Δεν έχει άλλη επιλογή από το να ξεπεράσει τις συμβατικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού, δήλωσε σήμερα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ, δύο ημέρες μετά την απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων του τράπεζας είναι δυνητικά αντισυνταγματικό.
Μιλώντας σε ένα διαδικτυακό πάνελ μαζί με την επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Κρισταλίνα Γεωργίεβα, η Λαγκάρντ είπε ότι οι τρέχουσες συνθήκες είναι «εξαιρετικές».
«Πρέπει να λάβουμε όλα τα πιθανά μέτρα και πολιτικές για να ξεπεράσουμε το σοκ», δήλωσε η Λαγκάρντ στο διαδικτυακό σεμινάριο που διοργάνωσε το Bloomberg. «Έχουμε την πιο πρωτόγνωρη οικονομική κρίση στην εποχή της ειρήνης».
Σε ερώτηση για την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου, η Λαγκάρντ αρνήθηκε να δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση, αλλά είπε ότι η ΕΚΤ είναι «απτόητη» στην αποστολή της να αναζωογονήσει τον πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ, και κατ’ επέκταση την οικονομία, σύμφωνα με την εντολή της. «Είμαστε ένα ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο με αρμοδιότητα στη ζώνη του ευρώ », είπε, προσθέτοντας, ότι η ΕΚΤ είναι υπόλογη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και παραμένει υπό τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Της απάντησης της Λαγκάρντ είχε προηγηθεί τοποθέτηση του αντιπροέδρου της ΕΚΤ, Λούις ντε Γκίντος, που μιλώντας σε τηλεδιάσκεψη της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είπε ότι «Είμαστε υπόλογοι (σ.σ. η ΕΚΤ), πρέπει να απαντάμε σε εσάς, στο κοινοβούλιο της ΕΕ, είστε οι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού λαού» και πρόσθεσε ότι η ΕΚΤ είναι «πιο αποφασισμένη από ποτέ για να στηρίξει την οικονομία της ευρωζώνης».
Οι δηλώσεις των Λαγκάρντ και ντε Γκίντος υποδηλώνουν και την γραμμή που αναμένεται να ακολουθήσει η ΕΚΤ στο θέμα που εγείρει η δικαστική απόφαση για την θεσμική της ανεξαρτησία. Όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς η ΕΚΤ από την ίδρυσή της έχει θεσμοθετημένη την ανεξαρτησία της έναντι των εθνικών αρχών. Είναι φανερό ότι για αυτό το λόγο τόσο ο ντε Γκίντος όσο και η Λαγκάρντ επανέλαβαν ότι η ΕΚΤ είναι υπόλογη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Χωρίς απόφαση για την απασφάλιση της νομικής χειροβομβίδας
Ωστόσο το βασικό ερώτημα που προκύπτει μετά την νομική χειροβομβίδα του συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας είναι ποιος θα την απασφαλίσει.
Ενώ το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας δεν έχει αποφασίσει ένα σχέδιο για να απαντήσει στην απόφαση της Τρίτης, τα μέλη του σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται το Bloomberg, διαφωνούν για το ποιος θα έχει το προβάδισμα.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές κάποιοι αντιμετωπίζουν το ζήτημα ως εσωτερικό θέμα που θα πρέπει να επιλυθεί μεταξύ της Bundesbank (της γερμανική Κεντρικής Τράπεζας) και της γερμανικής κυβέρνησης.
Η δικαστική απόφαση έχει προκαλέσει φόβους ότι θα μπορούσε να υπονομεύσει τις προσπάθειες της ΕΚΤ να στηρίξει την οικονομία της ζώνης του ευρώ. Ενώ οι δικαστές δήλωσαν ότι η απόφασή τους δεν επηρεάζει το πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης της κεντρικής τράπεζας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αμφισβητεί σαφώς το πόσο μακριά μπορούν να πάνε τα προγράμματα αγοράς ομολόγων.
Η αρχική απάντηση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ μετά από τηλεδιάσκεψη ήταν ότι «λαμβάνει υπόψη» την απόφαση ενώ υπογραμμίζει την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2018 υπέρ της ΕΚΤ.
Ωστόσο, μια γενικευμένη ανησυχία μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ είναι ότι η δικαστική απόφαση έχει «σπρώξει» την ΕΚΤ σε αχαρτογράφητο έδαφος. Κάποιοι έφτασαν να αναρωτηθούν μήπως το πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης για πανδημία αποτελέσει τον επόμενο στόχο της δικαστικής διαμάχης.
Η τηλεδιάσκεψη της Τρίτης έληξε χωρίς οι συμμετέχοντες να έχουν μια πρακτική αίσθηση για το πώς η ΕΚΤ πρέπει να ανταποκριθεί στο αίτημα του δικαστηρίου να αιτιολογήσει την πολιτική της εντός τριών μηνών.
Η παρουσίαση του Βάϊντμαν επικεντρώθηκε κυρίως στην εξήγηση της απόφασης και όχι στην εξεύρεση λύσεων. Η απόφαση για το ποιος πρέπει να απαντήσει θεωρήθηκε υπερβολικά αμφιλεγόμενη για να ληφθεί σε αυτό το σημείο, ανέφεραν οι πηγές του Bloomberg.
Σε ένα σημείο ωστόσο στο οποίο συμφώνησαν ήταν ότι η ΕΚΤ έχει καταβάλει επαρκείς προσπάθειες για να εξηγήσει τις πολιτικές της από τότε που ξεκίνησε το εν λόγω πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης το 2015.