπουλου» και ότι το ΠΑΣΟΚ «απορρίπτει εντελώς κάθε σκέψη για φορολόγηση των καταθέσεων καθώς και κάθε πολιτική που κύριο στήριγμά της για τη σταθεροποίηση της οικονομίας έχει τους έμμεσους φόρους».
Επίσης, ο «Συνασπισμός» χαρακτήρισε τότε τις προτάσεις της Επιτροπής Αγγελόπουλου «νέο πολυετές σταθεροποιητικό πρόγραμμα μονόπλευρης λιτότητας που θα ρίχνει τα βάρη της κρίσης στους εργαζόμενους». Είναι, πάντως, αξιοσημείωτο ότι κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν έκανε δηλώσεις για τις νέες διαπιστώσεις και προτάσεις για νέα σκληρά μέτρα των Ζολώτα και Αγγελόπουλου!
Μόνο οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης αντέδρασαν με τίτλους «Χαμένα πήγαν τα δύο χρόνια. Πάμε για χρεοκοπία. Κατά 140% αύξησαν το δημόσιο χρέος μετά το 1989 για να καλύψουν τα ελλείμματα. Θα είχε σωθεί η οικονομία αν ο Μητσοτάκης άφηνε να παρθούν τα μέτρα που πρότεινε η οικουμενική κυβέρνηση». Υπενθυμίζουμε όμως ότι κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Άγγελο Αγγελόπουλο, ο Ξενοφών. Ζολώτας υπογράμμισε ότι «το οικονομικό πρόβλημα της χώρας ήταν οξύ ήδη από την εποχή της Οικουμενικής κυβέρνησης, αλλά, όπως τόνισε, οι πολιτικοί δεν υιοθέτησαν τα μέτρα που είχε προτείνει και που, αν είχαν εφαρμοστεί, θα είχαν βελτιώσει κατά πολύ τα οικονομικά της χώρας»!!!
Εκμυστηρεύσεις Ζολώτα
Στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» της 26ης Ιουλίου 1990 δημοσιεύθηκε αποκαλυπτική συνέντευξη του Ξενοφώντα Ζολώτα, ο οποίος, σε εκμυστηρεύσεις εκ βαθέων, είπε, μεταξύ πολλών άλλων, και τα εξής:
* «Όταν ανέλαβα την κυβέρνηση και ζήτησα να πληροφορηθώ για τα μηνιαία ελλείμματα, δεν τα ήξεραν! Μου είπαν 80 δισ. δραχμές. Ο Νοέμβριος βρέθηκε με 150 δισ., ο Δεκέμβριος με 350 δισ. Τερατώδες άνοιγμα. Και κανένας δεν το ήξερε, ούτε η Τράπεζα της Ελλάδος, ούτε ο υπουργός Οικονομικών! Το διανοείσθε αυτό εν έτει 1989;».
*«Αν δεν κατορθώσουμε γρήγορα να εξαφανίσουμε το χάσμα μεταξύ εσόδων και εξόδων του δημόσιου τομέα, δεν θα μπορέσουμε να ορθοποδήσουμε!».
* «Ο τόπος πάσχει. Θα πρέπει να υπάρξει συναγερμός!».
Έριδες για το έτος κατάρρευσης της οικονομίας
Με την παράθεση αυτών των ελάχιστων προειδοποιήσεων, συστάσεων και διαπιστώσεων δίδεται μια ηχηρή απάντηση και στα παραπλανητικά ερωτήματα που ετίθεντο κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και που αφορούσαν το έτος ή τα έτη που άρχισε η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.
Η αφορμή για τη συζήτηση αυτή ήταν οι δηλώσεις του τότε προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ κατά τη διαμονή του στην Αθήνα, όπου είχε προσκληθεί για να τιμηθεί με το Βραβείο Ωνάση και για να μιλήσει στη γενική συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών.
Τότε, ο Ζακ Ντελόρ, Γάλλος σοσιαλιστής και ένθερμος συμπαραστάτης των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ ή του Ανδρέα Παπανδρέου, που ωστόσο σιωπούσε αιδημόνως επί μια οκταετία για τα τέρατα και σημεία της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόσθηκε μετά το 1981, είπε:
«Η ελληνική οικονομία αποτέλεσε, με τον πλέον σαφή τρόπο, την εξαίρεση καθώς δεν συμμετείχε (από το 1985) στη γενική ευρωπαϊκή πορεία, ούτε σε ό,τι αφορά τη μακροοικονομική πορεία, ούτε σε ό,τι αφορά τη διαρθρωτική προσέγγιση. Και η αποτυχία αυτή καταγράφηκε παρά τη συνεχή υποστήριξή της από τους κοινοτικούς πόρους».
