Ριζικές τομές στους αμέσως επόμενους μήνες σχεδιάζει η κυβέρνηση στο ασφαλιστικό, οι οποίες πρωτίστως θα έχουν στόχο τις αυξημένες -έως και 30%, σε σύγκριση με αυτές που δίνει σήμερα ο νόμος Κατρούγκαλου- επικουρικές συντάξεις.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε ότι στο θέμα αναφέρθηκε πρόσφατα και ο Νότης Μηταράκης κάνοντας λόγο για νέα επικουρική σύνταξη με κεφαλαιοποιητικό χαρακτήρα,που όμως είχε δεχθεί σφοδρές επικρίσεις από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Οι υποστηρικτές του συνδυασμού κεφαλαιοποιητικών και αναδιανεμητικών συστημάτωνυποστηρίζουν ότι με αυτό τον τρόπο θα μειωθούν οι εισφορές και θα ενισχυθεί η συνολική λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος.
Υποστηρίζουν μάλιστα ότι ένα μέρος της ασφάλισης πρέπει να είναι ευθύνη και επιλογή του ασφαλισμένου, ώστε να μην επιφορτίζεται όλο το βάρος το κράτος.
Οι πολέμιοι του κεφαλαιοποιητικού συστήματος υποστηρίζουν ότι ανοίγει το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ η επένδυση των αποθεματικών (και των «ατομικών λογαριασμών») στις κεφαλαιαγορές ενέχει τον κίνδυνο σε περίπτωση νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης όπως αυτή του 2008-2009 να υπάρξουν τεράστιες απώλειες και αναφέρουν τα σχετικά παραδείγματα χωρών που μετά το 2008 επέστρεψαν ουσιαστικά σε αναδιανεμητικά συστήματα.
Επιπλέον υποστηρίζουν ότι το κόστος μετάβασης θα είναι πολύ μεγάλο και ότι τελικά θα υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη μείωση ή και συρρίκνωση των συντάξεων.
Αναφερόμενος στο θέμα, ο κ. Μηταράκης επανέλαβε ότι σήμερα υπάρχει μια κρατική αναδιανεμητική σύνταξη του ΕΦΚΑ και μια επικουρική.
Στην αλλαγή που σχεδιάζεται και θα αφόρα τους νέους εργαζόμενους, αυτή η επικουρική σύνταξη εξετάζεται να γίνει κεφαλαιοποιητική.
Οπως τόνισε ο κ. Μηταράκης, «από 1ης Ιανουαρίου 2021 θα δημιουργηθούν ατομικοί λογαριασμοί. Τα λεφτά εργαζομένου – εργοδότη θα μένουν σε λογαριασμό στο όνομα του εργαζομένου, ο λογαριασμός θα αβγατίζει κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου, και στο τέλος η σύνταξη που θα πάρει θα εξαρτάται από το ύψος του ατομικού λογαριασμού αυτού, χωρίς να επηρεάζεται από πιθανές μελλοντικές δημοσιονομικές κρίσεις και τον δημογραφικό κίνδυνο».
Κατέληξε, μάλιστα, λέγοντας πως το σύστημα των ατομικών λογαριασμών δεν στηρίζεται σε διανεμητική λογική ότι οι νέοι πληρώνουν τους παλιότερους, και γι’ αυτό μπορεί να έχει καλύτερη απόδοση για τους ασφαλισμένους.
Παράλληλα, ο υπουργός Εργασίας καθησύχασε ότι δεν τίθεται κανένα θέμα μη χορήγησης συντάξεων για την επόμενη γενιά, καθώς το ασφαλιστικό σύστημα είναι ισχυρό, ενώ εξήγησε πως η κυβέρνηση θέλει ένα σύστημα στα πρότυπα των προηγμένων δυτικών δημοκρατιών.
Σύμφωνα πληροφορίες του «Ελεύθερου Τύπου», το νέο μοντέλο για τις επικουρικές μπορεί να δίνει μεγαλύτερες συντάξεις, ακριβώς επειδή δεν είναι αναδιανεμητικό.
Ο κάθε εργαζόμενος θα διατηρήσει τις εισφορές κύριας ασφάλισης, αλλά οι εισφορές για την επικουρική, οι οποίες θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα, δεν θα πέφτουν πια στο καζάνι του κοινού αναδιανεμητικού κεφαλαίου, αλλά σε έναν ατομικό λογαριασμό του ασφαλισμένου.
Ο ατομικός αυτός του ασφαλισμένου δεν είναι απαραίτητο να τηρείται από το δημόσιο ενιαίο επικουρικό ταμείο (ΕΤΕΑΕΠ). Θα μπορεί κατ’ επιλογήν να τηρείται είτε από κάποια ασφαλιστική εταιρία θυγατρική κάποιας τράπεζας είτε από κάποιο επαγγελματικό ταμείο, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το ποσό που θα συγκεντρώνεται από τις εισφορές θα επενδύεται με περιθώριο κινδύνου που θα επιλέγει ο ίδιος ασφαλισμένος.
