Αν και έχει πάνω από 11 χρόνια στην πλάτη του, ένα εντυπωσιακό βιβλίο του καθηγητή κ. Χαρίδημου Τσούκα είναι και σήμερα εξόχως επίκαιρο.
Ταλαντούχος καθηγητής, ο οποίος διδάσκει στο Alba και στην Κύπρο, με ευρύ πεδίο γνώσεων, ο κ. Χαρίδημος Τσούκας ξεκαθαρίζει από την αρχή, στο βιβλίο του «Αν ο Αριστοτέλης ήταν Διευθύνων Σύμβουλος» (εκδ. Καστανιώτη), ότι το ενδεχόμενο αυτό είναι φανταστικό.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Διότι, τονίζει, στην εποχή του Αριστοτέλη όχι μόνον δεν υπήρχαν διευθύνοντες σύμβουλοι και επιχειρήσεις με την μορφή που γνωρίζουμε τους τελευταίους τρεις αιώνες, αλλά και επειδή ο Αριστοτέλης θα αποστρεφόταν βαθειά την ιδέα να διοικεί μία καπιταλιστική επιχείρηση.
Ωστόσο, ο καθηγητής Χ. Τσούκας τεκμηριώνει την «μη παραξενιά» αυτού του «πειράματος σκέψης» που κάνει, μέσα από τις απόψεις και την σκέψη που άφησε παγκόσμια κληρονομιά ο Σταγειρίτης φιλόσοφος.
Υποστηρίζει, έτσι, ότι «η μεγάλη συνεισφορά του Αριστοτέλη έγκειται στην ανάδειξη της φρόνησης και της αρετής ως ιδιότητες άκρως απαραίτητες για τους πρακτικούς ανθρώπους –ιδιαιτέρως δε τους ηγέτες των επιχειρήσεων και των οργανισμών».
Μέσα από δώδεκα δοκίμια και άρθρα του διακεκριμένου διανοητή συγγραφέα διερευνώνται οι προϋποθέσεις της σύνθετης σκέψης. Δηλαδή, το πώς οι ηγέτες και τα στελέχη επιχειρήσεων θα αναπτύξουν την σύνθετη σκέψη προκειμένου να αντιμετωπίσουν την πολυπλοκότητα και την αβεβαιότητα του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, ο καθηγητής Χ. Τσούκας δίνει έμφαση, μεταξύ άλλων, στην ανθρώπινη δημιουργικότητα και στην ανθρωπολογική συνθήκη του χάους, από το οποίο αναβλύζει το δημιουργείν.
Στην βάση αυτής της λογικής, ο συγγραφέας διατυπώνει μία πρωτο-θεωρία, η οποία, όπως γράφει, έχει ως εξής: Η θεμελιώδης πρόκληση σε ένα οργανωμένο κοινωνικό σύστημα –από μία επιχείρηση μέχρι μία ποδοσφαιρική ομάδα– είναι πώς θα διασφαλιστεί η αυθόρμητη συνεργασία των μελών του σε συνθήκες εξουσιαστικών σχέσεων μεταξύ τους. Αυτό ήταν ανέκαθεν σημαντικό, αν και ο αιτιοκρατικά προσανατολισμένος παραδοσιακός τρόπος σκέψης στην διοίκηση –το νευτώνειο κοσμοείδωλο– το παρέβλεπε, υπογραμμίζοντας κυρίως τις σχέσεις εξουσίας σε μιαν οργάνωση.
Η αυθόρμητη συνεργασία –η έλλογη αυτενέργεια– είναι εξόχως σημαντική στην σημερινή παγκοσμιοποιημένη ψηφιακή οικονομία (κυβερνο-οικονομία), δεδομένου ότι μειώνει το κόστος του συντονισμού και αυξάνει την ευελιξία και την αποκρισιμότητα του συστήματος σε εξωτερικά ερεθίσματα. Επιπλέον, η αυτενέργεια διαφυλάσσει την αξιοπρέπεια των ατόμων και αναδεικνύει την εν δυνάμει δημιουργική δράση τους, όρος απαραίτητος για την αυτοκατανόηση του ανθρώπου ως τέτοιου.
Ένα κοινωνικό σύστημα που έχει ως κεντρικό άξονα της οργάνωσής του την ενθάρρυνση της αυθόρμητης συνεργασίας των μελών του, είναι πιο σύνθετο (πολύπλοκο) από ένα σύστημα που απλώς βασίζεται στην γραφειοκρατική οργάνωση, άρα είναι κατ’ αρχήν σε καλύτερη θέση να ανταποκριθεί στην δυναμική πολυπλοκότητα του σημερινή επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Η πολυπλοκοποίηση της οργάνωσης μιας επιχείρησης είναι μία διαρκής διαδικασία, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με την αυτενεργό ανθρώπινη δράση, την συνεχή αναστοχαστικότητα, τις θεσμοποιημένες διαδικασίες μάθησης, επικοινωνίας και συνδυασμού της προσωπικής γνώσης των ατόμων, καθώς και την αναγνώριση των θεμελιωδών παραδόξων που διαπερνούν την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Όσο πιο ιδιόμορφα πολύπλοκη είναι η οργάνωση μιας επιχείρησης, τόσο δυσκολότερο είναι να αντιγραφεί από τους ανταγωνιστές της.
