Η Ελλάδα έχει επείγουσα ανάγκη από μια ιδεολογία ανοικτών οριζόντων και προοπτικών, που κάποιους δεν τους βολεύει.
Του Γιώργου Πρεβελάκη*
Τα κόμματα που κυβέρνησαν την Ελλάδα από την Μεταπολίτευση ώς το 2015 υποσχέθηκαν ασφάλεια και ευημερία. Καθώς αυτές οι διασφαλίσεις εξασθένισαν, ποικίλα κινήματα προς τα δεξιά και προς τα αριστερά προσπάθησαν να ανα-νοηματοδοτήσουν την πολιτική λειτουργία.
Όμως, δεν στάθηκε δυνατόν να ανευρεθεί ένα νέο πολιτικό ιδανικό, με τη μορφή ενός απλού λεκτικού σχήματος• εμποδίστηκε από ποικίλες τροχοπέδες.
Οι εμμονικές προσπάθειες να διασωθεί κάτι από την απερχόμενη πραγματικότητα ενεπλάκησαν με την επαγγελλόμενη ανανέωση η οποία συχνά έδειχνε και εξωπραγματική.
Οι παλαιές σημειολογικές τομές «βασιλικοί-βενιζελικοί» και «κομμουνιστές-αντικομμουνιστές» ανταποκρίνονταν σε ευρύτερες γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις.
Αντιθέτως, η συνθηματική «Αλλαγή» τη δεκαετία 1980 διετύπωσε μια βαθειά ανάγκη της κοινωνίας: να ξεπεραστεί η ηγεμονία ενός μικρού κατεστημένου το οποίο εγκαθιδρύθηκε στα θεμέλια της κυριαρχίας του αντικομμουνισμού.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της Αλλαγής είναι γνωστές• αγνοούμε, όμως, τις ενδεχόμενες συνέπειες της «μη-Αλλαγής».
Η ουτοπία η οποία προκάλεσε τα εκλογικά αποτελέσματα του δραματικού 2015 κατέληξε στη σημερινή γενικευμένη σύγχυση. Ίσως μόνον τώρα διαμορφώνονται οι συνθήκες για τη διατύπωση ενός νέου συνθήματος το οποίο να εκφράζει την κυρίαρχη επιλογή-αντίφαση της ελληνικής κοινωνίας: πρέπει να ξεπεραστεί το διπλό παρελθόν, Μεταπολίτευση και Μνημόνιο.
Η προσφυγική κρίση έδειξε ότι η θεώρησή μας δεν μπορεί να περιοριστεί στην οικονομία. Η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επανόδου της Γεωπολιτικής, δηλαδή της συνδυαστικής οικονομικών, πολιτικών, πολιτισμικών, δημογραφικών, διπλωματικών και στρατιωτικών διακυβευμάτων.
Η νέα αυτή πραγματικότητα μάς οδηγεί αναπόφευκτα στα θεμέλια –τα fundamentals- της Ιστορίας. Το βασικό διακύβευμα κάθε κοινωνίας κατέληξε, εγκαίρως ή βραδυπορώντας, στη διαλεκτική Άνοιγμα-Κλείσιμο: πόσο έπρεπε να δεχθεί την αποσταθεροποίηση από τα «καινά δαιμόνια»• πόσο μπορούσε να παραμένει στην «splendid isolation», χωρίς να διακινδυνεύει την μακροπρόθεσμη επιβίωσή της.
Η επιλήσμων, μέσα στην οικονομιστική της ουτοπία, Ευρώπη σήμερα συνειδητοποιεί το δίλημμα, μέσω της προσφυγικής κρίσης. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, ότι τα σημαντικά πολιτικά διακυβεύματα δεν σχετίζονται με τον οικονομικό ορθό λόγο, αλλά με το συλλογικό υποσυνείδητο. Το πρόβλημα της υποδοχής των προσφύγων ξεπερνά σε πολιτική επικινδυνότητα όλες τις μακρο-οικονομικές ευρωπαϊκές ανισορροπίες• απειλεί απροσδόκητα την ευρωπαϊκή συνοχή.