Για παράδειγμα, θα μπορεί να επιλέξει εγγύηση κεφαλαίου και απόδοση που μπορούν τα δώσουν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ή ακόμη και μια μακροχρόνια τραπεζική κατάθεση.
Ακόμη και με αυτό το -σχεδόν μηδενικό- ρίσκο, ο ασφαλισμένος ο οποίος θα στέλνει σε σταθερή βάση τις εισφορές του για τα 35-40 έτη της εργασιακού του βίου θα έχει να επωφεληθεί και από μια σωρευτική απόδοση των εισφορών του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κεφαλαιοποιητικός χαρακτήρας των επικουρικών συντάξεων είναι παρών και με την ψήφιση ακόμη του νόμου Κατρούγκαλου, για αιτήσεις που γίνονται από 1ης/1/2015. Τούτο με δεδομένο ότι ο υπολογισμός των επικουρικών συντάξεων γίνεται έχοντας λάβει υπ’ όψιν του τα χρόνια εργασίας, την ηλικία και την απόδοση του κεφαλαίου των εισφορών, όχι όμως αυτών του εργαζόμενου, αλλά αυτών που συνιστούν τα αποθεματικά του ενιαίου επικουρικού ταμείου (ΕΤΕΑΕΠ).
Ποια θα είναι η διαφορά φαίνεται από ένα παράδειγμα: Ενας εργαζόμενος με 35 χρόνια καριέρας και ασφάλισης, ηλικία 60 ετών και μηνιαίες αποδοχές 1.500 ευρώ θα πάρει, από τον νόμο Κατρούγκαλου (ο οποίος προσφέρει πρακτικά μηδενική απόδοση κεφαλαίου) επικουρική σύνταξη 248,28 ευρώ.
Με την αξιοποίηση των εισφορών του με το νέο σύστημα και -χαμηλή- απόδοση τραπεζικών καταθέσεων, ο ίδιος ασφαλισμένος θα πάρει με τις ίδιες εισφορές, τα ίδια χρόνια και τα ίδια έτη εργασίας επικουρική σύνταξη 258,28 ευρώ, δηλαδή 10 ευρώ περισσότερα το μήνα ή 120 ευρώ το χρόνο.
Για να μην υπάρξουν αναταράξεις από το σημερινό αναδιανεμητικό σύστημα, ο σχεδιασμός θέλει τις νέες επικουρικές συντάξεις να ισχύουν μόνο για τους εργαζόμενους που θα μπουν στην αγορά εργασίας μετά την ψήφιση και εφαρμογή του σχετικού νόμου που προβλέπεται από το 2020. Ετσι, θα υπάρξει ένα διάστημα για τη μετάβαση από το παλιό στο νέο καθεστώς.
Με το νέο σύστημα κάθε ασφαλισμένος θα μπορεί από τον πρώτο μήνα να παρακολουθεί την απόδοση των εισφορών του και εξετάζεται να έχει τη δυνατότητα ρευστοποίησης και καταβολής σύνταξης μετά την πρώτη 15ετία. Τούτο με δεδομένο ότι τα χρήματα του λογαριασμού του δεν θα επηρεάζουν το γενικότερο αναδιανεμητικό σύστημα, αλλά μόνο τον ίδιο τον ασφαλισμένο.
Οσο περισσότερο θα μένει όμως με τις εισφορές του στο σύστημα τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το ποσό της επικουρικής που θα περιμένει να πάρει.
Για παράδειγμα, εργαζόμενος με μισθό 1.500 ευρώ και 40 έτη εισφορών, στο νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης που θα επιλέξει να σπάσει τον κουμπαρά του στην ηλικία των 65 ετών θα πάρει 522 ευρώ επικουρική σύνταξη εφ’ όρου ζωής, ενώ με το σημερινό καθεστώς, στην ίδια ηλικία με τα ίδια χρόνια ασφάλισης και με τον ίδιο μισθό θα έπαιρνε 343 ευρώ επικουρική σύνταξη.
Η δεύτερη σημαντική παρέμβαση, που θα έρθει και αυτή από το 2020, είναι και η σταδιακή μείωση των εισφορών για κύρια σύνταξη, από το 20% που είναι σήμερα, στο 15%.
Αναφερόμενος χθες στο θέμα, ο υφυπουργός Εργασίας κ. Μηταράκης σημείωσε: «Στόχος μας είναι η εισφορά να πάει από το 20% στο 15% σε βάθος τετραετίας… Περιμένουμε και τις αποφάσεις του ΣτΕ για το νόμο Κατρούγκαλου ώστε να μην υπάρχει δημοσιονομικό πρόβλημα», διευκρίνισε, θυμίζοντας ότι οι παρεμβάσεις του νόμου Κατρούγκαλου βρίσκονται εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια υπό την αίρεση του ΣτΕ και άρα είναι θεωρητικά ανοιχτό το ενδεχόμενο ο νόμος να κριθεί εκ των υστέρων αντισυνταγματικός, αλλάζοντας συνολικά το σκηνικό για την απονομή συντάξεων.