Καθώς οι διεθνείς διαπραγματεύσεις έχουν «βαλτώσει», πολλές κυβερνήσεις επιλέγουν να εφαρμόσουν μονομερώς φόρους ψηφιακών υπηρεσιών (DSTs). Οι ΗΠΑ -που είναι η έδρα της πλειονότητας των τεχνολογικών κολοσσών που θα υπόκεινται σε τέτοιους φόρους, μεταξύ των οποίων η Amazon, η Apple και η Google- χρησιμοποιούν την απειλή δασμών, τόσο για να περιορίσουν την παγκόσμια επέκταση των DSTs όσο και για να σπρώξουν τις διεθνείς διαπραγματεύσεις προς τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις που στηρίζουν οι ίδιες.
Όμως, καθώς τόσες πολλές χώρες πάνε ενάντια στο αποτέλεσμα που προτιμά η Ουάσινγκτον (κάτι που οι επικριτές λένε πως θα επιτρέψει στις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες να δηλώσουν ότι δεν θα πληρώσουν τις διεθνείς φορολογικές τους υποχρεώσεις), ο κίνδυνος οι διαπραγματεύσεις να μην καταλήξουν σε συμφωνία φέτος είναι υψηλός, όπως και ο κίνδυνος οι ΗΠΑ να επιβάλουν δασμούς στον αυξανόμενο αριθμό των εμπορικών εταίρων τους που θα εφαρμόζουν DSTs.
Η Ουάσινγκτον εναντίον του κόσμου
Στις 2 Ιουνίου, η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πως ξεκινά έρευνα κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εννέα χωρών που έχουν εφαρμόσει ή σκοπεύουν να εφαρμόσουν DSTs, για να καθοριστεί εάν στοχεύουν άδικα αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες.
Στις χώρες που βρίσκονται στο στόχαστρο συμπεριλαμβάνονται η Αυστρία, η Βραζιλία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ινδία, η Ινδονησία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι έρευνες θα διενεργηθούν στο πλαίσιο της Ενότητας 301 της Εμπορικής Πράξης του 1974, που δίνει στον Λευκό Οίκο τη δυνατότητα να επιβάλλει σημαντικούς δασμούς σε εισαγόμενα προϊόντα (οι δασμοί που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ στον εμπορικό της πόλεμο με την Κίνα επίσης βασίζονται στην Ενότητα 301).
Οι έρευνες των ΗΠΑ είναι ανοικτές και μπορεί να χρειαστούν μήνες για να ολοκληρωθούν, όμως είναι σχεδόν βέβαιο πως θα βρουν ότι κάθε εθνικός φόρος ψηφιακών υπηρεσιών μεταχειρίζεται άδικα τις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες.
Η ευρεία πλειονότητα των DSTs που εισάγονται, έχουν στόχο μόνο τις εταιρείες διαδικτυακών και ψηφιακών υπηρεσιών με μεγάλα παγκόσμια και εθνικά έσοδα. Ο νέος φόρος ψηφιακών υπηρεσιών της Γαλλίας, για παράδειγμα, ισχύει μόνο για εταιρείες που παράγουν παγκοσμίως έσοδα τουλάχιστον 750 εκατ. ευρώετησίως.
Η έρευνα που ξεκίνησε η Ουάσινγκτον το 2019 για τη γαλλική φορολόγηση ήδη έχει βρει πως θέτει άδικα στο στόχαστρο τις αμερικανικές εταιρείες, σημειώνοντας πως από τις 27 εταιρείες που θα υπόκεινται στον γαλλικό φόρο ψηφιακών υπηρεσιών, οι 17 είναι αμερικανικές και μόνο μία γαλλική. Πολλές άλλες χώρες που εισάγουν DSTs χρησιμοποιούν ορόσημα αντίστοιχα με αυτά της Γαλλίας, κάτι που σημαίνει πως και οι δικοί τους φόροι θα βάζουν δυσανάλογα στο στόχαστρο τις αμερικανικές εταιρείες και έτσι θα κινδυνεύσουν ομοίως από την οργή του Τραμπ.
