Η επίλυση της λιβυκής σύγκρουσης είναι ακόμη μακριά. Σύμφωνα με τη θεωρία της επίλυσης των συγκρούσεων, το πρώτο βήμα προς την επίλυση είναι η διαπραγμάτευση μιας δεσμευτικής εκεχειρίας.
Αυτό προσπάθησαν να κάνουν η Ρωσία και η Τουρκία στη Μόσχα- επαναλαμβάνοντας την εμπειρία της Συρίας όπου, παρά τους αντικρουόμενους στόχους τους, κατάφεραν να οικοδομήσουν μια ευέλικτη «συμμαχία».
Το αν υπήρξε πρόοδος είναι ακόμη ασαφές. Οι ειδήσεις είναι αντιφατικές. Η Άγκυρα υποστηρίζει ότι η διαπραγμάτευση απέτυχε με ευθύνη του στρατάρχη Χαφτάρ. Ο Ερντογάν εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του με σκληρά λόγια.
Αντίθετα, το ρωσικό υπουργείο εξωτερικών δήλωσε ότι ο στρατάρχης ζήτησε δύο ημέρες διορία για να απαντήσει. Ακόμη όμως και αν ο Χαφτάρ υπογράψει την εκεχειρία, η κατάσταση στη Λιβύη δεν επιτρέπει πολλή αισιοδοξία.
Είναι αμφίβολο αν ο Σαράζ και ο στρατάρχης ελέγχουν τις χαλαρές συμμαχίες των πολλών δεκάδων πολιτοφυλακών τους, αν δηλαδή μπορούν να εφαρμόσουν στην πράξη αυτό που θα έχουν υπογράψει. Οι πρόσφατες παραβιάσεις της προσωρινής ανακωχής δεν εμπνέουν αισιοδοξία.
Οι ελπίδες των διαμεσολαβητών εστιάζουν πλέον στη διάσκεψη του Βερολίνου υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Παρά τα όσα γράφονται περί «διπλωματικού πραξικοπήματος» Ρωσίας και Τουρκίας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μια δεσμευτική εκεχειρία στη Μόσχα μάλλον θα διευκόλυνε το έργο των διαμεσολαβητών στο Βερολίνο.
Σίγουρα πάντως οι προοπτικές στη γερμανική πρωτεύουσα είναι μάλλον καλύτερες καθώς συμμετέχουν οι περισσότεροι από τους βασικούς και άμεσα εμπλεκόμενους εξωτερικούς δρώντες στον εμφύλιο πόλεμο. Προφανώς η Αθήνα θα ήθελε να συμμετάσχει, αλλά στην πραγματικότητα η Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται στους βασικούς εμπλεκόμενους στις λιβυκές εξελίξεις (και από πολλές πλευρές ευτυχώς).
Αν οι διοργανωτές δέχονταν και τη δική μας συμμετοχή, κι άλλες χώρες που επηρεάζονται πολύ περισσότερο από τη συνέχιση των συγκρούσεων και δεν προσκλήθηκαν στη διάσκεψη θα είχαν σοβαρούς λόγους να είναι δυσαρεστημένες (π.χ. Τυνησία). Και βέβαια όσο πιο πολλοί και με διαφορετικές ατζέντες συμμετέχουν σε μια διαπραγμάτευση τόσο δυσκολότερη είναι η επίτευξη μιας συμφωνίας.
Η μεγάλη πρόκληση αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση που εμφανίζεται διαιρεμένη κυρίως μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας, οι οποίες λόγω εν μέρει ανταγωνιστικών ενεργειακών συμφερόντων, αλλά και διαφορετικών γεωπολιτικών προτεραιοτήτων (π.χ. το Παρίσι ενδιαφέρεται πολύ για την σταθερότητα των κρατών στα νότια της Λιβύης), υποστηρίζουν αντίστοιχα τον στρατάρχη Χαφτάρ και την κυβέρνηση της Τρίπολης.
Ωστόσο είναι η ΕΕ που έχει να χάσει τα πιο πολλά από τη συνέχιση της σύγκρουσης (αυξημένη μετανάστευση, ισλαμική τρομοκρατία κ.λπ.) Η νέα ηγεσία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και η γερμανική κυβέρνηση έχουν αποδυθεί σε ένα διπλωματικό αγώνα για να γεφυρώσουν τις διαφορές μεταξύ αυτών των δύο ευρωπαϊκών εταίρων. Από το αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία της διάσκεψης.
Υπάρχει ταυτόχρονα μια κόπωση. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν είναι πρόθυμη να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις σε μια κατακερματισμένη χώρα με μια εντολή επιβολής της ειρήνης (peace- enforcing).
Και η ναυτική επιχείρηση «Σοφία» της ΕΕ που είχε αναλάβει δράση τον Σεπτέμβριο του 2015 για να περιορίσει τις μεταναστευτικές ροές στη Μεσόγειο και η οποία θα μπορούσε να περιορίσει τις συνεχείς παραβιάσεις του εμπάργκο των όπλων που είχε επιβάλει ο ΟΗΕ στη Λιβύη από το 2011, έληξε πέρυσι (λόγω της μείωσης των μεταναστευτικών ροών).
Υπάρχει ένα παράδοξο: η Ευρωπαϊκή Ένωση που διαθέτει πολύ σημαντική επιρροή στα Δυτικά Βαλκάνια, την Υποσαχάρια Αφρική και- εν μέρει- την Ασία, είναι σχεδόν διπλωματικά απούσα στην ίσως πιο κρίσιμη περιοχή τοπ πλανήτη για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα: τη Μέση Ανατολή. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η αναβάθμιση της ευρωπαϊκής άμυνας και η εμβάθυνση των εξωτερικών σχέσεων είναι πλέον στο επίκεντρο όλων των συζητήσεων για το μέλλον της Ένωσης.
Επομένως η γερμανική πρωτοβουλία για την επίλυση της λιβυκής κρίσης είναι μια καθυστερημένη μεν αλλά ταυτόχρονα σημαντική «επανεμφάνιση» της Ευρώπης. Και ως τέτοια πρέπει να τη δούμε, ευχόμενοι να αποδειχθεί επιτυχής.
*Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου