Πρόστιμο – ρεκόρ ύψους 2,42 δισ. ευρώ επέβαλε η Κομισιόν στην Google για την Alphabet, τη μητρική της, για τις εμπορικές πρακτικές της.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Κομισιόν κατηγορεί την Google ότι έχει «πειράξει» την αναζήτηση μέσω του διακομιστή της με τέτοιο τρόπο ώστε να ευνοεί την δική της υπηρεσία αγορών έναντι των ανταγωνιστών της.
Η έρευνα ξεκίνησε πριν επτά χρόνια ύστερα από παράπονα Αμερικανών και Ευρωπαίων ανταγωνιστών, όμως η Κομισιόν απήγγειλε επίσημες κατηγορίες μόλις τον Απρίλιο του 2015.
«Με σεβασμό εκφράζουμε τη διαφωνία μας για την απόφαση που ανακοινώθηκε σήμερα. Θα εξετάσουμε την απόφαση της Επιτροπής λεπτομερώς και εξετάζουμε το ενδεχόμενο να ασκήσουμε έφεση», επεσήμανε η εταιρεία σε ανακοίνωσή της.
Βάσει της απόφασης, η Google καλείται να σταματήσει τις πρακτικές της που βλάπτουν τον ανταγωνισμό μέσα σε διάστημα 90 ημέρων, με την απειλή να της επιβληθεί νέο πρόστιμο. Αν δεν αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η υπηρεσία της Shopping στο διάστημα αυτό, θα αναγκαστεί να πληρώνει πρόστιμο που θα φτάνει έως και το 5% του μέσου όρου των ημερήσιων παγκόσμιων κερδών της μητρικής της εταιρείας Alphabet. Σύμφωνα με την τελευταία οικονομική έκθεση της εταιρείας, το ποσό αυτό ισοδυναμεί περίπου σε 14 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα, αναφέρει το protothema.
Η Επίτροπος Ανταγωνισμού Μαργκρέτ Βεστάγκερ δήλωσε: «Η Google έχει δημιουργήσει πολλά καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες που έχουν αλλάξει καταλυτικά την καθημερινότητά μας. Αυτό είναι θετικό. Αλλά η στρατηγική της Google όσον αφορά τη δική της υπηρεσία σύγκρισης τιμών δεν αποσκοπούσε απλώς σε προσέλκυση πελατών μέσω της βελτίωσης του προϊόντος της σε σχέση με εκείνο των ανταγωνιστών της. Αντιθέτως, η Google προέβη σε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει στις μηχανές αναζήτησης, προωθώντας τη δική της υπηρεσία σύγκρισης τιμών στα αποτελέσματα αναζήτησης, και υποβιβάζοντας εκείνες των ανταγωνιστών.»
Και συνέχισε: «Η πρακτική της Google είναι παράνομη βάσει των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΕ. Αρνήθηκε την ευκαιρία σε άλλες εταιρείες να ανταγωνιστούν αξιοκρατικά και να καινοτομήσουν. Και, το πιο σημαντικό, αρνήθηκε στους Ευρωπαίους καταναλωτές τη δυνατότητα για πραγματική επιλογή υπηρεσιών και για πλήρη αξιοποίηση των οφελών της καινοτομίας.»