Τότε, θορυβηθείς (εκλογές γαρ επί θύραις!) ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου δήλωσε απαντώντας σε σχετική ερώτηση ότι δεν είναι το 1985, αλλά το 1989 που άρχισε η αρνητική πορεία της ελληνικής οικονομίας, επιρρίπτοντας της ευθύνες στις μετά τις δικές του κυβερνήσεις. Ωστόσο, ο Κώστας Σημίτης, μέλος τότε του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ, σε συνέντευξή του στη Θεσσαλονίκη στις 24 Μαίου 1992, διαφώνησε με κατηγορηματικό τρόπο με τη δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου ότι η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας άρχισε από το 1989, τονίζοντας τα εξής:
«Όπως θυμάστε, την περίοδο 1985 – 1987 ήμουν υπουργός Εθνικής Οικονομίας και το 1987 θεώρησα ότι η ελαστική πολιτική θα θέσει σε κίνδυνο τα όποια επιτεύγματα του σταθεροποιητικού προγράμματος (σημείωση: που εφήρμοσε διαδεχόμενος το 1985 τον Γεράσιμο Αρσένη). Οι εξελίξεις με δικαίωσαν. Είχαμε αύξηση ελλειμμάτων, αύξηση του πληθωρισμού και ανακοπή του σταθεροποιητικού προγράμματος».
Με αυτή την ξεκάθαρη θέση, ο Κώστας Σημίτης «άδειασε τον Ανδρέα», όπως έγραψε σε πηχυαίο τίτλο η «Ελευθεροτυπία» (28 Μαϊου 1992), και προσδιόρισε ως έτος κατάρρευσης της οικονομίας το 1987.
Αλλά, τα διαχρονικά στατιστικά στοιχεία, οι δηλώσεις αρμοδίων και οι επισημάνσεις ειδικών καταδεικνύουν ότι η ελληνική οικονομία άρχισε να καταρρέει από το 1980 – 1981, όταν η τότε κυβέρνηση Γεωργίου Ράλλη, αντί να προετοιμάσει την Ελλάδα για την έναρξη της συμμετοχής της ως ισότιμου μέλους της (τότε) ΕΟΚ, παρασύρθηκε από τη λογική των παροχών του σοσιαλιστή Ανδρέα Παπανδρέου, που κάλπαζε προς την εξουσία, προς πάντα αιτούντα.
Στη συνέχεια, η νέα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, που προέκυψε από τις εκλογές του Οκτωβρίου 1981, ενώ παρέλαβε, όπως κατήγγελλε, «καμένη γη», προχώρησε, με την αλόγιστη επεκτατική πολιτική, στη λεηλασία και του υπόλοιπου δημόσιου χρήματος που είχε απομείνει στα δημόσια ταμεία.
Πάντως, αυτό που πρέπει για την ιστορία να υπογραμμισθεί είναι ότι το 1981 η κυβέρνηση Ράλλη παρέδωσε στο ΠΑΣΟΚ μια οικονομία, η οποία, παρά τα προβλήματά της από τις αλλεπάλληλες ενεργειακές κρίσεις και τις προεκλογικές παροχές, πληρούσε από τότε όλα σχεδόν τα κριτήρια του Μάαστριχτ (αν υπήρχαν τότε) και θα εντασσόταν με το σπαθί της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (αν υπήρχε)!
«Μαύρο πρόβατο»
Πέρα από αυτά, αναφέρουμε ότι, στις αρχές του 2008, όταν τα πρόδρομα σημάδια της οικονομικής κρίσης γίνονταν ολοένα και πιο έντονα και στη χώρα μας και η ελληνική οικονομία βρέθηκε ξανά στο μάτι του κυκλώνα μερίδας ξένου Τύπου, κυρίως βρετανικού και γερμανικού, τότε οι ευρωσκεπτικιστές, δεν χρησιμοποιούσαν τον παλιό, επί τριάντα περίπου χρόνια αρνητικό χαρακτηρισμό «μαύρο πρόβατο», αλλά άλλες εκφράσεις από την ελληνική κλασική …. Γραμματολογία, όπως «Αχίλλειος Πτέρνα της Ευρωζώνης» και «Δούρειος Ίππος της Ευρωζώνης»!
