Παροχολογίας συνέχεια από την κυβέρνηση, με την υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου να δεσμεύεται για αύξηση του κατώτατου μισθού και να επιμένει ότι μπορεί να αποφευχθεί το νέο κόψιμο των συντάξεων.
Η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας Θεανώ Φωτίου από την πλευρά της έταζε παροχή 13ης σύνταξης, ενώ ο υφυπουργός Εργασίας Νάσος Ηλιόπουλος μιλούσε για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αναφέρει το in.gr.
Το γεγονός ότι κορυφαία κυβερνητικά στελέχη επιμένουν να καλλιεργούν πολύ υψηλές προσδοκίες τουλάχιστον για τον κατώτατο μισθό και τη διάσωση των συντάξεων, ενώ οι δανειστές δεν έχουν ανάψει το πράσινο φως, γεννά αν μη τι άλλο προβληματισμό: ή η κυβέρνηση έχει εξασφαλίσει την έγκριση των δανειστών και το κρύβει για να το αποκαλύψει ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ -κάτι όχι πολύ έντιμο- ή έχει «τυφλωθεί» από την ορθότητα και τη δύναμη των επιχειρημάτων που θα παρουσιάσει στους δανειστές και θεωρεί απίθανο να απορριφθούν τα σχέδια της -κάτι όχι πολύ έξυπνο, όπως έχει αποδειχθεί πολλάκις και στο παρελθόν.
«Κορυφαία δέσμευση η αύξηση του κατώτατου μισθού»
Η αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί «κορυφαία δέσμευση» μας απέναντι στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία τόνισε στο “EpsilonTV” η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου.
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν είναι παροχολογία, είναι επαίσχυντο ακόμα και ως σχόλιο αυτό, είναι αναγκαία συνθήκη προκειμένου να αρχίσει να βελτιώνεται το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και είναι κορυφαία δέσμευση της κυβέρνησης απέναντι στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και στη μισθωτή εργασία» είπε χαρακτηριστικά.
«Υπάρχει ένα αντικειμενικό γεγονός, που μπορεί σε κάποιους να μην αρέσει γιατί πολιτικά δεν τους βολεύει, ότι το Μνημόνιο έλαβε τέλος», είπε η κα Αχτσιόγλου και πρόσθεσε:
«Οι δανειακές συνθήκες όπως τις γνωρίσαμε από το 2010 και μετά, όπου η χώρα δανειοδοτούνταν από τον επίσημο τομέα προκειμένου να σταθεί οικονομικά στα πόδια της, και όφειλε να εφαρμόζει συγκεκριμένες πολιτικές προκειμένου να λαμβάνει αυτή τη δανειοδότηση, ολοκληρώθηκε την 21η Αυγούστου [..]»
«Αυτή η Κυβέρνηση έφερε σε πέρας την κορυφαία δέσμευση που ανέλαβε απέναντι στην ελληνική κοινωνία το 2015, να τελειώνει με τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής επιτυχημένα» σημείωσε.
Για τις δεσμεύσεις που έχει η χώρα σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά της, η κυρία Αχτσιόγλου είπε ότι «είναι δεσμεύσεις οι οποίες απορρέουν, ούτως ή άλλως, αφενός από την παρουσία της χώρας στην ευρωζώνη, αφετέρου από τη μεταμνημονιακή εποπτεία, η οποία ακολουθήθηκε σε όλες τις άλλες χώρες που βγήκαν από τα μνημόνια. Δεν υπάρχει καμία διαφορά σε σχέση με αυτό».
Η κυρία Αχτσιόγλου επανήλθε και στο ζήτημα της νέας μείωσης των συντάξεων.
Για το ζήτημα της προσωπικής διαφοράς των συντάξεων, τόνισε ότι «είναι γνωστοί οι συσχετισμοί υπό τους οποίους έγινε η 2η αξιολόγηση με την εμμονή του ΔΝΤ σε μία λογική που έλεγε αφενός ότι η χώρα δεν θα μπορεί να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους, αφετέρου ότι η περαιτέρω μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης είναι αναγκαία προκειμένου το ασφαλιστικό σύστημα να στέκεται στα πόδια του.
