400.000 επαγγελματίες, από 85 επαγγελματικές κατηγορίες από την ερχόμενη Πέμπτη 27 Ιουλίου υποχρεούνται να έχουν στις επιχειρήσεις τους τερματικά αποδοχής καρτών (POS).
Τραπεζικές πηγές απαντούν σε μία σειρά ζητήματα που αφορούν εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρηματίες:
Πόσες μέρες απαιτούνται μετά την αίτηση από τους υπόχρεους για εγκατάσταση POS;
Προλαβαίνουν όσοι το άφησαν για την τελευταία εβδομάδα; Ποιο είναι το κόστος εγκατάστασης; Ποιες είναι τελικά οι χρεώσεις για συναλλαγές με POS στην χώρα μας σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες;
Μύθος 1: Λόγω του μεγάλου αριθμού των επαγγελματικών ομάδων που υποχρεούνται να εγκαταστήσουν POS και επομένως λόγω της μεγάλης ζήτησης, αν κάνω αίτηση τώρα δεν θα προλάβω να έχω POS μέχρι τις 27 Ιουλίου που είναι και η τελευταία προθεσμία
Αλήθεια: Οι τράπεζες έχουν προετοιμαστεί εγκαίρως έτσι ώστε να μπορέσουν να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση. Ενδεικτικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι από τους 400.000 περίπου επαγγελματίες που υποχρεούνται να εγκαταστήσουν POS, 350.000 και πλέον τα έχουν ήδη εγκαταστήσει στις επιχειρήσεις τους.
Οι αιτήσεις που εκκρεμούν ακόμη στις τράπεζες υπολογίζονται στις 30.000-40.000, ενώ καθημερινά υποβάλλονται περίπου 2.000 αιτήσεις. Ο αριθμός αυτός σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη είναι διαχειρίσιμος με δεδομένη την υποδομή αλλά και την εμπειρία που υπάρχει.
Υπολογίζεται μάλιστα ότι κατά μέσο όρο απαιτούνται τρεις με πέντε εργάσιμες ημέρες από τη στιγμή υποβολής της αίτησης μέχρι την εγκατάσταση του POS, εφόσον βέβαια προσκομιστούν από την επιχείρηση τα απαραίτητα δικαιολογητικά για το άνοιγμα νέας μερίδας πελάτη και του αντίστοιχου λογαριασμού εξυπηρέτησης.
Μύθος 2: Το κόστος αγοράς ενός τερματικού POS είναι πολύ μεγάλο, ενώ επιπλέον είναι πολύ υψηλές και οι προμήθειες εμπόρου που χρεώνουν οι ελληνικές τράπεζες για την αποδοχή συναλλαγών καρτών
Αλήθεια : Υπάρχει στο πλαίσιο της εμπορικής πολιτικής κάθε τράπεζας ανταγωνισμός και διαφοροποιήσεις τις προμήθειες που χρεώνουν στους εμπόρους για την αποδοχή συναλλαγών.
Σε διάστημα μόλις ενός έτους έχουν μειωθεί μεσοσταθμικά κατά περίπου 20% και πλέον ανέρχονται αρκετά κάτω του 1%. Μάλιστα, για μικροσυναλλαγές έως 10-20 ευρώ οι προμήθειες είναι ακόμα χαμηλότερες.
Οι προμήθειες των ελληνικών τραπεζών είναι από τις πλέον ανταγωνιστικές συγκρινόμενες με αυτές λοιπών τραπεζών που λειτουργούν σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρά το γεγονός πως οι συναλλαγές με κάρτες στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι λίγο πάνω από το μισό του μέσου όρου της ευρωζώνης. Δηλαδή, λιγότερες συναλλαγές αλλά καλύτερες τιμές για τους ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις της χώρας μας. Είναι πραγματικά δύσκολο να βρεθεί κλάδος της ελληνικής οικονομίας που να έχει προσαρμόσει τόσο γρήγορα προς τα κάτω την τιμολογιακή του πολιτική στην αυξημένη ζήτηση παρεχόμενων υπηρεσιών του.