Τότε όμως θύμισαν τον αρνητικό αυτό χαρακτηρισμό στους ξένους ο ίδιος ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Κώστας Σημίτης και άλλα στελέχη του ΠΑΣΟΚ και, φυσικά, πολλοί δημοσιογράφοι. Συγκεκριμένα, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης κατά την παρουσίαση του βιβλίου του «Η κρίση» επανέλαβε αυτό που έλεγε συχνά στο παρελθόν, ότι δηλαδή η Ελλάδα «έχει ξαναγίνει το «Μαύρο Πρόβατο της Ευρώπης».
Επίσης, τον ίδιο χαρακτηρισμό χρησιμοποίησαν και ο τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου (στις 12 Απριλίου 2005 κατά την παρέμβασή του στη συζήτηση στη Βουλή, αλλά και στις 16 Ιανουαρίου 2009), ο πρώην υπουργός Χρίστος Βερελής (22 Δεκεμβρίου 2008), ο πρώην υπουργός Τηλέμαχος Χυτήρης (20 Δεκεμβρίου 2008). Όταν λοιπόν, εμείς οι ίδιοικαι μάλιστα κορυφαίο Έλληνες πολιτικοί αποκαλούσαμε τη χώρα μας ως «Μαύρο Πρόβατο της Ευρώπης» για τις επιδόσεις της σε όλους τους τομείς (περιβάλλον, παιδεία, τεχνολογία, υγεία κ.λπ), τι τους θέλουμε τους ξένους «εχθρούς», όπως, για παράδειγμα, οι βρετανικοί FinancialTimes, η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt και το γερμανικό περιοδικό DerSpiegel.
Τότε, για παράδειγμα, σε άρθρο της η γερμανική εφημερίδα «Handelsblatt» τόνιζε ότι οικονομική κρίση, εκτός από τις επιπτώσεις της στο τραπεζικό σύστημα, έφερε στο φως τις αδυναμίες κάποιων οικονομιών της ευρωζώνης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ελλάδα. Στο δημοσίευμα διαπιστωνόταν ότι η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας φαίνεται πως βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση και σε ακραία περίπτωση θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα, αν η Ελλάδα μπορεί να παραμείνει μέλος της ΟΝΕ.
Ο τότε αρμόδιος επίτροπος για οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΧοακίνΑλμούνια, έκανε λόγο για «πολύ σοβαρά προβλήματα αν δεν διορθωθούν τα επιτόκια του εθνικού δανεισμού των ευρωπαϊκών κρατών».
Όπως, σημειωνόταν στο δημοσίευμα, αν τα οικονομικά αυτά δεδομένα δεν αλλάξουν, τότε είναι πιθανόν να προκύψουν ερωτήματα σχετικά με τη συνοχή της ΟΝΕ. Πάντως, τα μεγαλύτερα προβλήματα στη δημοσιονομική κατάστασή τους αντιμετωπίζουν κυρίως η Ιταλία και η Ελλάδα. Και δικαιώθηκε πλήρως η ξένη εφημερίδα.
Όπως αναφερόταν στο γερμανικό δημοσίευμα, η περίπτωση της Ελλάδας είναι πολύ κρίσιμη.
Ήδη, από το 2001 που η χώρα μπήκε στην ΟΝΕ, ουκ ολίγοι αναρωτήθηκαν, αν η Ελλάδα ήταν έτοιμη για το ευρώ.
