Ένα από τα μεγάλα προβλήματα στις παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες δεν είναι η περίφημη ταξική πάλη, αλλά η οργή που προκαλείται από την ευκολία και την ταχύτητα που κάποιοι αποκτούν πλούτο.
Ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα του καπιταλισμού στην περίπου δύο και πλέον αιώνων πορεία του είναι ότι, χάρη στην προσαρμοστικότητά του, αναίρεσε τις περί ταξικών συγκρούσεων θεωρίες και, μέσα από την κατανομή της συσσώρευσης κεφαλαίου, δημιούργησε τις περίφημες και γνωστές μεσαίες τάξεις στον αναπτυγμένο κόσμο, οι οποίες αποτελούν και το κοινωνικό του υπόβαθρο.
Του Νιμάλυα Κουμάρ*
Σήμερα, όμως, με αφορμή την οξύτατη κρίση που ξέσπασε το 2007 στις ΗΠΑ και μεταδόθηκε με μεγάλη ταχύτητα λόγω της παγκοσμιοποίησης, το υπόβαθρο αυτό δέχεται ισχυρούς κλυδωνισμούς που δεν μπορούν να μάς αφήνουν αδιάφορους.
Κύρια αιτία των κλυδωνισμών αυτών δεν είναι, κατά την γνώμη μου, τόσο οι ανισότητες που υπάρχουν στις κοινωνίες μας και που είναι συναφείς με την οργάνωση της ζωής των ανθρώπων, όσο η ταχύτητα και η ευκολία με τις οποίες κάποιοι μπορούν και πλουτίζουν αξιοποιώντας αυτή την νέα διάσταση της ελεύθερης οικονομίας, που είναι η εντυπωσιακή και ραγδαία ανάπτυξη του χρηματοοικονομικού τομέα και των διαφόρων παραμέτρων του.
Ιδιαίτερα δε στην Δύση, όπου τα είκοσι τελευταία χρόνια, μέσα από αλλεπάλληλες χρηματοπιστωτικές και χρηματιστηριακές φούσκες, κάποιοι υπερπλούτισαν, με αποτέλεσμα οι σχετικά ακίνδυνες εισοδηματικές διαφορές που υπήρχαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, να είναι σήμερα προκλητικά κραυγαλέες.
Για παράδειγμα, ενώ το 1979 ένας μέσος τραπεζικός υπάλληλος στην Αμερική ή στην Αγγλία κέρδιζε δέκα φορές λιγότερα από τον διευθύνοντα σύμβουλο, σήμερα η διαφορά έχει μεγαλώσει το λιγότερο έξι φορές και σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνά τον αριθμό 20. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι αρκετός κόσμος να αντιπαθεί αυτούς τους νεόπλουτους, για τους οποίους πιστεύει ότι δεν αξίζουν να είναι πλούσιοι –συναίσθημα πολύ σοβαρό ως προς τις κοινωνικές του επιπτώσεις.
Από την άλλη πλευρά, όπως προκύπτει από δημοσκοπήσεις, οι «κοινοί θνητοί» δεν δείχνουν να ενοχλούνται εάν αθλητές ή καλλιτέχνες δημιουργούν περιουσίες εκατομμυρίων. Ακόμα, φαίνεται να σέβονται τους γνήσιους επιχειρηματίες που έχουν δημιουργήσει επιχειρήσεις οι οποίες, προφανώς, είναι χρήσιμες. Δεν έχουν όμως την ίδια άποψη για τους τραπεζίτες, τους μάνατζερς των hedge funds και άλλα στελέχη του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Η κοινωνία μπορεί να επωφελείται στο σύνολό της από την αποδοτική κατανομή του κεφαλαίου ή από την αυξημένη ρευστότητα που παρέχουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά η κοινή γνώμη δεν μπορεί εύκολα να αντιληφθεί τα εν λόγω οφέλη.
