Το timing είναι σίγουρα περίεργο. Το έτος 2020 υποτίθεται ότι θα ήταν η στιγμή που η Γερμανία θα επιδείκνυε την ηγεσία της, καθώς αναλαμβάνει από την 1η Ιουλίου την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά η έλευση του ιού βύθισε τον κόσμο και την ΕΕ στο χάος. Και καθώς άλλα ευρωπαϊκά κράτη της ζητούν να αναλάβει την ευθύνη και να δείξει αλληλεγγύη, η Γερμανία φαίνεται ότι αρνείται να προχωρήσει.
Η πανδημία του Covid-19 γίνεται συνεπώς μια τραγική επανάληψη της κρίσης του ευρώ της περασμένης δεκαετίας. Τότε ήταν κυρίως οι Έλληνες που ήταν οργισμένοι με τους Γερμανούς, βάζοντας ακόμη και μουστάκια του Χίτλερ σε αφίσες της καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ. Σήμερα, είναι κυρίως οι Ιταλοί και οι Ισπανοί.
Οι Γερμανοί, από την πλευρά τους, για άλλη μια φορά σαστισμένοι αναρωτιούνται γιατί οι άλλοι είναι τόσο αναστατωμένοι. Κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ, η Γερμανία συμμετείχε στα προγράμματα διάσωσης, παρόλο που οι συνθήκες της ΕΕ απαγορεύουν τις διασώσεις. Το γεγονός αυτό έκανε τους Γερμανούς να αισθάνονται γενναιόδωροι. Τώρα βοηθούν και πάλι την ΕΕ να χρηματοδοτήσει τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από τον ιό. Είναι επίσης αλήθεια το ότι η Γερμανία σήμερα λέει όχι στα «κορωνομόλογα» – μια μορφή αμοιβαιοποίησης του ευρωπαϊκού χρέους – ακριβώς όπως τότε απέρριπτε τα «ευρωομόλογα». Όμως, καθώς η χώρα είναι ο μεγαλύτερος ταμίας των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, τα γερμανικά μετρητά εξακολουθούν να πηγαίνουν εκεί που χρειάζεται και οι Γερμανοί αισθάνονται ότι αυτό θα έπρεπε να τους αναγνωριστεί.
Αυτή η αμοιβαία ατελής και λανθασμένη επικοινωνία είναι μια δυνητική ωρολογιακή βόμβα που θα μπορούσε μια μέρα να ανατινάξει το ευρωπαϊκό project. Αντικατοπτρίζει τόσο το σχεδιαστικό ελάττωμα της ΕΕ όσο και το γερμανικό έλλειμμα πολιτικής συνείδησης. Αυτό συμβαίνει επειδή η ΕΕ είναι ατελές μπλοκ. Για να συνεχίσει να λειτουργεί, χρειάζεται έναν πράο ηγέτη ή ηγεμόνα. Και μόνο μία χώρα είναι οικονομικά και πολιτικά (αν και όχι στρατιωτικά) αρκετά ισχυρή για να παίξει αυτόν τον ρόλο.
Στην ίδια τη Γερμανία, αυτή η «συζήτηση για την ηγεμονία» ξεκίνησε το 2012 με ένα δοκίμιο από έναν Γερμανό καθηγητή, τον Christoph Schoenberger. Στις διεθνείς σχέσεις, η χώρα – ηγεμόνας δεν κυριαρχεί στους άλλους επιβάλλοντας την ωμή δύναμή της. Αντ ‘αυτού, είναι μια χώρα που χρησιμοποιεί τη δύναμή της για να διατηρήσει το μεγαλύτερο σύστημα, ακόμη και με κόστος για τα πιο στενά εθνικά της συμφέροντά – ααλαμβάνοντας, για παράδειγμα, το ρόλο του ως δανειστή έσχατης λύσης. Η Βρετανία έπαιξε αυτόν το ρόλο κατά τη χρυσή εποχή του 19ου αιώνα. Οι ΗΠΑ ηγήθηκαν στο σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Υπάρχει το επιχείρημα ότι, κατά τον ίδιο τρόπο, η Γερμανία θα πρέπει να αποδεχθεί ότι είναι ο ηγεμόνας της ζώνης του ευρώ και της ΕΕ. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950, αμέσως μετά από έναν βαρβαρό γερμανικό πόλεμο επιθετικότητας. Από την αρχή, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα δημιουργήθηκαν έτσι ώστε καμία χώρα, και ειδικά η Γερμανία, να μην μπορεί να κυριαρχήσει στις άλλες. Έτσι, για παράδειγμα, το Βερολίνο συνεισφέρει το 21,44% του κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά έχει ελάχιστα μεγαλύτερη επιρροή στο Διοικητικό της Συμβούλιο από τη Μάλτα, που συνεισφέρει το 0,09%. Στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, το ταμείο διάσωσης της ΕΕ, η Γερμανία έχει αρκετή ισχύ για να μπλοκάρει τις αποφάσεις αλλά όχι για να τις λάβει. Και ούτω καθεξής.