Συνάμα αναφερόταν ότι, από το 1997 έως το 2003 οι σοσιαλιστές έστελναν στις Βρυξέλλες έλλειμμα, το οποίο βρισκόταν έως και τρεις ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το πραγματικό. Εξάλλου, όπως παραδέχθηκε και ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης «το τεράστιο εθνικό χρέος» αποτέλεσε την αχίλλειο πτέρνα της ελληνικής οικονομίας, τονιζόταν στο άρθρο της εφημερίδας. Χαρακτηριστικά, το απόσπασμα αναφέρει ότι το χρέος αυτό ανήκει στην πολιτική κληρονομιά των σοσιαλιστών. Επί διακυβέρνησής τους αυξήθηκε το εθνικό χρέος από ποσοστό της τάξεως του 28% στο 99% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Βέβαια, στο σχετικό άρθρο δεν επιρρίπτονται ευθύνες μόνο στους σοσιαλιστές, αλλά και στον Αλογοσκούφη, ο οποίος, σύμφωνα πάντα με το συντάκτη του άρθρου, «δεν έχει προβεί σε ενέργειες για την εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας και τη μείωση των χρεών της, τα οποία βρίσκονται ακόμα κατά 90% πάνω από το ΑΕΠ». Και πρόσθετε: «Παρά τα υψηλά ποσοστά ανάπτυξης των προηγούμενων ετών, που ήταν κατά 3% έως 4% παραπάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης, η Ελλάδα μετά την εισχώρησή της στην ΟΝΕ, κατάφερε μόνο το 2006 να πετύχει το στόχο της για το έλλειμμα που επιβάλλει το Σύμφωνο σταθερότητας».
Σύμφωνα με το άρθρο της Handelsblatt, η ελληνική δυσχερής οικονομική κατάσταση, η οποία γεννά ερωτήματα συνοχής στην ευρωζώνη, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις αποτυχημένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις αλόγιστες πολιτικές δαπάνες.
Εξαιτίας του φόβου της συντηρητικής κυβέρνησης να προβεί σε μεταρρυθμίσεις και σε απορρύθμιση της οικονομίας, η Ελλάδα γίνεται όλο και λιγότερο ανταγωνιστική. Απόδειξη αποτελεί ο υψηλός πληθωρισμός και το αυξημένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αν και η κυβέρνηση Καραμανλή είχε υποσχεθεί το 2004 ότι θα «περιόριζε» το κράτος, αντιθέτως αυξάνεται ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και τα ελλείμματα των κρατικών επιχειρήσεων.
Πάντως, επισημαίνεται πως τότε, ορισμένοι Έλληνες πολιτικοί ζητούσαν χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας, ως μία λύση στην οικονομική κρίση. Όμως, σύμφωνα με το γερμανικό δημοσίευμα, κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος, καθώς θα επέτρεπε τις αχαλίνωτες δαπάνες σε προβληματικές χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, η Ιταλία ή η Πορτογαλία. Σε μία τέτοια περίπτωση η Ελλάδα θα αποτελούσε ένα πραγματικά σοβαρό πρόβλημα στον ΟΝΕ.
Σημειώνεται ακόμα ότι στις 11 Δεκεμβρίου 2009, μετά τις γνωστές δηλώσεις των Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου για «τιτανικό», για «χρεοκοπία», για «κατάρρευση», για «δημοσιονομικό εκτροχιασμό» ακούσθηκε και ένας άλλος αρνητικός χαρακτηρισμός για τη χώρα μας, «παρίας»!
«Η Ελλάδα έχει γίνει ο παρίας της ευρωζώνης για τους επενδυτές, καθώς όλοι οι βασικοί στατιστικοί οικονομικοί δείκτες δείχνουν μια οικονομία που βρίσκεται κοντά στην κατάρρευση», σχολίαζε στη συνέχεια το δημοσίευμα των ΦαϊνάνσιαλΤάιμς.
Σε όλο αυτόν τον κυκλώνα προστέθηκε τότε και η ετήσια έκθεση προόδου της «Στρατηγικής της Λισσαβώνας» της Κομισιόν , με σκληρές πάλι συστάσεις και προτάσεις για το έλλειμμα και τις μεταρρυθμίσεις. Και η έκθεση αυτή χαρακτηρίσθηκε ως «κόλαφος», ως «καταπέλτης», αλλά το ίδιο σχεδόν περιεχόμενο, τις ίδιες συστάσεις και την ίδια σκληρότητα είχαν και όλες οι προηγούμενες μετά το 1981, έτος ένταξης της χώρας μας στην (τότε) ΕΟΚ!
Κι έτσι, φτάσαμε στα αλλεπάλληλα Μνημόνια χωρίς τα παθήματα να γίνονται ποτέ μαθήματα για τον ευκολόπιστο και πάντα προδομένο ελληνικό λαό.
*Πρωην αρχισυντακτης του Οικονομικου Ταχυδρομου,σημαντικος αναλυτης τραπεζικων θεματων,συγγραφεας