Σημαντικές αλλαγές στον κλάδο των καυσίμων με νέο νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της παραβατικότητας και του λαθρεμπορίου σχεδιάζει η κυβέρνηση, την ώρα που η αγορά πετρελαιοειδών επουλώνει με δυσκολία τις βαθιές πληγές της κρίσης και το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα προδιαγράφει σημαντικές αλλαγές, απαιτώντας ταυτόχρονα μεγάλες επενδύσεις ώστε οι εταιρείες να εκσυγχρονιστούν και να αναπτυχθούν σε νέες αγορές.
Πέρυσι η αγορά κινήθηκε οριακά θετικά στο +2,4%, καθώς η πτώση συγκρατήθηκε από το πετρέλαιο θέρμανσης που εμφάνισε αύξηση 11,6%, αναγέρει το newmoney.
Από το β’ εξάμηνο του 2019 παρατηρήθηκε μεταστροφή του κλίματος, η οποία ενισχύθηκε κυρίως από τη θετική αλλαγή στο επενδυτικό περιβάλλον, κάτι που αποτυπώνεται πλέον και στις πωλήσεις του ντίζελ (+20% τον Ιανουάριο). Ωστόσο, προς μεγάλη έκπληξη των επιχειρήσεων του κλάδου, η ενεργειακή φτώχεια συνεχίζει να απλώνει βαριά τη σκιά της στα ελληνικά νοικοκυριά. Ετσι, ενώ διανύσαμε ένα ψυχρό δίμηνο Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, οι πωλήσεις του ντίζελ θέρμανσης μειώθηκαν κατά 6% τον Δεκέμβριο, ενώ ο Ιανουάριος τρέχει με ιστορικά χαμηλό ρεκόρ, καθώς ο τζίρος είναι μειωμένος κατά 23%.
Οπως αναφέρει, η αγορά πληρώνει το τίμημα της αυξημένης φορολόγησης και του ειδικού φόρου κατανάλωσης που επηρεάζει δυσμενώς τις τιμές, αλλά και την αποτυχημένη πολιτική επιδοτήσεων για το πετρέλαιο θέρμανσης.
«Η Πολιτεία πρέπει να αποφασίσει να χορηγήσει το επίδομα θέρμανσης χωρίς κριτήρια το 2020. Διαφορετικά, η αγορά θα συνεχίσει να είναι πτωτική, αφού ο κόσμος δεν έχει χρήματα να το πληρώσει».
Ωστόσο, η πτώση της αγοράς καυσίμων είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Ο κλάδος συνεχίζει να μαστίζεται από την παραβατικότητα στα καύσιμα, αφού δέκα χρόνια μετά την ψήφιση του πρώτου πακέτου μέτρων δεν έχουν εκδοθεί μια σειρά αποφάσεων, όπως η υπουργική απόφαση που αφορά τα συστήματα εισροών – εκροών που είναι εγκατεστημένα στα διυλιστήρια και τις φορολογικές αποθήκες.
Για το σύστημα που συνεχίζει να υπολειτουργεί επενδύθηκαν συνολικά 200 εκατ. ευρώ και ο κίνδυνος είναι να χαθούν στη μαύρη τρύπα της αδράνειας. Η αδυναμία της Πολιτείας να ελέγξει το λαθρεμπόριο και τα μεγάλα προβλήματα που παρατηρούνται στο λογισμικό και τον εξοπλισμό του συστήματος που έχει εγκαταστήσει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) επαναφέρουν στο τραπέζι, από τις επιχειρήσεις του κλάδου, την πρόταση για συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα.
Οπως εξηγεί ο κ. Αληγιζάκης με την ιδιότητα του προέδρου του ΣΕΕΠΕ στο «business stories», έχουν εντατικοποιηθεί οι επαφές με τα συναρμόδια υπουργεία και την ΑΑΔΕ για την εξεύρεση λύσης: «Υπάρχουν κρίσιμες πληροφορίες που δεν μπορούν να διασταυρωθούν και να επεξεργαστούν».
Ομως το αλάρμ μπορεί να οφείλεται είτε σε τεχνική αστοχία, είτε σε παράνομη εισαγωγή καυσίμου στη δεξαμενή του πρατηρίου. Επίσης αν το σύστημα σε ένα πρατήριο διακοπεί και δεν μεταδίδει στοιχεία, μπορεί να επανα-λειτουργήσει αυθαίρετα από τους εγκαταστάτες χωρίς τεκμηρίωση της αιτίας της διακοπής. Κατεβάζει δηλαδή ο πρατηριούχος το σύστημα, στο μεσοδιάστημα βάζει ό,τι καύσιμο θέλει, και στη συνέχεια το επαναλειτουργεί χωρίς να ελέγχει κανείς την αιτία της διακοπής.
