Κεφαλαιώδης προϋπόθεση για την ύπαρξη ανάπτυξης, που αυτή δημιουργεί πρωτογενή πλεονάσματα, είναι οι μεταρρυθμίσεις και η απαλλαγή της αγοράς από τις χρόνιες στρεβλώσεις της.
Του Νίκου Καραγεωργίου – Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων
Από πολλές πλευρές, υποστηρίζεται ότι ζούμε στην εποχή της «μετααλήθειας στην πολιτική» (posttruth politics). Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με ερμηνείες που δίδονται, ότι πρόκειται για την εποχή του ψεύδους και της συνειδητής εξαπάτησης μεγάλων τμημάτων των πληθυσμών. Κατά κανόνα δε, σε παρόμοιες εποχές, όπου η λογική του συρμού είναι σήμα κατατεθέν του δημοσίου διαλόγου, η πραγματικότητα παραμερίζεται, προς όφελος μιας εικονικής εκδοχής της.
Στο πλαίσιο αυτό, στην καθ’ ημάς οικονομική πραγματικότητα, πολύς λόγος γίνεται για το δημόσιο χρέος της χώρας και την αναδιάρθρωσή του, παράλληλα δε στο προσκήνιο βρίσκεται και το θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο ως ποσοστό του ΑΕΠ οι εταίροι δανειστές μας μας λένε ότι πρέπει να είναι στο 3,5%. Κατά κόρον δε διατυμπανίζεται ότι η απαίτηση αυτή υπονομεύει την ανάπτυξη, η οποία ως εκ τούτου απομακρύνεται, άρα γίνεται ευσεβής πόθος. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Πολύ φοβόμαστε πως όχι. Κατά την εκτίμησή μας το δίλημμα πρωτογενές πλεόνασμα ή ανάπτυξη είναι αβάσιμο, γιατί απορρέει από ξεπερασμένα ερμηνευτικά πρότυπα της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, τα οποία δεν ανταποκρίνονται σήμερα στις συνθήκες που κυριαρχούν στη χώρα. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομική μας πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που κάποιοι φαντάζονται. Ας σημειωθεί ότι τα πλεονάσματα είναι αυτά που φέρνουν ανάπτυξη και όχι αντιστρόφως.
Από την άποψη αυτή, οι αναφορές από κάποιους οικονομολόγους στην Κευνσιανή θεωρία είναι παραπλανητικές και χρησιμοποιούνται ως άλλοθι. Κατά τον διάσημο Βρεττανό οικονομολόγο (John Meinard Keyns) σε μια οικονομία πρώτα πρέπει να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, και μετά έρχονται τα υψηλά φορολογικά έσοδα μέσω των οποίων εξασφαλίζονται πρωτογενή πλεονάσματα.
Είναι δε γνωστό στο επίπεδο αυτό ότι στην Ελλάδα των μέσων της δεκαετίας του 1990 υπήρξε μια περίοδος υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία ήταν προϊόν υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, που οφειλόταν όμως σε υπερβολικά επίπεδα κατανάλωσης και όχι στην ανταγωνιστική παραγωγή με παράλληλη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Στις χαλεπές μέρες μας λοιπόν, το κύριο και πολύ καυτό θέμα δεν είναι άλλο από αυτό της ενίσχυσης της ανάπτυξης για να υπάρξουν πρωτογενή πλεονάσματα που με τη σειρά τους θα ενισχύουν την παραγωγική διαδικασία.
Τόνωση της ανάπτυξης όμως, σε μια οικονομία που κατά 55% είναι κρατικοποιημένη και αντιπαραγωγική, είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, το οποίο απαιτεί ριζικά μέτρα απελευθέρωσης. Για να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία απαιτούνται επενδυτικά κίνητρα σοκ, εξαγωγές με κάθε κόστος, επιχειρηματικές διευκολύνσεις, καθαρές χρήσεις γης, γρήγορη δικαιοσύνη, υψηλής ποιότητας τεχνική εκπαίδευση και καλλιέργεια πνεύματος δημιουργίας.
