«Κατανοεί την παραδοσιακή συνήθεια μερίδας των Μ.Μ.Ε. να ανακαλύπτουν, με την παρέλευση ορισμένου κυβερνητικού χρόνου, σε εξέλιξη διαδικασίες ανασχηματισμού και, πιθανόν, πρόωρων Εκλογών, ευχαριστεί για τις αναλύσεις, αλλά … δεν θα πάρει».
Του Χρήστου Υφαντή
Με τη διατύπωση αυτή πρόσωπα, που είναι σε θέση να γνωρίζουν τις πρωθυπουργικές προτεραιότητες σχετικά με την επόμενη μέρα στο κυβερνητικό στρατόπεδο, ακυρώνουν κάθε σκέψη για Εκλογές και, ταυτόχρονα, να οριοθετούν σε εντελώς διαφορετικό τις βασικές πολιτικές στοχεύσεις ενός (πιθανού) ανασχηματισμού.
Με τον πρωθυπουργό να εμφανίζεται πολύ ικανοποιημένος από τη βασική κυβερνητική επιλογή του να συγκροτήσει και να λειτουργήσει ένα πρόπλασμα «επιτελικού κράτους» στο Μαξίμου και να αναλάβει προσωπικά ο ίδιος, με μια ομάδα στενών συνεργατών του, τον έλεγχο του κυβερνητικού οχήματος εν μέσω αλλεπάλληλων κρίσεων, ένας ανασχηματισμός θα είχε νόημα αν ενίσχυε… το ίδιο σχήμα.
Αν, δηλαδή, στην κατανομή της κυβερνητικής εξουσίας μεταξύ του κλασσικού παραδοσιακού υπουργού, η τοποθέτηση του οποίου εξυπηρετεί κομματικές ισορροπίες και εσωτερικές διευθετήσεις και του σύγχρονου υφυπουργού ή του γενικού γραμματέα, που επιλέγεται αποκλειστικά από τον πρωθυπουργό, υπακούει μόνο σε αυτόν και στην ουσία, έχει τον πλήρη έλεγχο του τομέα ευθύνης του υπουργείου η πλάστιγγα θα συνεχίσει να γέρνει υπέρ του δεύτερου.
Δεν αποτελεί, άλλωστε, είδηση για τους διατριβούντες περί τις κυβερνητικές ισορροπίες ότι ο κ. Μητσοτάκης ένα, περίπου, χρόνο πριν « έδωσε τους υπουργούς στο κόμμα και στους διάφορους βαρώνους» και κράτησε για τον εαυτό του «την κυβέρνηση».
Επιλογή συνειδητή που κάλυψε σε μεγάλο βαθμό τις εσωκομματικές αναγκαιότητες κι έδωσε διέξοδο σε προσωπικές φιλοδοξίες, αλλά μέχρι εκεί.
Την πραγματική διοίκηση της χώρας την διατήρησε στην ευθύνη του πρωθυπουργού, αυτή άλλωστε ήταν η βασική διοικητική επιλογή του.
Όταν η Κυβέρνηση ξεκίνησε να ολοκληρώνεται και να λαμβάνει το τελικό της σχήμα το Μέγαρο Μαξίμου (δηλαδή η αγία τριάδα Γεραπετρίτη, Δημητριάδη, Σκέρτσου) ανέλαβε την επιλογή των υφυπουργών και των γενικών γραμματέων οδηγώντας έτσι την Κυβέρνηση σε μια κεντρικά διαχεόμενη πολιτική για όλα τα θέματα, την οποία οι «ταλιμπάν του Κυριάκου» εφαρμόζουν στο ακέραιο.
Η επιλογή κρίθηκε ότι δικαιώθηκε πλήρως τόσο στην υπόθεση της πανδημίας όσο και στην κρίση του Έβρου.
Δεν είναι τυχαίο, πως στις συνθήκες της πανδημίας και στις αλλεπάλληλες δημοσιοποιημένες τηλεδιασκέψεις του πρωθυπουργού ή στις καθημερινές του ενημερώσεις, «δεν βλέπεις υπουργό ούτε με το κιάλι».
Για το Μαξίμου, λοιπόν, ένας ανασχηματισμός θα έχει νόημα αν ενισχύσει ακόμη περισσότερο το πεδίο εξουσίας του επιτελικού κράτους, αν δηλαδή μεταφέρει και επιπλέον εξουσία στο κεντρικό κυβερνητικό επιτελείο, ώστε όλα τα μεγάλα θέματα της χώρας να αντιμετωπίζονται γρήγορα και χωρίς τις αλυσίδες των εσωκομματικών ισορροπιών.
Μια τέτοια εξέλιξη θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο το τεχνοκρατικό προφίλ του στενού πρωθυπουργικού πυρήνα, θα διευκόλυνε σημαντικά την ταχύτητα των αποφάσεων και θα περιόριζε σε μεγάλο βαθμό διαβρωτικούς συγχρωτισμούς μελών της κυβέρνησης με διαφόρων προελεύσεων συμφέροντα, μικρά ή μεγαλύτερα.
Όταν, λοιπόν, ο Μητσοτάκης αφήνει να πλανάται η αίσθηση ενός ανασχηματισμού δεν βλέπει τίποτε άλλο παρά το ίδιο σχήμα περαιτέρω ενισχυμένο και αποκαθαρμένο από τις παραδοσιακές αγκυλώσεις του κόμματος και των τιμαριούχων που το συγκροτούν ακόμη και το συγκρατούν σε χρόνο πρωθύστερο από αυτόν που έχει ανάγκη.
Αυτός ο ανασχηματισμός έχει νόημα για την ομάδα εξουσίας του Μαξίμου και σε έναν ανάλογο προσανατολίζονται οι κάθε λογής τεχνοκράτες που πλαισιώνουν τον σκληρό πυρήνα του πρωθυπουργικού γραφείου.
Τι σημαίνει η επιλογή αυτή; Πολύ δύσκολα υφυπουργός που επιλέχθηκε από την πρωθυπουργική ομάδα θα έχει πρόβλημα. Με τους υπουργούς ψάξτε τι θα γίνει…