Υπενθύμισε ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε τότε υποστηρίξει με πολύ καλά στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνονται πια διαρκώς, ότι και τους δημοσιονομικούς στόχους μπορούμε να επιτύχουμε αλλά και ότι το ασφαλιστικό σύστημα διαρθρωτικά στέκεται στα πόδια του και έχει μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.
Αυτό, πρόσθεσε, επιβεβαιώνεται πια και από όλες τις εκθέσεις που κυρώνονται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Άρα, συνέχισε η υπουργός «ούτε διαρθρωτικά, ούτε δημοσιονομικά είναι αναγκαίο το μέτρο της απομείωσης της προσωπικής διαφοράς, για όσους συνταξιούχους αυτό αφορά».
Πάντως η κυρία Αχτσιόγλου κράτησε και μία επιφύλαξη: «Αυτή τη στιγμή η σειρά των πραγμάτων είναι ότι έχουμε δύο μήνες μπροστά μας προκειμένου να δούμε και να επιβεβαιώσουμε την καλή πορεία των δημόσιων οικονομικών, να σχεδιάσουμε τον προϋπολογισμό του 2019. Τίποτα δεν έχει καταλήξει, αλλά θεωρώ ότι υπάρχουν τα περιθώρια προκειμένου να μην επιβαρυνθούν περαιτέρω οι συνταξιούχοι το 2019».
Θ.Φωτίου: Η 13η σύνταξη, για εμάς είναι όρος και μέλλον
«Εμείς δεν ξεχνάμε την 13η σύνταξη, για εμάς είναι όρος και μέλλον. Πιστεύουμε ότι πρέπει να υπερασπιστούμε μέχρι τέλους τις συντάξεις του ελληνικού λαού», τόνισε, μεταξύ άλλων, η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου μιλώντας στον ραδιοσταθμό «Στο Κόκκινο».
Η κ. Φωτίου αναφερόμενη στο πλεόνασμα που εμφανίζει ο ΕΦΚΑ, είπε ότι «η κυβέρνηση απέδειξε ότι το ελλειμματικό σύστημα που επί σαράντα χρόνια «έβαζε μέσα» 1 δισ. ευρώ το κράτος κάθε χρόνο, πέρυσι όχι μόνο δεν το «έβαλε μέσα», αλλά υπερπλεόνασε, έβγαλε και παραπάνω», εκτιμώντας ότι το ίδιο θα γίνει και φέτος, ενώ σε άλλο σημείο υπογράμμισε:
«Με τη νέα δομή του ασφαλιστικού συστήματος, αποδείξαμε ότι ένα κράτος μπορεί να εξασφαλίσει τα γηρατειά των ανθρώπων που δούλεψαν, αλλά και όσων δούλεψαν λίγο με την εθνική σύνταξη. Με ένα σύστημα βιώσιμο, όχι μονίμως ελλειμματικό».
«Αυτοί προτείνουν ένα ιδιωτικό σύστημα ασφάλισης, αυτή είναι η λογική τους, αυτά που στο τέλος καταρρέουν και οι άνθρωποι μένουν χωρίς σύνταξη, χωρίς τίποτε. Εμείς προτείνουμε ένα δημόσιο σύστημα ασφάλισης και σύνταξης», συνέχισε η κυρία Φωτίου και τόνισε:
«Οι συντάξεις είναι για εμάς εμβληματικές. Το 2016 ο πρωθυπουργός έδωσε το υπερπλεόνασμα, ως 13η σύνταξη συμβολικά. Εμείς δεν ξεχνάμε την 13η σύνταξη, για εμάς είναι όρος και μέλλον. Πιστεύουμε ότι πρέπει να υπερασπιστούμε μέχρι τέλους τις συντάξεις του ελληνικού λαού».
Αντίθετα, «ο «άλλος» κόσμος δεν ενδιαφέρεται για τις συντάξεις του ελληνικού λαού, γιατί έχει ιδιωτικές ασφαλίσεις, ο «άλλος» κόσμος που δεν ενδιαφέρθηκε τόσα χρόνια, έκοψε αγρίως τις συντάξεις και σήμερα μας εγκαλούν, όπως τότε για «μονομερείς ενέργειες»».
