Το πρακτορείο Bloomberg που στοχοποιήθηκε αρχικά από το υπουργείο Οικονομικών για την πτώση των ελληνικών τραπεζικών μετοχών και την αναστάτωση που δημιουργήθηκε για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αφιερώνει νέο άρθρο του στο θέμα και προσπαθεί με έξι ερωταπαντήσεις να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι ελληνικές τράπεζες επανήλθαν στην επικαιρότητα, τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά και πώς μπορεί να διορθωθεί η κατάσταση.
«Bεβαρυμένες με το υψηλότερο ποσοστό κόκκινων δανείων στην Ευρώπη, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν αρκετές προκλήσεις» σχολιάζει το πρακτορείο και προσθέτει:
«Και αυτό ίσχυε πριν ακόμη η Ελλάδα, το πιο υπερχρεωμένο κράτος της ηπείρου, αποφασίσει να δώσει τέλος στο πρόγραμμα στήριξης χωρίς να ζητήσει προληπτική πιστωτική γραμμή από τους Ευρωπαίους πιστωτές της».
Μάλιστα, το πρακτορείο ειδήσεων προειδοποιεί ότι «εάν οι αμφιβολίες για την κατάσταση των ισολογισμών τους δεν αντιμετωπιστούν, οι ανησυχίες για τη μοίρα των ελληνικών τραπεζών θα μπορούσαν να βγουν εκτός ελέγχου».
Αυτό, παρατηρεί, κατέστη σαφές αυτήν την εβδομάδα με τη βουτιά των τραπεζικών μετοχών, αν και οι πληροφορίες ότι η κυβέρνηση εξετάζει σχέδιο για πρόγραμμα προστασίας ενεργητικού ανέκοψε την πτώση.
Η παρουσίαση της κατάστασης
Το Bloomberg παρουσιάζει αναλυτικά την κατάσταση μέσα από απαντήσεις σε έξι ερωτήματα.
1. Δεν έχουν ήδη διορθωθεί τα προβλήματα της Ελλάδας;
Έχουν γίνει προσπάθειες για αυτό. Αυτό το καλοκαίρι η Ελλάδα βγήκε από το πρόγραμμα διάσωσης και πέτυχε αξιοσημείωτη συμφωνία με τις άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης, η οποία της δίνει περιθώριο μιας δεκαετίας ή και περισσότερο για να αρχίσει να αποπληρώνει τα δάνειά της (με την προϋπόθεση ότι δεν θα επιστρέψει στις δαπάνες που έφεραν την οικονομία της στο χείλος της κατάρρευσης το 2009).
Οι μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί τρεις φορές από την αρχή της κρίσης χρέους –με πιο πρόσφατη το 2015. Την τελευταία δεκαετία το κράτος έχει διαθέσει σχεδόν 50 δισ. ευρώ για να ενισχύσει τα κεφάλαιά τους και επισημαίνει ότι τώρα εμφανίζουν υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια. Παράλληλα υποστηρίζει ότι έχουν στη διάθεσή τους νέα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν το θέμα των κόκκινων δανείων, όπως τον εξωδικαστικό μηχανισμό και τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς.
2. Τότε ποιο είναι το πρόβλημα;
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανέρχονται περίπου στο 50% του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών- το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Και τα κεφάλαια τους αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, έναντι του ελληνικού Δημοσίου.
Ο τραπεζικός δείκτης στο Χρηματιστήριο της Αθήνας έχει χάσει το ένα τρίτο της αξίας του φέτος και η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, η Πειραιώς, έχει κληθεί να αντλήσει κεφάλαια έως το τέλος του έτους, –ένα έργο που περιπλέκεται λόγω της junk αξιολόγησης.
Την ίδια ώρα οι τράπεζες πιέζονται από τις ρυθμιστικές αρχές να επιταχύνουν τη διαδικασία εξυγίανσης των ισολογισμών τους, και να μειώσουν τον όγκο των επισφαλών δανείων, με μερίδα αναλυτών να αμφισβητεί ότι οι φιλόδοξοι αυτοί στόχοι μπορούν να επιτευχθούν.
