Ο περιορισμός του αμερικανικού ενδιαφέροντος για την Ευρώπη συνεπάγεται περισσότερες αμυντικές δαπάνες για τους Ευρωπαίους, οι οποίοι θα πρέπει να αποφασίσουν πώς βλέπουν την διαδικασία ενοποίησής τους...
Του Ντομινίκ Σουρντέλ
Επίτιμος καθηγητής στο πανεπιστήμιο Παρίσι-Σορβόννη
Τα αστειάκια τελειώνουν για τη Ευρώπη. Με ή χωρίς τον Ντόναλντ Τραμπ, η Αμερική δεν θα μπορούσε να αντέξει νέες πληρωμές για την άμυνα των Ευρωπαίων. Αυτό έλεγαν απόρρητες εκθέσεις της εποχής Ομπάμα και αυτό θα συμβεί την περίοδο της προεδρίας Τραμπ.
Και τίθεται το ερώτημα: Στην νέα περίοδο που θα ξεκινήσει το 2017, ποιες θα είναι οι σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με το ΝΑΤΟ και τί θα συμβεί με την περίφημη Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Άμυνας, που κατά καιρούς φέρνουν στο προσκήνιο οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες;
Όπως μάς πληροφόρησε το γνωστό Ινστιτούτο Carnegie-Europe, το θέμα ήλθε στο προσκήνιο πριν ακόμα εκλεγεί ο Ντ. Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, λίγες ημέρες πριν την 8η Νοεμβρίου, ημέρα των αμερικανικών εκλογών, υψηλόβαθμοί κοινοτικοί αξιωματούχοι επισκέφθηκαν τα κεντρικά γραφεία του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες.
Με επικεφαλής την Nathalie Tocci, η οποία είναι η κορυφαία σύμβουλος ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής στην Federica Mogherini, την Ύπατη Εκπρόσωπο της ΕΕ, η αντιπροσωπεία αφιέρωσε δύο ώρες για να ενημερώσει τους πρεσβευτές της Συμμαχίας στην διάρκεια της τακτικής συνεδρίασης του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου.
Η Tocci εξήγησε λεπτομερώς τις επιπτώσεις της παγκόσμιας στρατηγικής της ΕΕ, όπως αυτές περιγράφονται σε έγγραφο που καθορίζει τις φιλοδοξίες εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας και άμυνας της Ευρώπης. Η ΕΕ, δήλωσε, δεν δημιουργήθηκε για να θεσπίσει στρατό. Σε αντίθεση με αυτό που ζητά ο πρόεδρος της Κομισιόν, Jean-Claude Juncker, η ΕΕ δεν έχει καμμία πρόθεση να αντιγράψει την Συμμαχία.
Αυτό θα ήταν σπατάλη πόρων. Ούτε είναι σε ανταγωνισμό με το ΝΑΤΟ –έναν αγώνα που θα ήταν απίθανο να κερδίσει. Αντιθέτως, η Tocci ήθελε να εξηγήσει ότι το ΝΑΤΟ και η ΕΕ θα μπορούσαν και θα έπρεπε να συνεργαστούν από κοινού, κάτι στο οποίο συμφώνησαν οι δύο οργανισμοί στην διάρκεια της Συνόδου του ΝΑΤΟ στην Βαρσοβία τον Ιούλιο 2016.
Εξήγησε, επίσης, πώς και γιατί η ΕΕ έπρεπε να είναι πιο στρατηγική σε θέματα ασφάλειας και άμυνας –κάτι που έχει κόστος, βέβαια. Και η ανάληψη του κόστους αυτού ήδη αποτελεί πρόβλημα, δεδομένου ότι είναι άγνωστο ποια τελικώς θα είναι και η τύχη του Brexit.
Ας μην ξεχνάμε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένας από τους αμυντικούς βραχίονες της ΕΕ και θα πρέπει να δει κανείς ποια θέση θα κρατήσει στο επίπεδο της άμυνας, αν τελικώς αποχωρήσει από την ΕΕ –αποχώρηση που, στον αμυντικό τομέα, θα κοστίσει περί τα 600 δισεκατομμύρια ευρώ στους Βρεταννούς, οι οποίοι, πάντα καλά ενημερωμένοι(!) ψήφισαν την έξοδό τους από την Ένωση για λόγους οικονομίας!
Υπό τις σημερινές ρευστές συνθήκες, λοιπόν, η ανάγκη να αναλάβει η ΕΕ πιο σκληρό ρόλο στις πολιτικές ασφάλειας και εξωτερικών υποθέσεων έχει πάρει την μορφή του επείγοντος μετά από την εκλογή Τραμπ.
Αυτό δεν οφείλεται μόνον στο ότι ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει κάποιους από τους Ευρωπαίους συμμάχους της Αμερικής «free riders», ούτε επειδή έχει δηλώσει ότι η Συμμαχία θα μπορούσε να είναι «άνευ αντικειμένου».
Οφείλεται και στο ότι έχει αμφισβητήσει την αξία της διατλαντικής σχέσης. Αυτό είναι που φοβίζει τους Ανατολικούς, όπως και τους Δυτικοευρωπαίους συμμάχους.
Για πρώτη φορά από το 1949, όταν ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ, οι Ευρωπαίοι δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια να παίρνουν ως δεδομένο τον πυλώνα της διατλαντικής ασφάλειας.
Όχι η προσφυγική κρίση, όχι η κρίση της ευρωζώνης, όχι η άνοδος των λαϊκιστικών κινημάτων ανά την Ευρώπη, όχι το Brexit –αυτό είναι που τελικώς ταρακουνά τ6ους Ευρωπαίους για να βγουν από την «ζώνη άνεσής» τους, που τόσο είχαν συνηθίσει. Για να το πούμε πιο απλά, οι Ευρωπαίοι βλέπουν ότι ίσως χρειαστεί να βάλουν το χέρι βαθειά στην τσέπη τους για την ασφάλειά τους, σε μία εποχή που μπορεί να είναι αυτή των υψηλών αναταράξεων.