Σχολιάζοντας μάλιστα τις τελευταίες επαφές Μητσοτάκη στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες και για το θέμα των συντάξεων, η κύρια Φωτίου είπε χαρακτηριστικά, «είναι το «Βάστα Ρόμελ γιατί καήκαμε!»».
Ηλιόπουλος: Επανήλθαν βασικές αρχές των συλλογικών συμβάσεων
Ο νόμος για τις συλλογικές συμβάσεις που είχε ανασταλεί επ’ αόριστον το 2012 ισχύει πλέον κανονικά, δήλωσε ο υφυπουργός Εργασίας Νάσος Ηλιόπουλος.
Σύμφωνα με τις δύο βασικές αρχές του συγκεκριμένου νόμου, εξήγησε ο ίδιος μιλώντας στο ρ/σ «στο Κόκκινο» ισχύει η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων όταν πληρούνται κάποιοι όροι και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, ότι δηλαδή δεν μπορεί μία ατομική ή επιχειρησιακή σύμβαση να αλλάζει προς το χειρότερο τους όρους μίας κλαδικής σύμβασης.
Όπως ανέφερε ο κ. Ηλιόπουλος η κυβέρνηση κατάφερε στην δεύτερη αξιολόγηση με τη λήξη του προγράμματος να επανέλθουν αυτές οι δύο αρχές. Επομένως, κατέστησε σαφές, ότι από τη στιγμή που έχει λήξει το πρόγραμμα αυτά τα δύο νομικά εργαλεία είναι ξανά στα χέρια των εργαζόμενων.
«Πλέον, εάν υπογραφεί μία κλαδική σύμβαση και η εργοδοτική οργάνωση είναι όντως η αντιπροσωπευτική του κλάδου (απασχολεί πάνω από 50% των εργαζόμενων), τότε έρχεται αμέσως στο υπουργείο Εργασίας και καθίσταται υποχρεωτική για όλο τον κλάδο» υπογράμμισε ο κ.Ηλιόπουλος.
Ο υφυπουργός έδωσε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα ενός ξενοδοχειακού ομίλου που έχει υπογράψει επιχειρησιακή σύμβαση με εισαγωγικό μισθό της τάξης των 600 ευρώ, την ώρα που η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδοχοϋπαλλήλων και ο εργοδοτικός φορέας του κλάδου έχουν υπογράψει κλαδική σύμβαση με εισαγωγικό μισθό πάνω από 900 ευρώ. Θα ακολουθηθεί υποχρεωτική προσαρμογή και ο εργοδότης θα πρέπει να δώσει 300 ευρώ αύξηση στις μεικτές αποδοχές επισήμανε ο κ. Ηλιόπουλος.
Εξειδικεύοντας ο υφυπουργός σημείωσε «τεχνικά η διαδικασία είναι η εξής: Κάθε σύμβαση θα έρχεται στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, αυτό θα κάνει την τεχνική διαδικασία για να δει ότι όντως η σύμβαση που έχει υπογραφεί είναι από την εργοδοτική οργάνωση που εκπροσωπεί τον κλάδο, μετά θα επεκτείνεται και θα καθίσταται νόμος, θα καθίσταται υποχρεωτική. Δεν θα μπορεί κανένας εργοδότης όχι απλά να κάνει ατομικές συμβάσεις (πού για πολλούς ήταν ο κανόνας και η ατομική ήταν πολύ χειρότερη σε όρους), αλλά δεν θα μπορεί να κάνει επιχειρησιακή σύμβαση που να «σπάει» προς το χειρότερο αυτούς της κλαδικής».
Τέλος, χαρακτήρισε το γεγονός ως «μία από τις μεγαλύτερες νίκες της κυβέρνησης μέσα σε ένα πολύ συγκρουσιακό πλαίσιο και ενώ το ΔΝΤ επέμενε μέχρι τελευταία στιγμή να μην επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις, μέχρι να πέσει η ανεργία κάτω του 10%, σχολίασε.