Υπό κανονικές συνθήκες το αφήγημα της κυβέρνησης έδειχνε καλά προετοιμασμένο. Η κυβέρνηση θα ανακοίνωνε με πανηγυρικές τελετές την «έξοδο από τα μνημόνια» και την ανάκτηση του δικαιώματος επιλογής των μέσων για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Θα τη συνδύαζε με μια «ελεγχόμενη» έξοδο στις αγορές για να δείξει ότι μεσοπρόθεσμα δεν είχαμε πρόβλημα.
Στη συνέχεια, στο όνομα του «υπερπλεονάσματος», θα ξεκίναγε μια διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς» για μια αναστολή εφαρμογής ως προς το θέμα των συντάξεων, έτσι ώστε να μπορέσει να προετοιμαστεί για τη μάχη των εκλογών, επικαλούμενη τη συνολικά θετική πορεία της οικονομίας.
Όμως, αποδεικνύεται ότι η πορεία θα είναι αρκετά πιο δύσκολη και δύσβατη.
ΔΝΤ και ΕΕ συμφωνούν στην ανάγκη τήρησης των μέτρων
Είναι γεγονός ότι η έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που ετοίμασε το ΔΝΤ δεν ήταν τελικά το «αρνητικό σοκ» που φοβόταν η κυβέρνηση, δηλαδή μια έκθεση που θα ακύρωνε τις σχετικά αισιόδοξες προβλέψεις πάνω στις οποίες στηρίζονταν οι εκτιμήσεις της ΕΕ και του ESM.
Έτσι λοιπόν η έκθεση του ΔΝΤ σαφώς θεωρεί ότι μετά το 2038 δεν ισχύουν οι προβλέψεις των Ευρωπαίων και το ελληνικό χρέος θα καταστεί μη βιώσιμο, αλλά στο βαθμό που η πρόβλεψη τοποθετείται μετά το 2032, που είναι το ορόσημο που προβλέπει η συμφωνία του Eurogroup για το ελληνικό χρέος για την επανεξέταση και τη λήψη τυχόν επιπλέον μέτρων, η πρόβλεψη του ΔΝΤ δεν δημιουργεί κάποιο κραδασμό.
Όμως, την ίδια στιγμή η Έκθεση του ΔΝΤ, ακριβώς επειδή δεν θεωρεί ιδιαίτερα εφικτές τις προβλέψεις των ευρωπαίων έρχεται να επιμείνει και αυτή στην απαρέγκλιτη τήρηση των μέτρων που έχουν συμφωνηθεί, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των περικοπών των συντάξεων και της αύξησης του αφορολόγητου.
Η επιμονή αυτή στο να υλοποιηθούν τα επίδικα μέτρα, έρχεται να συναντηθεί με τον αντίστοιχο τόνο από την ευρωπαϊκή πλευρά. Ο γύρος εγκρίσεων από τις χώρες-μέλη και της τελευταίας δανειακής δόσης και της τέταρτης αξιολόγησης ολοκληρώθηκε και απομένει, από όσες χώρες προβλέπουν έγκριση μέσω κοινοβουλίου, και η ανάλογη έγκριση και της συμφωνίας για το χρέος.
Η θετική έκβαση των εγκρίσεων δεν αναιρεί το γεγονός ότι συνδυάζεται με την επιμονή να τηρηθούν όλα τα συμπεφωνημένα μέτρα.
Αυτό δημιουργεί μια ιδιαίτερα ασφυκτική πολιτική συνθήκη για την κυβέρνηση ως προς την δυνατότητά της να διεκδικήσει αναστολή της εφαρμογής μέσων.
Σε μια προεκλογική χρονιά για την Ευρώπη θα είναι δύσκολο να δοθεί ένα σήμα ότι λίγους μήνες μετά την τυπική έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια η Αθήνα υπαναχωρεί από το πλαίσιο της αρχικής συμφωνίας. Αυτό σημαίνει ότι τα περιθώρια της κυβέρνησης να δείξει φιλολαϊκό προφίλ στενεύουν.
