Πολύ απλά, όταν δύο εργοδότες διεκδικούν να προσλάβουν ένα άτομο για τις ανάγκες της επιχείρησής τους, η ανεργία μειώνεται και οι μισθοί αυξάνονται.
Αντιθέτως, όταν δύο άτομα διεκδικούν την ίδια θέση εργασίας, η ανεργία αυξάνεται και οι μισθοί μειώνονται.
Του Κώστα Χριστίδη*
Είναι προς το συμφέρον όλων να υπάρχουν πολλοί εργοδότες που να δημιουργούν απασχόληση και θέσεις εργασίας.
Προσοχή, όμως: δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει οποιαδήποτε απασχόληση και οποιαδήποτε αύξηση θέσεων εργασίας αλλά η παραγωγική απασχόληση και η δημιουργία νέων παραγωγικών θέσεων εργασίας που να δημιουργούν κάποια προστιθέμενη αξία για την κοινωνία.
Αλλιώς θα αρκούσε να βάζαμε τους μισούς ανθρώπους να ανοίγουν τρύπες στους δρόμους και τους άλλους μισούς να τις γεμίζουν.
Έτσι θα είχαμε ‘’απασχόληση’’, όμως, στην ουσία, απλώς θα ξοδεύαμε χρήματα (δικά μας ή δανεικά), που κάποια στιγμή θα τελείωναν. Ανάλογες περιπτώσεις διατήρησης μη παραγωγικών θέσεων εργασίας υπάρχουν όταν προσλαμβάνουμε υπεράριθμους δημόσιους υπαλλήλους, συντηρούμε προβληματικές επιχειρήσεις, κρατάμε ‘’κλειστά’’ επαγγέλματα, επιβάλουμε υψηλούς δασμούς σε εισαγόμενα είδη, περιορισμούς στα ωράρια λειτουργίας των καταστημάτων κλπ., πάντοτε στο όνομα της καταπολέμησης της ανεργίας.
Υπό τις συνθήκες στις οποίες βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, η προσέλκυση επενδύσεων θα δημιουργήσει νέες παραγωγικές θέσεις εργασίας για τους ευρισκόμενους ή τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας και θα βοηθήσει στην επιστροφή κάποιων από τους Έλληνες που μετανάστευσαν σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, είναι επομένως ένας πράγματι εθνικός στόχος υψηλής προτεραιότητας.
Ένας από τους παράγοντες που επηρεάζει την πραγματοποίηση επενδύσεων, ίσως όχι ο πρώτος αλλά οπωσδήποτε σημαντικός, είναι το ισχύον εργατικό δίκαιο (σε συνδυασμό μάλιστα με την ποιότητα και την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης).
Κάθε τι που δυσχεραίνει τις απολύσεις, στην ουσία δυσχεραίνει τις προσλήψεις. Εάν διά νόμου απαγορεύαμε τις απολύσεις, θα είχαμε πιθανότατα μηδενικές προσλήψεις και θα θριάμβευε η μαύρη ή αδήλωτη εργασία.
Η κυβέρνηση Σύριζα τον Μάϊο 2019, δηλαδή λίγο πριν ολοκληρώσει την τεσσεράμισι ετών καταστρεπτική θητεία της, θεώρησε σκόπιμο να ρίξει μία ακόμη νάρκη στην πορεία της επόμενης κυβέρνησης.
Έτσι, με το άρθρο 48 Ν.4611/2019, για να είναι έγκυρη η καταγγελία μίας εργασιακής σχέσης θεσμοθέτησε ως όρο την ύπαρξη ‘’βάσιμου λόγου’’, ανατρέποντας την ανέκαθεν ισχύουσα ρύθμιση κατά την οποία η καταγγελία αυτή ήταν αναιτιώδης. Αποτέλεσμα: ήδη κατά τον Ιούλιο 2019 το ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων ήταν αρνητικό κατά 14.691 θέσεις εργασίας.
Εάν παρέμενε η διάταξη, είναι βέβαιο ότι θα οδηγούσε σε πολλαπλασιασμό των εργατικών διαφορών, θα δυσχέραινε τους απολυόμενους να εξεύρουν νέα απασχόληση λόγω ύπαρξης βάσιμου λόγου καταγγελίας της προηγούμενης σύμβασης και, βεβαίως θα λειτουργούσε ως ισχυρό αντικίνητρο για νέες προσλήψεις.
Ανεξαρτήτως του ατυχούς τρόπου με τον οποίο κατάργησε την επίμαχη διάταξη η νέα κυβέρνηση (μέσω εκπρόθεσμης τροπολογίας), ευτυχώς απενεργοποίησε την συγκεκριμένη νάρκη.
Νομικός – Οικονομολόγος *