Δημοσκόπηση της Populus, για παράδειγμα, κατέδειξε πως το 64% των Βρεταννών πιστεύει ότι τα στελέχη των τραπεζών που βρίσκονται υπό μερική κυβερνητική ιδιοκτησία δεν θα έπρεπε να λάβουν μπόνους, ενώ το ίδιο ποσοστό θεωρεί πως τα υψηλόβαθμα στελέχη των τραπεζών που ευθύνονται για τις λανθασμένες επιλογές πρέπει να επιστρέψουν μπόνους προηγούμενων περιόδων. Ένα δε αξιοσημείωτο 82% των πολιτών πιστεύει πως οι μισθοί των υψηλόβαθμων στελεχών των τραπεζών θα πρέπει να περιοριστούν.
Από την στιγμή που οι κυβερνήσεις σπεύδουν να διασώσουν και άλλους κλάδους της οικονομίας, είναι εύλογο η κοινή γνώμη να έχει αντίστοιχη συμπεριφορά απέναντι και στα στελέχη των υπό κατάρρευση επιχειρήσεων.
Η θεωρητική υπόθεση ότι οι υψηλές αποδοχές είναι αναγκαίες για την δημιουργία κινήτρων, αυτήν την περίοδο εκλαμβάνεται από τους περισσότερους πολίτες ως υποκριτική και προκλητική. Ωστόσο, αυτό που είναι ξεκάθαρο για τους πολίτες είναι πως οι τραπεζίτες και οι επιχειρηματίες αποκτούν πλούτο στις καλές περιόδους και αναζητούν την βοήθεια των φορολογουμένων στις κακές. Και δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι αυτή η κοινωνικοποίηση των ζημιών είναι πάρα πολύ ενοχλητική όταν δεν έχει υπάρξει ανάλογο φαινόμενο τότε που ο χρηματοοικονομικός κλάδος πραγματοποιούσε κέρδη.
Έτσι, στον σημερινό αναπτυγμένο κόσμο οι αντιδράσεις κατά του πλούτου δεν έχουν τόσο ταξικό χαρακτήρα, όσο αποτελούν μορφή διαμαρτυρίας απέναντι σε καταστάσεις που προκαλούν το κοινό αίσθημα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η λαϊκή αυτή οργή κάθε άλλο παρά απαλλαγμένη από κινδύνους είναι. Διότι, σε πολιτικό επίπεδο, ευνοεί τις ακραίες καταστάσεις και άρα δημιουργεί πολιτικές ανισορροπίες που πιθανόν να ξεφύγουν από τον έλεγχο των πολιτικών ελίτ.
Είναι λοιπόν επείγον και ζωτικό για την υγεία των δημοκρατιών να συγκρατηθεί το μένος κατά των πλουσίων. Διότι, είτε το θέλουμε είτε όχι, στο μέτρο που η Δύση δεν αναπτύσσεται όπως τις δεκαετίες τού 1960 και τού 1970, είναι εύκολο να ξεχαστεί τί έγινε χθες. Την ίδια στιγμή, όμως, παραβλέπεται και η αξιοσημείωτη ανάπτυξη σε πολλές αναδυόμενες αγορές, ο χαμηλός πληθωρισμός και η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη κατά τα δεκαπέντε προηγούμενα χρόνια.
Το ζητούμενο, συνεπώς, είναι να αλλάξει το κανονιστικό πλαίσιο ώστε να περιορίζει τον κίνδυνο δημιουργίας υψηλού χρέους και, συνάμα, να επιτρέπει την δημιουργία και χρηματοδότηση επιχειρηματιών, ιδιαίτερα σε τομείς που προσφέρονται για την δημιουργία υψηλών αξιών. Η παγκόσμια οικονομία έχει ανάγκη από τονωτικές ενέσεις ρευστότητας και αυτές μπορούν να προκύψουν αν οι πλούσιοι αποφασίσουν, προς όφελός τους, να γίνουν λίγο φτωχότεροι…
* Καθηγητής μάρκετινγκ και διευθυντής του κέντρου Aditya Risla India της London School of Economics