Την τελευταία δεκαετία, ωστόσο, οι περισσότερες χώρες έχουν καταλάβει πως οι υφιστάμενες παγκόσμιες νόρμες αναφορικά με τους εταιρικούς φόρους είναι ανεπαρκείς για τη φορολόγηση της ψηφιακής οικονομίας και την κατανομή των κερδών μεταξύ διαφόρων δικαιοδοσιών.
Το σημερινό διεθνές φορολογικό σύστημα έχει τις ρίζες του σε πολιτικές που εδραιώθηκαν πολύ πριν την ύπαρξη μιας «ψηφιακής» οικονομίας. Επικεντρώνεται πολύ στη φυσική παρουσία μιας εταιρείας προκειμένου να κατανείμει τα περιθώρια κέρδους μεταξύ των διαφόρων δικαιοδοσιών για φορολογικούς σκοπούς.
Όμως, ενώ είναι αποτελεσματικό για τα φυσικά προϊόντα, η άποψη αυτή είναι παρωχημένη για τους υποστηρικτές των φόρων ψηφιακών υπηρεσιών, διότι πολλές ψηφιακές εταιρείες δημιουργούν «αξία» από τα δεδομένα που συγκεντρώνουν από τη βάση των online χρηστών τους. Έτσι, η ίδια η βάση των χρηστών παίζει ρόλο στην προσθήκη αξίας στην εταιρεία και ως εκ τούτου η δικαιοδοσία (ή οι δικαιοδοσίες) όπου βρίσκεται η βάση των χρηστών θα πρέπει να έχουν την ικανότητα να φορολογούν αυτή την αξία που προστίθεται από τους πολίτες τους.
Οι διαφορετικές απόψεις ως προς το πώς να φορολογηθούν οι τεχνολογικές εταιρείες έχουν δημιουργήσει έναν έντονο διχασμό μεταξύ των ΗΠΑ -όπου βρίσκεται η πλειονότητα των τεχνολογικών κολοσσών του κόσμου- και του υπόλοιπου κόσμου. Εν μέσω των κλιμακούμενων παγκόσμιων πολιτικών αντιδράσεων κατά των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών λόγω ζητημάτων όπως η ιδιωτικότητα, δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη που οι περισσότερες χώρες χωρίς δικές τους μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες έχουν στηρίξει την υιοθέτηση DSTs, καθώς αυξάνουν τη δική τους φορολογική βάση.
Ομοίως, δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη που οι ΗΠΑ κοιτάζουν πιο στενά το θέμα, σε μια προσπάθεια να προστατεύσουν και τις αμερικανικές εταιρείες από μονομερείς φόρους στο εξωτερικό, αλλά και το μέγεθος της φορολογικής βάσης της αμερικανικής κυβέρνησης, μέσω του περιορισμού των ξένων φορολογικών πιστώσεων.
Μετά την υπογραφή του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν του νόμου για τα DSTs στη Γαλλία το 2019, ο πρόεδρος Τραμπ έγραψε στο Twitter πως «Η Γαλλία μόλις επέβαλε ψηφιακό φόρο στις σπουδαίες αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες μας» και αν «αν είναι κάποιος να φορολογήσει αυτές τις εταιρείες, θα πρέπει να είναι η χώρα τους, οι ΗΠΑ».
Πολεμώντας τους φόρους με δασμούς
Οι ΗΠΑ ελπίζουν πως η απειλή επιβολής δασμών θα αναγκάσει τις χώρες να περιμένουν μέχρι τις διεθνείς διαπραγματεύσεις, προτού προχωρήσουν με τη μονομερή εφαρμογή DSTs. Η Γαλλία και άλλες χώρες έχουν υποστηρίξει πως οι εθνικοί τους DSTs είναι προσωρινοί και θα ανακληθούν μόλις υπάρξει διεθνής συμφωνία.
