Η αναβάθμιση του κράτους δικαίου στην χώρα μας, με την βελτίωση της ποιότητας των θεσπιζομένων νόμων, την απαρέγκλιτη εφαρμογή τους έναντι όλων και την αποδοτικότερη λειτουργία των δικαστηρίων, αποτελεί βασική προϋπόθεση οικονομικής ανάπτυξης.
Του Κώστα Χριστίδη*
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα έχει κάκιστες επιδόσεις στην ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, όπως προκύπτει από την ύπαρξη εκατοντάδων χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων (και δη, φορολογικών, από τις οποίες θα μπορούσαν να εισρεύσουν σημαντικά ποσά στα δημόσια ταμεία), από τον αριθμό ημερών που απαιτείται κατά μέσον όρο για την επίλυση μίας αστικής υπόθεσης (περίπου διπλάσιος του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου) και από άλλους συναφείς δείκτες.
Παρά κάποιες προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια, όπως η εισαγωγή του θεσμού της διαμεσολάβησης στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις βάσει του Ν. 3898/2010, οι αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας κλπ., το πρόβλημα όχι απλώς παραμένει αλλά εντείνεται.
Η ρίζα του κακού έγκειται στην πολυνομία και την κακονομία που μαστίζουν την χώρα και προκαλούν παραλυτικές συνέπειες στην λειτουργία της δικαιοσύνης και στην κοινωνία γενικότερα.
Αρκεί να σημειωθεί ότι μόνο από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα έχουν ψηφισθεί περισσότεροι από 250 φορολογικοί νόμοι και απροσδιόριστος (αλλά οπωσδήποτε θηριώδης) αριθμός φορολογικών τροπολογιών (διάσπαρτων σε άλλους νόμους), υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων.
Η ποιότητα των νόμων κατά κανόνα είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ποσότητά τους. Έτσι βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να ανθίσουν η γραφειοκρατία και η διαφθορά και πλήττεται το κράτος δικαίου.
Είναι αδήριτη ανάγκη η κωδικοποίηση και η απλοποίηση της νομοθεσίας σε κάθε θεματικό πεδίο από ειδικές επιτροπές που θα έπρεπε να συσταθούν άμεσα και να περατώσουν το έργο τους σε τακτό χρονικό διάστημα.
Η εγγενής δικομανία των Ελλήνων πρέπει να αποθαρρυνθεί με αύξηση του κόστους προσφυγής στα δικαστήρια και, κυρίως, με ουσιαστική αύξηση της δικαστικής δαπάνης που επιβάλλεται στους ηττωμένους διαδίκους.
Παράλληλα, να ενισχυθεί ο προαναφερθείς θεσμός της διαμεσολάβησης, με υποχρεωτική εξωδικαστική επίλυση για ορισμένες υποθέσεις (π.χ. εμπορικές, οικογενειακές) ή με δυνατότητα παραπομπής υποχρεωτικά σε διαμεσολάβηση εκδικαζόμενης υπόθεσης με απόφαση του δικαστηρίου.
Είναι επίσης σκόπιμο να προωθηθεί ο θεσμός με πληρέστερη ενημέρωση του κοινού για τα πλεονεκτήματά του από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και τους Δικηγορικούς Συλλόγους.
Άλλα επιβοηθητικά μέτρα περιλαμβάνουν την αξιολόγηση δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων με κατάλληλα συστήματα αξιολόγησης και κυριότερο στόχο την περαιτέρω ανάπτυξη και επιμόρφωσή τους (και σε έξω – νομικά θέματα, π.χ. διαχείριση χρόνου), την καθιέρωση πιο ολιγομελών συνθέσεων των δικαστηρίων, την υπαγωγή περισσοτέρων υποθέσεων σε ειδικές, ταχείες διαδικασίες και την επιμήκυνση των ωραρίων λειτουργίας των δικαστηρίων.
Σπουδαιότερο όλων είναι η μηχανοργάνωση της δικαιοσύνης και η ψηφιοποίηση των δικαστικών διαδικασιών με ηλεκτρονική διακίνηση εγγράφων, ψηφιακή καταγραφή, αρχειοθέτηση και διάθεση Πρακτικών Συνεδριάσεων, ηχογράφηση – αποηχογράφηση των Πρακτικών κλπ., πράγμα που θα συμβάλει καθοριστικά στην αναγκαία επιτάχυνση της απονομής και την βελτίωση της λειτουργίας της δικαιοσύνης.
*Νομικός – Οικονομολόγος