Το τερματικό αποδοχής συναλλαγών καρτών (POS) συνιστά αναπόσπαστο μέρος του συγκεκριμένου τρόπου εισπράξεων μιας επιχείρησης. Συνεπώς, αντιμετωπίζεται ως πάγιο στοιχείο της επιχείρησης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αντιμετωπίζεται και η αγορά ενός μηχανήματος αναγνώρισης των κατάλληλων προς κυκλοφορία τραπεζογραμματίων (χαρτονομισμάτων) ευρώ για τις εισπράξεις της επιχείρησης με μετρητά.
Οι περισσότερες ελληνικές τράπεζες έχουν συμβληθεί με κατασκευάστριες στο εξωτερικό εταιρείες ή τους αντιπροσώπους τους στην Ελλάδα προκειμένου να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν καλύτερη έκπτωση για λογαριασμό των επιχειρήσεων/πελατών τους με τους οποίους συμβάλλονται προκειμένου να αποδέχονται συναλλαγές καρτών.
Το κόστος αγοράς ενός τερματικού POS κυμαίνεται από 99 έως 440 ευρώ, ανάλογα με τον τύπο και τη λειτουργικότητά του, ενώ στην περίπτωση μίσθωσής του το κόστος κυμαίνεται ετησίως από 50 έως 360 ευρώ, ανάλογα με το μηνιαίο όγκο συναλλαγών. Αντίστοιχα, το ετήσιο κόστος συντήρησης κυμαίνεται μεταξύ 24 και 96 ευρώ.
Επίσης, οι τράπεζες παρέχουν προγράμματα επιβράβευσης πόντων για τις επιχειρήσεις – πελάτες τους, προγράμματα τα οποία λειτουργούν εδώ και μια δεκαετία με τεράστια αναγνωρισιμότητα και αξιοποίηση από τους χρήστες καρτών πληρωμών (π.χ. yellow, go4more, €πιστροφή, Alpha Bonus).
Μύθος 3: Είμαι στον Τειρεσία και η τράπεζα απέρριψε την αίτηση μου για εγκατάσταση POS
Αλήθεια : Η μη αποδοχή της αίτησης για εγκατάσταση POS δεν αφορά όλους όσοι περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων του Τειρεσία λόγω οφειλών, αλλά περιορίζεται στις εξής κατηγορίες:
1. Επιχειρήσεις των οποίων οι συμβάσεις για την αποδοχή καρτών, ως μέσο πληρωμής, έχουν καταγγελθεί στο παρελθόν και οι καταγγελίες σχετίζονται με λόγους που αφορούν την αθέτηση των όρων συμβάσεων διενέργειας των συναλλαγών και την πραγματοποίηση απατηλών συναλλαγών (πχ αποδοχή καρτών που έχουν δηλωθεί ως απολεσθείσες, εικονικές συναλλαγές, αυτοχρηματοδότηση κλπ). Τα δεδομένα των επιχειρήσεων αυτών βρίσκονται στο Σύστημα Καταγγελθεισών Συμβάσεων Επιχειρήσεων της Τειρεσίας και υπολογίζεται ότι αφορούν περίπου 200 επιχειρήσεις. Το εν λόγω αρχείο άρχισε να λειτουργεί το 2006, σε συνέχεια της απόφασης αρ.06/14.02.2006 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Ο χρόνος παραμονής των στοιχείων των επιχειρήσεων στο αρχείο αυτό ορίζεται σε πέντε (5) έτη από την ημερομηνία της καταγγελίας. Μετά την πάροδο των 5 ετών τα δεδομένα του αρχείου διαγράφονται αυτόματα και ως εκ τούτου ο δικαιούχος επανέρχεται σε καθεστώς κανονικότητας.
