Βαριές καταδίκες αναμένονται για τους κατηγορούμενους για τις φούσκες του Χρηματιστηρίου 18 χρόνια μετά το σκάνδαλο.
Η εισαγγελέας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, Αθηνά Θεοδωροπούλου, δείχνει τον δρόμο της ενοχής και της καταδίκης στους 36 που έχουν απομείνει στο εδώλιο, καθώς έξι από τους αρχικά 42 κατηγορούμενους έχουν ήδη αποβιώσει.
Η υπόθεση που προκάλεσε αναταράξεις στην πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου επί σειρά ετών, αποτελεί πιθανόν το χειρότερο παράδειγμα δικαστικής διερεύνησης των τελευταίων δεκαετιών αφού πέρασε από 40 κύματα με καταγγελίες και καταδίκες ακόμα και για μη σύννομους χειρισμούς από δικαστικούς λειτουργούς αφού την πρώτη έρευνα για την υπόθεση ξεκίνησε το 2000 η τότε ανακρίτρια Κωνσταντίνα Μπουρμπούλια.
Η αθώωση και η αναίρεση
Η υπόθεση κρίθηκε δικαστικά για πρώτη φορά από το Εφετείο, το 2013 όταν αθωώθηκαν και οι – τότε– 42 κατηγορούμενοι. Μεταξύ αυτών οι χρηματιστές Παναγιώτης Κονταλέξης, Δημήτρης Ράνιος, Ηλίας Τσοτάκος και Ηλίας Μπογδάνος, οι επιχειρηματίες Γιώργος Μπατατούδης, Κωνσταντίνος Στέγγος, Σπυρίδωνας Τασόγλου και Παναγιώτης Πανούσης, και οι εφοπλιστές Βασίλειος Μανιός και Παντελής Ελευθέριος Κολλάκης.
Το 2016 το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης που είχε ασκήσει ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης κατά της αθωωτικής απόφασης και παρέπεμψε εκ νέου την υπόθεση στο ακροατήριο. Στο μεσοδιάστημα πέθαναν 6 άτομα και στο εδώλιο σήμερα έχουν παραπεμφθεί οι 36.
Ο Αθηνά Θεοδωρουπούλου στην αγόρευσή της σήμερα πρότεινε την ενοχή και των 36 θεωρώντας –όπως είπε – ότι το δικαστήριο που τους αθώωσε εφήρμοσε εσφαλμένη αιτιολογία. Η εισαγγελέας χαρακτήρισε μάλιστα την αναιρετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως «μία σπουδαία απόφαση». Τα αδικήματα που αντιμετωπίζουν είναι – κατά περίσταση– απάτη και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Σύμφωνα με την Αθηνά Θεοδωροπούλου εσφαλμένα το πρώτο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε ζημία. Αντίθετα, όπως είπε σκοπός των κατηγορουμένων ήταν η μακροπρόθεσμη δημιουργία πλασματικής εικόνας της αγοράς, η καλλιέργεια επενδυτικής ευημερίας και η μακροπρόθεσμη σταθεροποίησή της.
Ωστόσο, σημείωσε με έμφαση «μετά καταποντίστηκε το σύστημα γιατί η διόγκωση των μετοχών ήταν τεχνητή». Στόχος δε, των κατηγορουμένων, σύμφωνα πάντα με την εισαγγελική λειτουργό η οποία έκανε λόγο για μεθοδεύσεις εκ μέρους τους ήταν » η δημιουργία επίπλαστης αγοράς».
«Πλήξατε με τις μεθοδεύσεις το νόμο της ελεύθερης αγοράς με τη διόγκωση της τιμής των μετοχών που δεν θα διαμορφώνονταν σε αυτά τα επίπεδα». Mάλιστα, πρόσθεσε, πως μέσω αυτής της οδού μπορούσαν να παραπλανηθούν οι επενδυτές. «Η διαμορφωθείσα τιμή στο ταμπλό του ΧΑΑ δεν ήταν η «δίκαιη» τιμή, γιατί τη διαμόρφωσαν ψευδώς οι κατηγορούμενοι με τα πακέτα των μετοχών που έριξαν στην αγορά», τόνισε χωρίς να παραγνωρίζει τη δυσχέρεια που έχει υπόθεση καθώς έχουν παρέλθει σχεδόν 20 χρόνια από την αποκάλυψή της.