Η Ελλάδα είναι κατ’εξοχήν αντιμέτωπη με την εξισορρόπηση ανάμεσα στο Άνοιγμα και το Κλείσιμο. Μετά το 1981, ενώ φαινομενικά επέλεγε το άνοιγμα, στην πραγματικότητα προσδιοριζόταν από ένα εντεινόμενο κλείσιμο.
Η ευρωπαϊκή πρόσοδος την οποία διαχειρίστηκε και διένειμε το κράτος κατέστησε την συναλλαγή με τον έξω κόσμο σχεδόν περιττή.
Οι ορίζοντες περιορίστηκαν στη μονοδιάστατη σχέση ανάμεσα στην ελλαδική περιφέρεια και το ευρωπαϊκό κέντρο. Αυτή η απομόνωση στείρωσε τη χώρα, στερεύοντάς την από κάθε αυτόνομη πρωτοβουλία.
Η Ελλάδα των λογιστών απέλπισε την νεολαία• όμως, ο καταναλωτισμός και η πάσης φύσεως ανεκτικότητα συνεκάλυψαν την πλήξη και την πνευματική ένδεια. Μόνον η αναβίωση του ανοικτού χαρακτήρα των Ελλήνων μπορεί να επανα-νοηματοδοτήσει την πολιτική και κοινωνική ζωή.
Όμως, το κλείσιμο καθησυχάζει. Η γενικότερη αποσταθεροποίηση, οι ανατροπές των οικονομικών και πολιτισμικών δεδομένων αναβιώνουν τον πειρασμό της Πολιτείας του Πλάτωνος: μήπως είμαστε πιο ασφαλείς, περίκλειστοι στα εθνικά μας σύνορα, χωρίς ξένους και αλλότριες επιδράσεις, πτωχοί, πλην αλληλέγγυοι και έντιμοι;
Η εμμονή στην ενδοστρέφεια και το κλείσιμο, όσο και αν είναι καταστροφική, όπως έδειξε η μοίρα της Αλβανίας, θα εξακολουθήσει να ελκύει. Όσοι αισθάνονται άοπλοι να αντιμετωπίσουν τους ανοικτούς ορίζοντες, όσοι φέρουν στις οικογενειακές τους μνήμες διωγμούς και εθνοκαθάρσεις είναι φυσικό να διαπνέονται από φοβικά σύνδρομα.
Tο κλείσιμο καθησυχάζει, το άνοιγμα ανησυχεί. Όμως, στον ασταθή νέο κόσμο, τίποτε δεν είναι περισσότερο επικίνδυνο από τον εφησυχασμό. Δεν βρισκόμαστε πλέον ούτε στην ψυχροπολεμική σταθερότητα ούτε στον κόσμο της αμερικανικής ηγεμονίας. Ουδείς θα προστατεύσει μια μικρή χώρα η οποία θα έχει παραλείψει να αναπτύξει δεσμούς με extra muros δυνάμεις και πληθυσμούς.
Απέναντι στην επικρατούσα φοβική, οχυρωματική κατάσταση, πρέπει να οικοδομηθεί η ιδεολογία των ανοικτών κοινωνιών και οριζόντων, η οποία θα συνδέσει διάφορες ευαισθησίες: όσων αντιμετωπίζουν το άνοιγμα από την οικονομική πλευρά, όποιων εμπνέονται από την ανθρωπιστική.
Πρέπει να καταστεί συνείδηση ότι δεν υπάρχουν διαχωρισμοί: το άνοιγμα αποτελεί ενιαία νοητική στάση, ενιαίο state of mind.
Η πολιτική ζωή μπορεί να ξεφύγει από την ιδεολογική σύγχυση, μόνον εφ’όσον υιοθετήσει το πραγματικό σημερινό διακύβευμα, αντί να αναλώνεται σε ξεπερασμένες θεματικές, όπως η διάκριση Αριστερά/Δεξιά.
Καλώντας την νεολαία στο άνοιγμα, η πνευματική και πολιτική ηγεσία όχι μόνον θα την κατευθύνει, αλλά και θα την εμπνεύσει. Το γοητευτικό αυτό ιδανικό, η πρόσκληση για την εξερεύνηση νέων οριζόντων, εντός και εκτός συνόρων, είναι το μόνο αντίδοτο για τη νεανική παραίτηση ή τις ποικιλόμορφες ανομίες.
*Καθηγητης Γεωπολιτικης στη Σορβοννη στο Παρισι