2. Επιχειρήσεις οι οποίες έχουν μη εξυπηρετούμενες οφειλές και ανήκουν στην λεγόμενη «μαύρη λίστα» του Τειρεσία (Σύστημα Αθέτησης Υποχρεώσεων (πχ για ακάλυπτες επιταγές, απλήρωτες συναλλαγματικές, καταγγελίες δανείων και πιστώσεων κ.λπ). Στις περιπτώσεις αυτές οι τράπεζες αξιοποιούν τα διαθέσιμα στοιχεία και κρίνουν κατά περίπτωση αν ο επαγγελματίας που έκανε την αίτηση μπορεί να θεωρηθεί φερέγγυος. Αν π.χ. υπάρχει μία μη εξυπηρετούμενη οφειλή της τάξεως των 1.500 ευρώ, αλλά η συνολική εικόνα της επιχείρησης κρίνεται κατά τα άλλα ικανοποιητική, ενδεχομένως να εγκριθεί από την τράπεζα η εγκατάσταση συσκευής POS καθώς η τράπεζα κρίνει ότι η συγκεκριμένη συνεργασία δεν της δημιουργεί πιστωτικό κίνδυνο. Σημειώνεται ότι ο έλεγχος αυτός γίνεται για λόγους προστασίας των συναλλαγών με κάρτες και είναι αυτονόητος στο πλαίσιο εκτίμησης της φερεγγυότητας των επιχειρήσεων.
Επομένως, ακόμα και αν κάποιος εμφανίζεται στον Τειρεσία, αλλά είτε βρίσκεται στην λεγόμενη «λευκή λίστα» (Σύστημα Συγκέντρωσης Χορηγήσεων), η οποία περιλαμβάνει τις οφειλές που εξυπηρετούνται κανονικά, είτε βρίσκεται στην «μαύρη λίστα», αλλά κρίνεται από την τράπεζα φερέγγυος, τότε μπορεί να πάρει POS, αλλά βέβαια σε αυτές τις περιπτώσεις ο έλεγχος που πρέπει να κάνει η Τράπεζα σε σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο που αναλαμβάνει η ίδια αλλά και για την εξασφάλιση της ομαλότητας των συναλλαγών διαρκεί περισσότερο και ενδέχεται να οδηγήσει και σε απόρριψη του αιτήματος.
Μύθος 4 : Το Δημόσιο έχει κατασχέσει τους λογαριασμούς μου και επομένως δεν μπορώ να κάνω αίτηση για εγκατάσταση POS
Αλήθεια : Στις περιπτώσεις που έχει γίνει κατάσχεση λογαριασμών από το Δημόσιο (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, δήμους, κ.λπ), η τράπεζα ή και οποιοσδήποτε άλλος πάροχος υπηρεσιών αποδοχής καρτών (π.χ. η Viva) οφείλουν να δεσμεύσουν τους λογαριασμούς της επιχείρησης και να αποδώσουν τα ποσά των συναλλαγών στο Δημόσιο, τουλάχιστον μέχρι να εξοφληθεί η σχετική υποχρέωση. Συνεπώς, η εγκατάσταση POS είναι αρκετά δύσκολη σε αυτές τις περιπτώσεις, διότι ακόμη και εάν εγκατασταθεί το POS και πάλι η ολοκλήρωση των συναλλαγών θα είναι δυσχερής.
Ενδείκνυται σε αυτές τις περιπτώσεις ο ενδιαφερόμενος να τακτοποιήσει - γενικά να ρυθμίσει τις οφειλές του προς τους δανειστές του Δημοσίου, ώστε να μπορεί να εξασφαλίσει την άρση της κατάσχεσης. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση συνειδητοποιεί το πρόβλημα που υπάρχει όταν ζητήσει POS από την Τράπεζα, αλλά πρόκειται για ζήτημα, ως προς το οποίο η Τράπεζα δεν μπορεί να κάνει κάτι. Είναι κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να πει κανείς με μια αίτηση δανείου. Όταν κάποιος θέλει να πάρει δάνειο από την Τράπεζα πρέπει να προσκομίσει πιστοποιητικό φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας. Αυτή η υποχρέωση υπάρχει εδώ και χρόνια. Η οικονομία λειτουργεί σφαιρικά και η Τράπεζα είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τους κανόνες.
Μύθος 5: Έχω κάνει αίτηση για ένταξη στον ν. 3869/2010 (ν. Κατσέλη) και επομένως δεν δικαιούμαι να κάνω αίτηση για εγκατάσταση POS
Αλήθεια: Στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 υπάγονται τα φυσικά πρόσωπα που δε διαθέτουν πτωχευτική ικανότητα. Σε αυτήν την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικροέμποροι (π.χ. η μοδίστρα, ο υπαίθριος μικροπωλητής σε πάγκους, αγορές και πανηγύρια, ο πλανόδιος λαχειοπώλης, κ.λπ). Συνεπώς, δεν αφορά όλες τις κατηγορίες επιχειρήσεων που υποχρεούνται να εγκαταστήσουν POS.