Έως τις ημέρες μας, υποτίθεται επειδή οι ΗΠΑ θα παρείχαν πάντα μιαν ασφάλεια και θα ήταν ο θεματοφύλακας της συλλογικής τους άμυνας, οι Ευρωπαίοι δεν έκαναν τον κόπο να αμφισβητήσουν αυτόν τον διακανονισμό.
Ούτε τον προστάτευσαν, δαπανώντας περισσότερα και πιο σοφά τις στρατιωτικές τους δυνατότητες με τρόπους που θα είχαν διαβεβαιώσει τις ΗΠΑ ότι δεν είναι «free riding». Ούτε πήραν την δική τους ασφάλεια και άμυνα στα σοβαρά. Τώρα, αυτές οι στιγμές τελειώνουν.
Οι απαντήσεις ορισμένων Ευρωπαίων ηγετών στις (ασαφείς) απόψεις του Τραμπ για την διατλαντική σχέση εμπεριέχουν τόσο τις φαντασιώσεις όσο και τις δυνατότητες τού πώς η Ευρώπη μπορεί να αναδιοργανώσει την αμυντική πολιτική και πολιτική άμυνάς της. Η ιδέα ότι η ΕΕ μπορεί να έχει δικό της στρατό, κάτι που είναι η αγαπημένη ατάκα του Juncker, απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει –τουλάχιστον όχι στις επόμενες δεκαετίες. Δεν υπάρχει ούτε επαρκής πολιτική βούληση, ούτε διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι.
Ο Christopher Heusgen, σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας της Γερμανίδας καγκελαρίου Α. Μέρκελ, διασκέδασε την ιδέα ενός ευρωπαϊκού στρατού. «Ένας ευρωπαϊκός στρατός είναι απλώς ένα σύνθημα», δήλωσε στην διάρκεια συνεδρίου που διοργανώθηκε στις 14 Νοεμβρίου από την γερμανική ομοσπονδιακή ακαδημία για την πολιτική ασφάλειας. «Ένας ευρωπαϊκός στρατός δεν θα υποστηριζόταν από το γερμανικό κοινοβούλιο. Δεν θα ήταν δυνατόν», είπε.
Πρόσθεσε δε ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αναπτύξει την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας πολύ περισσότερο, αλλά δεν θα πρέπει να συμπίπτει με το ΝΑΤΟ. «Το ΝΑΤΟ είναι ο κύριος πυλώνας. Το ΝΑΤΟ είναι ο πυλώνας της γερμανικής πολιτικής», ανέφερε.
Άλλες χώρες, ιδιαίτερα οι χώρες της Βαλτικής, υποστηρίζουν τις απόψεις της Γερμανίας διότι δεν πιστεύουν ότι οι άλλοι Ευρωπαίοι μπορούν να εγγυηθούν την προστασία τους μέσω μίας συλλογικής αμυντικής ρήτρας, αν και στο μέλλον αυτό δεν πρέπει να αποκλείεται. Όπως έχουν τα πράγματα, η Συνθήκη της Λισσαβώνας του 2009 έχει μία αναφορά στην αμοιβαία βοήθεια και αλληλεγγύη. Η ρήτρα υποστηρίζει ότι «εάν μία χώρα της ΕΕ είναι θύμα ένοπλης επίθεσης στο έδαφός της, οι άλλες χώρες της ΕΕ έχουν την υποχρέωση να την βοηθήσουν και να την συνδράμουν με όλα τα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους».
Η εφαρμογή αυτής της ρήτρας απαιτεί μία ολόκληρη σειρά δυνατοτήτων –στρατιωτικές, εφοδιαστικές και πληροφοριών, για να αναφέρουμε απλώς κάποιες– τις οποίες η ΕΕ στο σύνολό της δεν έχει. Μπορεί να τις αποκτήσει; Η απάντηση είναι ναι –αλλά με ποιο κόστος και με ποια χρηματοδότησή του;
Σαφώς λοιπόν, η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ μπορεί, στην περίπτωση της αμυντικής Ευρώπης, να φέρει τα πάνω κάτω. Αυτό το γνωρίζουν οι σοβαροί Ευρωπαίοι ηγέτες. Με τους λαϊκιστές, όμως, τί γίνεται; Καταλαβαίνουν τί τούς γίνεται;
Η ομάδα της Mogherini παρουσίασε με λεπτομέρεια τί χρειαζόταν ώστε η ΕΕ να διεξάγει στρατιωτικές αποστολές και στρατιωτικές επιχειρήσεις (ναι, στρατιωτικές επιχειρήσεις). Αυτές οι εργασίες θα χρειαστούν χρόνο, χρήματα και πολιτική βούληση για να εφαρμοστούν. Χωρίς αμφιβολία, λαϊκιστές ηγέτες που πιστεύουν ότι οι δικές τους χώρες μπορούν να προχωρήσουν μόνες τους, θα αποφύγουν –αν δεν αντιταχθούν– μία ισχυρότερη πολιτική άμυνας και ασφάλειας για την Ευρώπη, διότι θα αντιστοιχούσε σε κάποια μορφή ενοποίησης.
Αλλά, για πρώτη φορά, μεταξύ των περισσότερων κυβερνήσεων της ΕΕ υπάρχει τώρα μία συνειδητοποίηση ότι η «ζώνη άνεσης» της Ευρώπης έχει έλθει στο τέλος της και δεν πρόκειται να επιστρέψει.