Αλλά οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις για να επιτευχθεί μια τέτοια συμφωνία σημαίνει πως αυτοί οι φόροι μπορεί να παραμείνουν σε ισχύ για αρκετά χρόνια -με αποτέλεσμα στο μεταξύ να φορολογούνται με υψηλότερους φόρους οι αμερικανικές εταιρείες αλλά και να υπάρχει ένα αναποτελεσματικό σύστημα, όπου οι αμερικανικές εταιρείες φορολογούνται πολλές φορές για τις ίδιες δραστηριότητες. Οι ΗΠΑ έχουν επίσης εκφράσει ανησυχία πως αυτοί οι εθνικοί ψηφιακοί φόροι μπορεί να γίνουν μόνιμοι, ασχέτως του αν θα υπάρξει τελικά διεθνής συμφωνία, αφού οι φόροι ψηφιακών υπηρεσιών σε πολλές χώρες δεν έχουν ρήτρες απόσυρσης που θα τους επέτρεπαν να λήξουν.
Ο διχασμός μεταξύ των ΗΠΑ και ουσιαστικά όλων των υπόλοιπων χωρών ως προς το πώς να φορολογηθεί η ψηφιακή οικονομία -και συγκεκριμένα, πώς να χειριστούν την κατανομή των κερδών- σημαίνει πως είναι εξαιρετικά απίθανο να καταλήξουν σε μια νέα παγκόσμια συναίνεση για το θέμα μέχρι το τέλος του έτους.
Των διαπραγματεύσεων ηγείται η G20 και το Γενικό Πλαίσιο του ΟΟΣΑ για τη Διάβρωση της Φορολογικής Βάσης και τη Μετατόπιση Κερδών [Inclusive Framework on Base Erosion and Profit Shifting (BEPS)] Στόχος του Γενικού Πλαισίου είναι να συνεδριάσει μια τελευταία φορά τον Οκτώβριο, προτού στείλει ένα προτεινόμενο πλαίσιο για να εγκριθεί στη φετινή Σύνοδο Κορυφής της G20 τον Νοέμβριο.
Οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις εστιάζουν σε δύο πυλώνες:
- Πυλώνας 1: μια ενιαία παγκόσμια προσέγγιση ως προς τον ορισμό της παγκόσμιας ανακατανομής των ψηφιακών κερδών και τους τύπους των δραστηριοτήτων που υπόκεινται σε τέτοιους φόρους.
- Πυλώνας 2: ένας παγκόσμιος ελάχιστος φόρος για τις ψηφιακές εταιρείες.
Για να προστατευθούν οι αμερικανικές εταιρείες από το να δουν τα έσοδά τους να μπαίνουν δυσανάλογα στο στόχαστρο, οι ΗΠΑ έχουν προτείνει οι πολυεθνικές εταιρείες να έχουν την επιλογή, σε παγκόσμια βάση, να υπόκεινται στον πυλώνα 1.
Αυτοί που αντιτίθενται στην προσέγγιση της Ουάσινγκτον, όμως, έχουν υποστηρίξει πως εάν τους δοθεί η επιλογή, τότε οι περισσότερες εταιρείες απλούστατα θα αποφύγουν τη φορολόγηση. Αλλά επ’ αυτού οι ΗΠΑ υποστηρίζουν πως οι εταιρείες θα επέλεγαν τον πυλώνα 1, διότι τους παρέχει φορολογική βεβαιότητα, σε αντίθεση με την αβεβαιότητα που έχει δημιουργήσει το τρέχον σύστημα.
Ενώ η έγκριση και των δύο πυλώνων είναι απίθανη, είναι απόλυτα πιθανό το Γενικό Πλαίσιο και η G20 να μπορέσουν να σημειώσουν κάποια περιορισμένη πρόοδο μέχρι το τέλος του έτους.