Απαιτούνται δηλαδή μέτρα και θεσμικές αλλαγές που πλήττουν το πελατειακό σύστημα, εξουδετερώνουν τη γραφειοκρατία και άρα αποδυναμώνουν τις όποιες σχέσεις διαπλοκής. Κατά συνέπεια, στην παρούσα φάση του οικονομικού αδιεξόδου, το πολιτικό σύστημα πρέπει να κάνει σοβαρές παραχωρήσεις στην κοινωνία των πολιτών, είναι όμως αβέβαιο εάν θέλει και μπορεί να συμπεριφερθεί με αυτό τον τρόπο.
Αυτός είναι και ο λόγος που το πολιτικό σύστημα κρύβεται πίσω από το χρέος, το οποίο ναι μεν αποτελεί πρόβλημα, πλην όμως δεν είναι πρώτο στην κατάταξη των μεγάλων προβλημάτων. Έχουμε κατ’ επανάληψη τονίσει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος σε ποσοστό άνω του 80% είναι κυβερνητικό, χαμηλότοκο, και με λίαν ευνοϊκό δείκτη ετήσιας εξυπηρέτησης.
Υπό αυτές τις συνθήκες το δημόσιο χρέος δεν είναι τόσο σοβαρό πρόβλημα όσο το αντίστοιχο ιδιωτικό χρέος, για το οποίο καμιά ευρεία συζήτηση δεν γίνεται στη χώρα μας. Αυτό το ιδιωτικό χρέος ωστόσο, είναι η πραγματική ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας και ανά πάσα στιγμή μπορεί να τινάξει στον αέρα τόσο τα σαθρά όσο και τα υγιή θεμέλια του παραγωγικού μας ιστού.
Από ποσοτικής πλευράς πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το ιδιωτικό χρέος, που ήδη έχει ξεπεράσει τα 200 δις ευρώ, θα συνεχίσει να αυξάνεται, γιατί θα προστίθενται σε αυτό νέα χρέη ιδιωτών προς το δημόσιο και τις τράπεζες λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και των άμεσων συνεπειών της στην ενεργό ζήτηση και άρα στην κατανάλωση. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για έναν αδιέξοδο φαύλο κύκλο, που θα εντείνει την ύφεση και την αποεπένδυση και ως εκ τούτου θα υπονομεύει κάθε αναπτυξιακή προοπτική.
Αυτό είναι σήμερα το πολύ σοβαρό πρόβλημα της χώρας και όχι μια δήθεν ρύθμιση χρέους, η οποία στην ουσία δεν θα προσφέρει απολύτως τίποτα στην ανάγκη της Ελλάδας να ξεφύγει από τη γενικευμένη δυσπραγία.
Η χώρα χρειάζεται σοβαρότατες αντιγραφειοκρατικές και άλλες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να μπορέσει να εισέλθει στο δρόμο ης αυτοδύναμης ανάπτυξης χωρίς δανεικά. Όσο αυτό δεν γίνεται, τη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής θα βαραίνουν αβεβαιότητες που θα εμποδίζουν την ανάπτυξη για πολύ καιρό.
Και όσο αυτή η κατάσταση θα διαιωνίζεται, η καταβύθιση του σκάφους Ελλάς θα είναι οδυνηρή και οι απώλειες για τις γενιές του μέλλοντος δυσαναπλήρωτες. Είναι καιρός λοιπόν να μιλήσουμε σοβαρά για μια ριζική απελευθέρωση της αγοράς προσαρμοσμένη στις νέες γαιο-οικονομικές συνθήκες και ικανή να εξασφαλίσει το μέλλον της χώρας σε μια εποχή η οποία όλο και περισσότερο καθίσταται κινούμενη άμμος.