Το γεγονός και μόνο πως κάποιος ελεύθερος επαγγελματίας ή μικροέμπορος έχει υποβάλει αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο για τη ρύθμιση των οφειλών του και απαλλαγή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 3869/2010, δεν συνιστά αιτία απόρριψης της αίτησής του για POS από την τράπεζα. Αυτό που κρίνεται από την τράπεζα είναι η συνολικότερη φερεγγυότητα του αιτούντος, η μη εισαγωγή πιστωτικού κινδύνου και η μη καταγραφή του στο αρχείο καταγγελθεισών συμβάσεων. Και πάλι εδώ μιλάμε για υπευθυνότητα της Τράπεζας. Εάν η Τράπεζα αγνοήσει τελείως τα διαθέσιμα στοιχεία για τον πελάτη, δεν δείχνει την αναγκαία υπευθυνότητα και κινείται εκτός εποπτικού πλαισίου.
Μύθος 6: Λόγω της φύσης του επαγγέλματός μου οι συναλλαγές που θα κάνω με κάρτες δεν θα είναι συχνές. Επομένως, η τράπεζα ενδέχεται να αρνηθεί να μου εγκαταστήσει τερματικό POS ή ενδεχομένως να επιβάλλει μεγαλύτερες χρεώσεις
Αλήθεια : Εκ του νόμου δεν προκύπτει υποχρέωση των τραπεζών να εγκαταστήσουν POS σε όλους τους αιτούντες. Ωστόσο, στην πράξη έχει αποδειχτεί ότι οι λίγες συναλλαγές δεν αποτελούν για τις τράπεζες ανασταλτικό παράγοντα για μη εγκατάσταση POS σε ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις.
Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις επιχειρήσεων με μικρό τζίρο (όπως π.χ. περίπτερα και καπνικά είδη) καθώς και επαγγελματιών που δεν πραγματοποιούν συχνά συναλλαγές με κάρτες (π.χ. δικηγόροι), έχουν ήδη υπογραφεί συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ των τραπεζών και των φορέων εκπροσώπησής τους, τόσο για την αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων επαγγελματικών κατηγοριών όσο και για την εξασφάλιση χαμηλότερων χρεώσεων για τα μέλη τους.
Μύθος 7: Η τράπεζα απέρριψε την αίτηση μου για εγκατάσταση POS, χωρίς να συντρέχει ουσιαστικός λόγος
Αλήθεια : Αν κάποιος επαγγελματίας κρίνει ότι η τράπεζα αναιτιολόγητα απέρριψε την αίτηση του για εγκατάσταση συσκευής POS, υπάρχει η δυνατότητα προσφυγής στις υπηρεσίες διαχείρισης παραπόνων της κάθε τράπεζας, καθώς και στο Μεσολαβητή Τραπεζικών και Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΜΤΕΥ - Ombudsman). Ο ΜΤΕΥ εξετάζει αμερόληπτα και δωρεάν διαφορές σχετικές με την παροχή τραπεζικών και επενδυτικών προϊόντων και υπηρεσιών, από τράπεζες και επενδυτικές εταιρίες εγκατεστημένες στην Ελλάδα, προς ιδιώτες και επιχειρήσεις (με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 1 εκατ. ευρώ), και μεσολαβεί με σκοπό την εξωδικαστική επίλυσή τους.
Μύθος 8: Δεν ανήκω σε κάποια από τις 85 επαγγελματικές κατηγορίες οι οποίες υποχρεούνται από τον νόμο 4446/2016 να εγκαταστήσουν POS έως 27 Ιουλίου 2017, επομένως δεν μπορώ να υποβάλω τη σχετική αίτηση
Αλήθεια : Όλες οι επιχειρήσεις αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, ακόμα και αν δεν υποχρεούνται από τον νόμο, μπορούν να κάνουν αίτηση για εγκατάσταση τερματικού POS. Αυτό άλλωστε ίσχυε και πριν το ν. 4446/2016.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι στο σύνολο των 130.000 και πλέον αιτήσεων που έγιναν από την 1η Ιανουαρίου έως και την 30η Ιουνίου 2017, έχουν απορριφθεί συνολικά μόλις 1.800 αιτήσεις (1,4%). Μάλιστα, ενδέχεται κάποιες από αυτές τις απορριφθείσες αιτήσεις να έχουν μετρηθεί ως απορριπτικές για δύο ή τρεις φορές (σε περίπτωση απόρριψης από δυο ή τρεις τράπεζες).