Ο Πυλώνας 2 είναι λιγότερο αμφιλεγόμενος για τις ΗΠΑ, καθώς μοιάζει με τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις για τις παγκόσμιες πολυεθνικές που εισήγαγαν οι ΗΠΑ το 2017 με τη φορολογική μεταρρύθμιση για τον περιορισμό της φοροαποφυγής στο εξωτερικό. Αλλά οι διεθνείς διαπραγματεύσεις μέχρι στιγμής έχουν επικεντρωθεί περισσότερο στον Πυλώνα 1 και οι προτάσεις του Πυλώνα 2 δεν είναι τόσο ολοκληρωμένες.
Για να διασφαλιστεί πως οι επιχειρήσεις μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τους DSTs χωρίς να ωθούν τις ΗΠΑ σε επιβολή δασμών, το Γενικό Πλαίσιο μπορεί να στηρίξει μια περιορισμένη πρόταση για τον Πυλώνα 1, που θα αφήνει άλυτες σε μεγάλο βαθμό τις λεπτομέρειες και θα παραπέμπει σε συνέχιση των διαπραγματεύσεων προκειμένου να υπάρξει κάτι το οποίο να μπορούν να υπογράψουν τα μέλη των G20 τον Νοέμβριο.
Αλλά οι χώρες πιθανότατα θα συνεχίσουν να προχωρούν μονομερώς τους φόρους ψηφιακών υπηρεσιών, ασχέτως του αν θα έχει σημειωθεί πρόοδος στον Πυλώνα 1 τους επόμενους έξι μήνες. Η Γαλλία, για παράδειγμα, έχει ήδη ανακοινώσει πως θα προχωρήσει με την εφαρμογή του DTS όπως έχει σχεδιάσει στο τέλος του 2020, εάν δεν υπάρξει διεθνής συμφωνία.
Η μάχη συνεχίζεται
Αν καθυστερήσει μια συμφωνία για τον Πυλώνα 1 και οι διαπραγματεύσεις συνεχιστούν και το 2021, και αν ο Τραμπ επανεκλεγεί τον Νοέμβριο, τότε οι ΗΠΑ πιθανότατα θα προχωρήσουν με τους επαπειλούμενους δασμούς.
Οι χώρες που συμφωνούν να καθυστερήσει η εφαρμογή των DSTs τους ή οι πληρωμές φόρων που πρέπει να κάνουν οι τεχνολογικές εταιρείες πέραν του 2021 μπορεί να γλιτώσουν από την οικονομική οργή της κυβέρνησης Τραμπ.
Όμως η προθυμία των χωρών να κάνουν έναν τέτοιον συμβιβασμό, προκειμένου να αποφύγουν τους αμερικανικούς δασμούς, πιθανότατα θα ποικίλλει.
Αν ο πρώην αντιπρόεδρος και υποψήφιος των Δημοκρατιών Τζο Μπάιντεν κερδίσει τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, αυτό θα μείωνε αμέσως την απειλή δασμών, αν και το αδιέξοδο στις διεθνείς διαπραγματεύσεις πιθανότατα θα συνεχιζόταν. Ο Τραμπ θα ήταν πολύ πιο πρόθυμος να επιβάλει δασμούς-αντίποινα για τους φόρους ψηφιακών υπηρεσιών απ’ ό,τι ο Μπάιντεν.
Δεδομένης της προεκλογικής του δέσμευσης να επαναφέρει το status των ΗΠΑ ως της χώρας που επιβλέπει τη διεθνή τάξη, ο Μπάιντεν είναι επίσης πιο ανοικτός στους συμβιβασμούς.
Στο τέλος, ωστόσο, μια κυβέρνηση Μπάιντεν και πάλι θα επεδίωκε να προστατεύσει τα αμερικανικά συμφέροντα στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για τους φόρους. Αλλά αντί να επιβάλει δασμούς, είναι πιθανότερο να αμφισβητήσει τους διεθνείς φόρος ψηφιακών υπηρεσιών που έχουν ήδη εφαρμοστεί μέσω του Π.Ο.Ε. και άλλων μηχανισμών αμφισβήτησης.
Πηγή: euro2day