Ο πρακτικός τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι δεκαετιών υπήρξε ένα είδος κοινής ηγεμονίας από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Η Γαλλία, σε αυτήν την εταιρική σχέση, υποτίθεται ότι θα κρατούσε τα νότια μέλη χαρούμενα, η Γερμανία τα βόρεια και ανατολικά, έτσι ώστε η ΕΕ στο σύνολό της να μπορεί να προχωρήσει. Αυτός ο γαλλογερμανικός καταμερισμός εργασίας έχει καταρρεύσει. Αυτό οφείλεται εν μέρει στα διαφορετικά συμφέροντα των δύο χωρών. Επιπλέον όμως η Γαλλία διαθετει πολύ μικρή οικονομική δύναμη για να είναι συν-ηγεμόνας.
Έτσι, η αναζήτηση ενός Ευρωπαίου ηγέτη δείχνει και πάλι τη Γερμανία. Το πρόβλημα είναι ότι το κοινό της χώρας είναι απολύτως εχθρικό σε αυτόν τον ρόλο. Στο αριστερό φάσμα της πολιτικής, οι Γερμανοί παραθέτουν τη σκοτεινή ιστορία τους και υποστηρίζουν ότι η Γερμανία θα πρέπει να υποτάσσεται στην κοινότητα των γειτόνων της και όχι να τους καθοδηγεί. Συχνά παραθέτουν τον συγγραφέα Thomas Mann, ο οποίος φοβόταν μια «γερμανική Ευρώπη» και ήλπιζε για μια «ευρωπαϊκή Γερμανία». Επιπλέον, δεν βοηθά το γεγονός ότι η γερμανική λέξη για τον «ηγέτη» είναι ο Fuehrer (Φύρερ).
Στο δεξιό φάσμα της πολιτικής, οι Γερμανοί ανησυχούν για τα σχεδιαστικά ελαττώματα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Αυτά καθιστούν τους Γερμανούς οικονομικά υπεύθυνους χωρίς να τους παρέχουν τον ανάλογο έλεγχο ή επίβλεψη. Εξ’ ου και η εμμονή τους με τον «ηθικό κίνδυνο», μήπως οι Ιταλοί ξοδέψουν χρήματα με εγγύηση από τους Γερμανούς, ενώ οι Γερμανοί δεν έχουν καμία επιρροή στην ιταλική πολιτική. Ο εφιάλτης των Γερμανών συντηρητικών είναι μια «ένωση μεταβίβασης» στην οποία τα ευρώ των φόρων τους θα εξαφανίζονται στον απύθμενο λάκκο του νότου, καταστρέφοντας τη βιομηχανική δύναμη της Γερμανίας.
Μια λύση σε αυτό το δίλημμα θα ήταν να αποκτήσει η ζώνη του ευρώ και η ΕΕ μια κανονική κυβέρνηση, με τα δικά της φορολογικά έσοδα και δημοσιονομικές εξουσίες. Η Γερμανία θα ήταν τότε το μεγαλύτερο σώμα σε μια νέα οντότητα. Ένα τόσο τολμηρό βήμα θα μπορούσε να έχει νόημα με έναν φιλοευρωπαίο καγκελάριο όπως ο Χέλμουτ Κολ. Αλλά αυτή ήταν μια άλλη εποχή. Κανείς σήμερα, στη Γερμανία ή στις 26 άλλες χώρες της ΕΕ, δεν είναι έτοιμος για ένα τέτοιο άλμα.
Και έτσι το γερμανικό κατεστημένο συνεχίζει τα ρητορικά ακροβατικά του, ζητώντας αόριστα «περισσότερη Ευρώπη» χωρίς να προσδιορίζει τι σημαίνει αυτό ή να παρέχει τα χρήματα για να πραγματοποιηθεί. Στην πράξη, οι Γερμανοί αποδεικνύονται ίδιοι με τα «δημοσιονομικά γεράκια» της Ολλανδίας και της Αυστρίας, με τη διαφορά ότι είναι λίγο πιο διπλωμάτες από αυτούς επειδή γνωρίζουν ότι όλοι τους παρακολουθούν. Όπως και στην κρίση του ευρώ, η Γερμανία θα συνεχίσει να κάνει αυτό που πρέπει για να αποτρέψει την άμεση διάλυση του ενιαίου νομίσματος, αλλά ποτέ αυτό που χρειάζεται για να θεραπεύσει τις αδυναμίες του.
Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχα με τον καθηγητή Schoenberger αυτή την εβδομάδαμια τον ρώτησα για τις σκέψεις του οκτώ χρόνια μετά την έναρξη της συζήτησης για την ηγεμονία. Αυτό που άλλαξε από το 2012, μου είπε, είναι ότι σήμερα οι εντάσεις είναι μεγαλύτερες και οι πόροι λιγότεροι, οπότε κάποιος πρέπει να ηγηθεί: «Είτε θα το κάνουν οι Γερμανοί, είτε κανένας δεν θα το κάνει, με αποτέλεσμα την κατάρρευση».