Η αυθόρμητη συνεργασία πραγματοποιείται όταν τα άτομα δεν ελαύνονται από τις εγωκεντρικές επιδιώξεις τους, αλλά από την επιδίωξη του κοινού καλού, για την επίτευξη του οποίου τα άτομα πρέπει να ενεργούν «φρονίμως».
Η φρόνηση ασκείται καλά όταν, μαζί με το «καθ΄ όλον» –τους καθολικούς σκοπούς– λαμβάνει υπ’ όψιν και το «καθ΄ έκαστον», και αυτό απαιτεί όχι μόνον «εθισμό» στις ηθικές αξίες της κοινότητας και διανοητική οξύνοια, αλλά και συναισθηματική πληρότητα και αυτογνωσία.
Η αίσθηση του κοινού καλού –το sensus communis του Βίκο– αναπτύσσεται όσο δυναμώνει το αίσθημα της κοινότητας μεταξύ των ατόμων και καλλιεργείται η συναντίληψή τους.
Αυτό επιτυγχάνεται όταν οι ίδιοι οι ηγέτες καθίστανται τα πρότυπα της φρόνιμης συμπεριφοράς, όταν συμπεριφέρονται με γνώμονα το κοινό καλό, αυτοπεριορίζονται, πασχίζουν να κερδίζουν την εκτίμηση των υφισταμένων τους, λειτουργούν παιδαγωγικά και υπάγουν την συμπεριφορά τους σε καθολικώς αποδεκτούς θεσμοποιημένους κανόνες. Για να ηγηθείς αποτελεσματικά, πρέπει να μάθεις να υπηρετείς.
Ο ηγέτης είναι αυτός που ex officio επιβάλλει τον τυπικό συντονισμό των ατόμων για την επιδίωξη του κοινού καλού στο εγχείρημα που έχουν αναλάβει. Πρόκειται για έναν εξουσιαστικά επιβεβλημένο συντονισμό, ο οποίος, ωστόσο, αποφέρει τα μέγιστα οφέλη μόνον αν υπερβεί τον εξουσιαστικό του χαρακτήρα και καταστεί αυτο-υποκινούμενος. Για να συμβεί αυτό, ο συντονισμός πρέπει να ριζώσει σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας, το οποίο απαιτεί χρόνο, κόπο και εξουσιαστικό αυτοπεριορισμό για να δημιουργηθεί.
Η εμπιστοσύνη και η συνεργατική κουλτούρα αναπτύσσονται όσο περισσότερο η επιχείρηση μειώνει τον εργαλειακό της χαρακτήρα (ο οποίος στοχεύει στην επίτευξη σκοπών στενά οικονομικών-τεχνικών), αναπτύσσει διακριτή ταυτότητα και καθίσταται θεσμός –μία ηθική κοινοπολιτεία συνεργαζόμενων ατόμων.
Το κοινό καλό της επιχειρηματικής οργάνωσης δεν μπορεί να νοηθεί ξέχωρα από το κοινό καλό της ευρύτερης κοινωνίας. Η επιχείρηση υπάρχει στο μέτρο που ικανοποιεί κοινωνικές ανάγκες και η συμπεριφορά της κρίνεται με γνώμονα τα κριτήρια τελειότητας τα οποία ορίζουν την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Αν τα αμιγώς οικονομικά κριτήρια κυριαρχούν έναντι των κοινωνικών, η επιχείρηση συμπεριφέρεται ως ιδιώτης (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου) και όχι ως πολίτης, αργά δε ή γρήγορα θα επισύρει την κοινωνική κατακραυγή.
Όπως τα μέλη της επιχείρησης μεριμνούν για το κοινό καλό της επιχείρησής τους, έτσι και η επιχείρηση –στο μέτρο που δραστηριοποιείται στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινωνίας, από την οποία αντλεί την νομιμοποίησή της και, κυριολεκτικώς, την άδεια να υπάρχει– μεριμνά για το κοινό καλό της κοινωνίας. Οι ατομικές μονάδες, είτε πρόκειται για άτομα είτε για επιχειρήσεις, ορίζονται από το ευρύτερο πλαίσιο της κοινότητας στην οποία λειτουργούν.
Αυτά αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο καθηγητής Χαρ. Τσούκας στο βιβλίο του, αναλύει δε με εντυπωσιακό τρόπο και την ηθική του Αριστοτέλη.
Έτσι, αναφέρει ότι, για τον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο και τους αρχαίους Έλληνες, αρετή είναι η αναζήτηση της τελειότητας σε μία δραστηριότητα. Υπογραμμίζει, επίσης, ότι υπάρχουν δύο ειδών αρετές –οι διανοητικές και οι ηθικές.
Οι πρώτες μάς βοηθούν να γνωρίσουμε την αλήθεια, ενώ οι δεύτερες μάς βοηθούν να δρούμε σωστά σε πρακτικές περιστάσεις. Η σημαντικότερη από τις διανοητικές αρετές είναι η «φρόνησις», διότι, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες (π.χ. επιστήμη, σοφία), η φρόνηση ασχολείται με τα «ενδεχόμενα», δηλαδή με πράγματα τα οποία υπόκεινται σε μεταβολή, και αφορά το πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε σε συγκεκριμένες περιστάσεις.
Η φρόνηση είναι η διανοητική αρετή χωρίς την οποία καμμία ηθική αρετή δεν μπορεί να ασκηθεί. Η φρόνηση είναι η πρακτική γνώση του ενάρετου ανθρώπου –άρα και της ενάρετης επιχείρησης.