«Σήμερα έχουμε τρία υπουργεία και την ΑΑΔΕ που ασχολούνται με την αγορά καυσίμων, δεν υπάρχει όμως ένας συντονιστής μεταξύ τους, ένας project manager (π.χ. η ΑΑΔΕ) που θα αναλάβει να συντονίζει και να έχει την τελική ευθύνη για τη λειτουργία της αγοράς, κάτι που δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες», επισημαίνει ο κ. Αληγιζάκης. Παράλληλα, έχει προκηρυχθεί νέος διαγωνισμός ύψους 1,5 εκατ. ευρώ για την ανάπτυξη νέου λογισμικού, ενώ το υπουργείο Οικονομικών έχει ξεκινήσει τις διαδικασίες για την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου. Ωστόσο, οι εταιρείες καυσίμων υποστηρίζουν ότι η αλλαγή software ή ένας νέος νόμος θα πάρει χρόνο που η αγορά δεν έχει άλλα περιθώρια να χάσει. Κρίνεται επομένως σκόπιμο και έχει προταθεί στην κυβέρνηση να αναλάβει μια ανεξάρτητη εταιρεία να προσδιορίσει (σε πρώτη φάση) την κατάσταση του υφιστάμενου συστήματος και να προτείνει παρεμβάσεις, όπου χρειάζονται, για να θεραπευτούν οι αδυναμίες.
Ο ΣΕΕΠΕ έχει διαμηνύσει στην Πολιτεία ότι τις αλλαγές αυτές είναι αποφασισμένος να χρηματοδοτήσει ο ιδιωτικός τομέας ώστε να λειτουργήσει αποτελεσματικά το σύστημα εισροών – εκροών έως το τέλος του 2020, αφού η αιμορραγία εσόδων από την παραβατικότητα ζημιώνει πολλαπλώς τον κλάδο.
Βόμβα τα μέτρα ενεργειακής εξοικονόμησης
Ο πονοκέφαλος όμως για τις εταιρείες δεν σταματά στην παραβατικότητα και την ποιότητα των καυσίμων. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και οι υψηλοί στόχοι ενεργειακής εξοικονόμησης δημιουργούν ισχυρές αναταράξεις και στην αγορά καυσίμων από τα λεγόμενα «καθεστώτα επιβολής».
Οι εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών καλούνται υπό την απειλή δυσθεώρητων προστίμων να συμβάλουν -σε αυξημένο μάλιστα βαθμό- στην εξοικονόμηση ενέργειας στη χώρα με βάση τους ευρωπαϊκούς στόχους, χωρίς ωστόσο να έχουν στην πραγματικότητα αυτή την υποχρέωση, αφού οι ίδιες, όπως αναφέρουν, δεν έρχονται απευθείας σε επαφή με τον καταναλωτή μια και μεσολαβεί το πρατήριο ή ο μεταπωλητής. Με το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), τα καθεστώτα επιβολής συμμετέχουν από 10% στο 20% στον τομέα της ενεργειακής εξοικονόμησης και, όπως αναφέρει ο ΣΕΕΠΕ, αν ισχύσει η λογική του προηγούμενου σχεδίου θα κληθούν να καλύψουν το 61% του στόχου που πρέπει να υλοποιηθεί (890 ΚΤΟΕ). Αυτό μεταφράζεται σε υπερβολικό κόστος για τις εταιρείες ανάλογα με τον βαθμό συμμόρφωσης.
Για παράδειγμα, για μια εταιρεία με μερίδιο αγοράς 10% αν υλοποιηθεί μόνο το 35% της υποχρέωσης θα χρειαστεί να επενδύσει 3,5 εκατ. ευρώ, ενώ τα πρόστιμα που θα πληρώσει για τη μη υλοποίηση του 65% υπολογίζονται σε 13,5 εκατ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι μια μεσαία εταιρεία κινδυνεύει με πρόστιμα ύψους τουλάχιστον 17 εκατ. ευρώ.
Ο ΣΕΕΠΕ υποστηρίζει ότι από τις 28 χώρες-μέλη 13 δεν έχουν καθεστώτα επιβολής, 10 από τις 15 χώρες δεν εμπλέκουν τις εταιρείες πετρελαιοειδών και από τις 5 που τις εμπλέκουν (Ελλάδα, Γαλλία, Αυστρία, Σλοβενία, Ιρλανδία), η χώρα μας έχει το μεγαλύτερο ποσοστό συνεισφοράς σε ό,τι αφορά τις εταιρείες πετρελαιοειδών (6,1% του συνολικού στόχου), όταν, σύμφωνα με τον κλάδο, ο τομέας των καυσίμων έχει ήδη χάσει το 50% λόγω κρίσης.