Απόφαση που μέλλει να ανατρέψει τα δεδομένα και στην ελληνική πραγματικότητα, έλαβε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία νομιμοποιούνται οι έφοδοι σε σπίτια ανθρώπων που φοροδιαφεύγουν, ακόμα κι αν στηρίζονται σε αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο (πχ. υποκλοπή) ή ως προϊόντα εγκλήματος (πχ. λίστα Λαγκάρντ κλπ).
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ενός ζευγαριού Γερμανών πολιτών, καθώς έκρινε ότι η «έφοδος» που έγινε στο σπίτι του με ένταλμα για έρευνα, είναι νόμιμη, παρότι εξεδόθη με βάση στοιχεία που είχαν αποκτηθεί παράνομα από πρώην υπάλληλο τράπεζας στο Λιχτενστάιν.
Οι Αρχές κατέσχεσαν από το σπίτι του ζευγαριού έναν φάκελο που έδειχνε τη σχέση τους με την τράπεζα του Λιχτενστάιν, καθώς και πέντε αρχεία από P/C. Τα στοιχεία περιείχαν πληροφορίες για 800 καταθέτες.
Με παραγγελία του εισαγγελέα έγινε έφοδος στο σπίτι του ζευγαριού μετά από ενδείξεις φοροαποφυγής την περίοδο 2002-2006.
Το ύψος της φοροδιαφυγής για τις γερμανικές Αρχές ξεπερνούσε τα 50 εκατ. ευρώ υρώ και για αυτόν τον λόγο η έρευνα στην κατοικία των Γερμανών πολιτών ήταν αναγκαία.
Το ζευγάρι προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υποστηρίζοντας ότι η έφοδος στο σπίτι τους είναι παράνομη αφού στηρίχθηκε σε υποκλαπέντα στοιχεία.
Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και η έρευνα έλαβε χώρα με βάση την αρχή της αναλογικότητας, αφού το αδίκημα ήταν πολύ σοβαρό.
Υπενθυμίζεται ότι στην τροπολογία Παπαγγελόπουλου προβλέπονται τρεις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνει χρήση του επίμαχου υλικού είτε για την παραπομπή είτε για τη δίκη:
1. Η βλάβη που προκαλείται με την κτήση είναι σημαντικά κατώτερη από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη.
2. Η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη.
3. Η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία.