Έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Γιαννίκος, ένας από τους τελευταίους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες εκδότες που ταύτισε το όνομά του με την έκδοση της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας και την επανέκδοση της θρυλικής εφημερίδας “Πράβντα” την οποία αγόρασε το 1991.
Η κηδεία του θα γίνει το Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017 και ώρα 13:00 από το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο ίδιος ανέπτυξε πολυσχιδείς επιχειρηματικές σχέσεις με την Σοβιετική Ένωση και τη Ρωσία, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η επανέκδοση της θρυλικής εφημερίδας “Πράβντα”, την οποία αγόρασε το 1991.
Ο Γιάννης Γιαννίκος γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1923. Ο πατέρας του ήταν μετανάστης από την Αμερική, που ήρθε στην Ελλάδα για να πολεμήσει στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και η μητέρα του ήταν μία γυναίκα εγγράμματη, κάτι σπάνιο για εκείνη την εποχή.
Μεγάλωσε έξω από τα στερεότυπα, που διέπνεαν τις ελληνικές επαρχιακές πόλεις στις αρχές του περασμένου αιώνα. Έζησε όλα τα δύσκολα προπολεμικά, κατοχικά και μεταπολεμικά χρόνια της Ελλάδας, πάντοτε όμως συμμετέχοντας ενεργά στα κοινά με αγνή αγωνιστική διάθεση.
Ήταν από τους πρώτους, που εντάχθηκαν στην Εθνική Αντίσταση και μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ πολέμησε τους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές. Επικεφαλής της ΟΠΛΑ Μεσσηνίας, μόλις 22 ετών, μπήκε με την ομάδα του στην πόλη της Καλαμάτας στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 και μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στις 23 Μαρτίου του 1945 συνελήφθη. Το 1947 δικάστηκε στο Ναύπλιο και καταδικάστηκε δέκα φορές σε θάνατο. Μεταφέρθηκε στο κελί 9, στην Ακτίνα Θ, στις φυλακές της Κέρκυρας ως θανατοποινίτης.
Το 1952, σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία, λόγω της μη εκτέλεσής του εντός πενταετίας, η θανατική του καταδίκη μετατράπηκε αυτόματα σε ισόβια κάθειρξη. Αποφυλακίστηκε το 1956, μετά από 12 χρόνια, από την κυβέρνηση του Κων/νου Καραμανλή, λόγω προβλημάτων υγείας- απόρροια των πολύμηνων απεργιών πείνας, διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες κράτησης για αυτόν και τους συγκρατούμενούς του.
Για τη δράση του στην κατοχή ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές, βραβεύτηκε από τον Βρετανό στρατιωτικό διοικητή ανατολικής Μεσογείου, Χάρολντ Αλεξάντερ, (για τη συμβολή του στην ασφαλή μετάβαση των βρετανικών στρατευμάτων από τη Μεσσηνία στην Κρήτη), καθώς και από την τότε σοβιετική κυβέρνηση.
Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, το 1956, δραστηριοποιήθηκε στο χώρο των εκδόσεων, εκδίδοντας τις περισσότερες από κάθε άλλον ΄Ελληνα εκδότη, εγκυκλοπαίδειες καθώς και πλήθος βιβλίων.
Το 1992, μετά από πρόταση της Ρωσικής Πρεσβείας στην Αθήνα, ανέλαβε τη συνέχιση της διδασκαλίας της ρωσικής γλώσσας στην Ελλάδα, ιδρύοντας το πρώτο στον κόσμο, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, κέντρο διδασκαλίας, εκμάθησης και πιστοποίησης της ρωσικής γλώσσας.
Το Ινστιτούτο Πούσκιν σήμερα είναι ένα από τα σημαντικότερα κέντρα ρωσικής γλώσσας εκτός Ρωσίας και το πρώτο εξεταστικό κέντρο πιστοποίησης της ρωσικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την ενθάρρυνση του τότε Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Καραμανλή, δημιούργησε το Ίδρυμα Ελληνορωσικής Συνεργασίας.
Χρηματοδότησε πλήθος πολιτιστικών εκδηλώσεων από την Επίδαυρο μέχρι το Μπολσόι, που συνέτειναν στην αλληλεπίδραση των δύο πολιτισμών.
Συντόνιζε για πολλές δεκαετίες πλήθος διακρατικών επαφών και σε κυβερνητικό επίπεδο ανάμεσα στις δύο χώρες, την Ελλάδα και τη Σοβιετική Ένωση και μετέπειτα τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Υπήρξε αντιπρόσωπος μεταξύ άλλων του πανεπιστημίου Λομονόσοφ, του πρακτορείου ειδήσεων ΡΙΑ Νόβοστι και του πανενωσιακού οργανισμού πνευματικών δικαιωμάτων της Σοβιετικής Ένωσης ΒΑΑΠ. Τη δεκαετία του ’90, με την εκδοτική παρουσία του στη Ρωσική Ομοσπονδία, επηρέασε θετικά όσο ελάχιστοι ξένοι, τις πολιτικές εξελίξεις της Ρωσίας και συνέβαλε στην ανοικοδόμηση της χώρας.