Προσφάτως, είχε απασχολήσει το πανελλήνιο η υπόθεση με τα ενεχυροδανειστήρια και το «φιάσκο» που εξελίχθηκε τόσο από αστυνομικής πλευράς όσο και αυτό του δικαστικού χειρισμού. Ποιος μπορεί, να ξεχάσει τις προφυλακίσεις την μία ημέρα και τις αποφυλακίσεις την επομένη;
Και ενώ πολλοί θεώρησαν ως μεμονωμένο το γεγονός αυτό, ήρθε η υπόθεση των φαρμάκων και το ένα σκέλος της αυτό των «προστατευόμενων μαρτύρων», για να καταδείξει εκ νέου την παθογένεια του συστήματος της Δικαιοσύνης. Ο ίδιος ο αν. υπουργός Δ. Παπαγγελόπουλος χαρακτήρισε την συγκεκριμένη υπόθεση σαν «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του Κράτους» και αρχικά, έμοιαζε να έχει δίκιο, αφού ενεπλάκησαν ονόματα Πρωθυπουργών, υπουργών, του Επιτρόπου στην Ευρώπη κλπ.
Του Νίκου Μπούρα
Τα ερωτηματικά που έχουν προκύψει στην πορεία της υπόθεσης από τους εισαγγελικούς χειρισμούς, είναι εύλογα και, δυστυχώς, οι αντίστοιχες απαντήσεις επ’ αυτών είναι ορατές αλλά όχι εύλογες. Μάρτυρες που δεν έπρεπε να είναι προστατευόμενοι, έλαβαν αυτή την ιδιότητα.
Μάρτυρες που δεν έπρεπε να συναντηθούν μεταξύ τους, συναντήθηκαν. Μάρτυρες που με τις σαφείς καταθέσεις τους έπρεπε, να εισφέρουν στην ουσία της υπόθεσης, αναλώθηκαν σε εικασίες και αναπόδεικτους λογικούς συνειρμούς. Και ουδείς γνωρίζει, τι άλλο θα προκύψει στην ανακριτική πορεία.
Το πρώτο που πρέπει, να εξεταστεί, είναι αν ευθύνονται οι μάρτυρες για όλα αυτά. Η απάντηση είναι σαφέστατα, όχι. Η όλη ευθύνη ανήκει στην Εισαγγελέα που διενεργεί την προανάκριση, η οποία αφού συλλέξει το αποδεικτικό υλικό, καθορίζει την πορεία της υπόθεσης. Εν προκειμένω, τι υλικό από τις καταθέσεις συγκεντρώθηκε, το οποίο να αντέχει στην αποδεικτική διαδικασία και να έχει αποδείξει, αν όχι ατράνταχτα τουλάχιστον σε επίπεδο επαρκών ενδείξεων, τις αποδιδόμενες πράξεις των συγκεκριμένων προσώπων;
Και γιατί, σύμφωνα με το υλικό αυτό, αποδόθηκε σε κάποιον η ιδιότητα του «προστατευόμενου μάρτυρα» και εν συνεχεία αυτή τροποποιήθηκε στην ιδιότητα του κατηγορουμένου; Από πότε ήταν γνωστές στην Εισαγγελέα οι αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις, ώστε να κριθεί, εάν ορθώς του απένειμε την ιδιότητα του «προστατευόμενου μάρτυρα»; Οι προανακριτικές καταθέσεις του συγκεκριμένου προσώπου είναι πλέον άχρηστο υλικό, του οποίου δεν μπορεί, να γίνει χρήση.
Στην κοινωνία, μετά από τέτοια περιστατικά, έχει δικαίως δημιουργηθεί αναταραχή για τον θεσμό της Δικαιοσύνης και κατά πόσο απονέμεται το δίκαιο. Γιατί η απονομή των νομίμως προβλεπομένων περνάει μέσω του προσώπου των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι κρίνουν ανά υπόθεση. Αν σε αυτά προστεθούν και τα λεγόμενα της Εισαγγελέως Ε. Ράικου περί παρεμβάσεων, το θέμα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο.
Με αυτές τις ενέργειες, κατορθώθηκε να χαθεί η ουσία της υπόθεσης, η οποία παραμένει στην συμπεριφορά της συγκεκριμένης υπό διερεύνηση φαρμακευτικής εταιρείας και στις όποιες υπερτιμολογήσεις φαρμάκων υπήρξαν, τις οποίες εν τέλει πλήρωσε ο κάθε πολίτης. Και αυτό δεν είναι καθόλου καλό, τόσο για το νομικό κόσμο όσο και τον πολιτικό.
Οι «σκιές» παραμένουν στην ευρεία κοινωνική συνείδηση και δυστυχώς, επιρρίπτονται επί δικαίων και αδίκων, αφού το μέτρο μοιάζει, να έχει χαθεί. Ένα μέτρο που μέχρι στιγμής δεν έχουν παρέμβει τα ανώτατα Δικαστικά κλιμάκια, για να το επαναφέρουν τόσο σε επίπεδο εσωτερικού ελέγχου όσο και της απαραίτητης έξωθεν καλής μαρτυρίας.
Στο ερώτημα, αν ασθενεί η Δικαιοσύνη, η απάντηση είναι, όχι. Στο επόμενο ερώτημα, αν ασθενούν λειτουργοί της Δικαιοσύνης, η απάντηση έχει δοθεί από τα γεγονότα.
Αυτό, πρέπει να θέσει σε εγρήγορση, πέραν των άλλων, τον κάθε ενεργό και σκεπτόμενο πολίτη αυτής της χώρας, με σκοπό τα πράγματα να επανέλθουν στην κανονικότητα και σε καμμία περίπτωση, να μην υπάρξει μαζικοποίηση και γενική στόχευση ενός εκ των βασικών πυλώνων της κοινωνίας μας.
*Δικηγόρος