Οι δυσκολίες της «εξόδου στις αγορές»
Τυπικά η Ελλάδα δεν χρειάζεται άμεση έξοδο στις αγορές. Η τελευταία δανειακή δόση σε συνδυασμό με όσα αποφάσισε το Eurogroup επιτρέπουν για το επόμενο διάστημα να μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες.
Όμως, η «έξοδος στις αγορές», δηλαδή η έμπρακτη απόδειξη ότι η Ελλάδα μπορεί να δανείζεται σε λογικό κόστος από τις διεθνείς αγορές είναι κομβική πλευρά και του μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού και του άμεσου πολιτικού υπολογισμού της κυβέρνησης για να επιδείξει επιστροφή στην ανάπτυξη και την κανονικότητα.
Όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα.
Καταρχάς, υπάρχουν τα προβλήματα με τη διεθνή οικονομική συγκυρία. Η αναταραχή που προκαλεί το ενδεχόμενο κλιμάκωσης του εν εξελίξει εμπορικού πολέμου επηρεάζει τις χρηματαγορές και αυξάνει τον κίνδυνο, άρα τις αποδόσεις και το ενδεχόμενο κόστος δανεισμού. Αυτό ήδη έχει φανεί και με τα 10ετή και με τα 5ετή ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που είχαν σημαντική αύξηση των αποδόσεών τους.
Έπειτα είναι οι ίδιες οι μεσοπρόθεσμες εκτιμήσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ο συνδυασμός ανάμεσα στην πρόβλεψη της συμφωνίας του Eurogroup ότι το 2032 θα επανεξεταστεί το θέμα του ελληνικού χρέους με τις αναφορές του ΔΝΤ για μακροπρόθεσμη μη βιωσιμότητα, επιτείνουν μια επιφύλαξη των αγορών απέναντι στους ελληνικούς τίτλους.
Ο Ντράγκι βάσει τη δική του σφραγίδα
Σε όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που ξέκοψε κάθε κουβέντα για συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), που βέβαια βαίνει προς το τέλος του.
Όμως, ο τρόπος που τέθηκε το θέμα δεν έστειλε και το καλύτερο μήνυμα στις αγορές.
Η τοποθέτηση του Ντράγκι ήταν από αυτή την άποψη χαρακτηριστική. Από τη μια ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα για το QE. Για αυτό θα χρειαζόταν το waiver, δηλαδή την κατ’ εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εγγύηση (εξαιτίας της χαμηλής πιστοληπτικής τους ικανότητας). Όμως, το waiver ίσχυε ακριβώς επειδή ήταν σε εξέλιξη το «ελληνικό πρόγραμμα». Με το τέλος του ελληνικού προγράμματος τελειώνει και το waiver.
Μόνο που ο συμβολισμός ούτε QE ούτε waiver, ουσιαστικά συνεπάγεται επιφύλαξη και της ΕΚΤ ως προς την μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, κατά τρόπο ανάλογο με αυτό του ΔΝΤ, και άρα άλλο ένα πρόβλημα στην «έξοδο στις αγορές».
Η διαρκής επιτήρηση
Ο τόνος είναι σαφής και από τους «θεσμούς» και από τις αγορές. Χωρίς απαρέγκλιτη τήρηση του προγράμματος και των «μεταρρυθμίσεων» και οι «θεσμοί» θα παρέμβουν (π.χ. αναστέλλοντας την εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους) και οι «αγορές» δεν θα διευκολύνουν.
Όμως, χωρίς έστω και συμβολική «έξοδο στις αγορές» και με ασφυκτική πίεση να εφαρμοστούν πλήρως και οι περικοπές στις συντάξεις και η μείωση του αφορολόγητου, τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ για το κυβερνητικό αφήγημα.
πηγή: in.gr