Μύθος 9 : Ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε μία συναλλαγή και την εμφάνιση του ποσού στον λογαριασμό μου είναι πολύ μεγάλος, ειδικά όταν μεσολαβεί σαββατοκύριακο.
Αλήθεια : Η εκκαθάριση των συναλλαγών με κάρτες πληρωμών, ελληνικών και ξένων, γίνεται με πίστωση του λογαριασμού της επιχείρησης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη σχετική σύμβαση. Συνήθως, η πίστωση του λογαριασμού σας γίνεται την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την ημερομηνία αποστολής της συναλλαγής προς επεξεργασία στην τράπεζα συνεργασίας σας, οπότε και ολοκληρώνεται η εκκαθάρισή της και η αυθημερόν πίστωση του λογαριασμού σας.
Μύθος 10: Στην πραγματικότητα για τον επιχειρηματία ή τον ελεύθερο επαγγελματία δεν υπάρχει κανένα όφελος από την εγκατάσταση POS. Κερδισμένο είναι μόνο το Δημόσιο που με αυτό τον τρόπο ελέγχει τη φοροδιαφυγή και οι τράπεζες που εισπράττουν τη σχετική προμήθεια
Αλήθεια : Η αποδοχή καρτών θεωρείται πλέον απαραίτητο εργαλείο για την εξυπηρέτηση της πελατείας και των εισπράξεων οποιασδήποτε επιχείρησης. Μετά την επιβολή των capital controls η πληρωμή με κάρτα είναι μια απαίτηση των πελατών, που επιπλέον απαλλάσσονται από την υποχρέωση συλλογής αποδείξεων. Και τους πελάτες δεν τους ενδιαφέρει απαραίτητα η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ή η ενίσχυση των εσόδων των τραπεζών. Τους ενδιαφέρει να χρησιμοποιούν ένα σύγχρονο και ασφαλή τρόπο πληρωμής των αγορών τους, ασφαλέστερο και από τα μετρητά, ιδίως όταν το ποσό αναλήψεων είναι περιορισμένο, λόγω capital controls. Η μη αποδοχή καρτών από μια επιχείρηση, ανεξαρτήτως μεγέθους, είναι πλέον η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Οι Έλληνες άργησαν αλλά πια επιλέγουν τις αγορές με κάρτες. Από 13 συναλλαγές ανά κάτοικο το 2015 (ευρωζώνη: 87 συναλλαγές ανά κάτοικο) εκτιμάται πως θα φτάσουμε στις 60 συναλλαγές το 2017. Δηλαδή, από 144 εκ. πληρωμές με κάρτες το 2015 σε περισσότερες από 620 εκ. το 2017. Εάν σε αυτά τα νούμερα προστεθούν και οι πληρωμές με μεταφορές πίστωσης (εμβάσματα), δηλαδή με χρώση τραπεζικού λογαριασμού τότε πράγματι μπορούμε να μιλάμε για σταδιακή προσέγγιση του μέσου όρου ηλεκτρονικών πληρωμών της ευρωζώνης (215-225 ανά κάτοικο).
Επιπλέον, η αύξηση χρήσης των καρτών πληρωμών συνεπάγεται για τους εμπόρους σημαντική μείωση του κόστους διαχείρισης των μετρητών (πχ διαχείριση κερμάτων, κόστος χρηματαποστολών, απώλειες από ληστείες, διαχείριση ακατάλληλων προς κυκλοφορία χαρτονομισμάτων, χρόνος εξυπηρέτησης πελατών κ.λπ) που με βάση τη διεθνή εμπειρία σε πολλές περιπτώσεις υπερκαλύπτουν την προμήθεια αποδοχής συναλλαγών καρτών πληρωμών. Το ετήσιο κόστος διαχείρισης μετρητών στην Ελλάδα εκτιμάται ότι ανέρχεται στο 1,5% με 2% του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων, δηλαδή περίπου 3 με 4 δισ. ευρώ.