Ορισμένα funds, με short θέσεις στις ελληνικές τράπεζες, όπως το Oceanwood Capital Mgmt LLP, δεν έχουν πειστεί ότι οι τράπεζες μπορούν να εξυγιάνουν τα βιβλία τους χωρίς να «κάψουν» σημαντικά κεφάλαια.
3. Τι μπορεί να γίνει;
Η ελληνική κυβέρνηση φέρεται να εξετάζει ένα σχέδιο για να βοηθήσει τις τράπεζες να να επισπεύσουν τις πωλήσεις επισφαλών δανείων, πιθανώς περιλαμβάνοντας μια κρατική εγγύηση, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη. Η κυβέρνηση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το μαξιλάρι διαθεσίμων των 24 δισ. ευρώ, για να στηρίξει τις τράπεζες.
Έχουν ακουστεί διάφορες ιδέες, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός σχήματος προστασίας των assets και ενός οχήματος ειδικού σκοπού στο οποίο θα «ξεφορτώνονται» τα επισφαλή δάνεια με κρατικές εγγυήσεις. Ωστόσο, η χρήση των κεφαλαίων του μαξιλαριού ασφαλείας, θα μπορούσε να υπονομεύσει τις προσπάθειες της κυβέρνησης να πείσει τους επενδυτές ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου καλύπτονται πλήρως για τα επόμενα έτη. Θα μπορούσε επίσης να έρθει σε σύγκρουση με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απαγορεύουν την κρατική βοήθεια προς τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς χωρίς πρώτα να υποστούν ζημιά οι μέτοχοι, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ (bail-in).
4. Πώς φτάσαμε εδώ;
Το πτωτικό σπιράλ για τις ελληνικές τράπεζες άρχισε πριν από μία δεκαετία, όταν η χώρα εισήλθε στη μακροβιότερη και πιο επώδυνη ύφεση πολλών δεκαετιών.
Οι πελάτες των τραπεζών –νοικοκυριά και επιχειρήσεις- έχουν αθετήσει μαζικά τις υποχρεώσεις τους απέναντι σε δάνεια από το 2008. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, το δημόσιο επίσης χρεοκόπησε, που σημαίνει ότι οι τράπεζες αναγκάστηκαν να διαγράψουν την αξία κρατικών ομολόγων, που είχαν στην κατοχή τους. Οι γραμμές χρηματοδότησης επίσης στέρεψαν.
Και όλα αυτά έγιναν πριν εκλεγεί ο Αλέξης Τσίπρας το 2015 με την υπόσχεση να τερματίσει τη λιτότητα. Η εξάμηνη σύγκρουσή του με τους Ευρωπαίους πιστωτές της χώρας προκάλεσε φυγή καταθέσεων και έφερε την Ελλάδα στο χείλος της εξόδου από την ευρωζώνη. Επιβλήθηκαν capital controls και η οικονομία περιήλθε σε διπλή ύφεση, δίνοντας απότομο τέλος σε μια σύντομη περίοδο ανάκαμψης το 2014.
5. Οι τράπεζες δεν έχουν μερίδιο ευθύνης;
Έχουν. Η κρίση εξέθεσε μία σειρά αποτυχιών στην εταιρική διακυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης δανείων σε δανειολήπτες, που δεν μπορούσαν να πληρώσουν.
Αυτές οι πρακτικές κρατήθηκαν μυστικές, αν μη τι άλλο λόγω του ότι τεράστια δάνεια δόθηκαν σε πολιτικά κόμματα και ΜΜΕ.
Ένας από τους όρους του τελευταίου μνημονίου ήταν η πλήρης αναδιάρθρωση των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών. Το ερώτημα είναι εάν οι νέες διοικήσεις μπορούν να αλλάξουν την κατάσταση ή εάν οι τράπεζες είναι πολύ βαθιά «στο κόκκινο» για να σωθούν.
6. Και τώρα τι γίνεται;
Στις προηγούμενες περιπτώσεις που ήταν σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα (π.χ. Ιταλία, Κύπρος), οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές έλαβαν μια φιλελεύθερη προσέγγιση στους κανόνες κρατικής βοήθειας της ΕΕ, επιτρέποντας να χρησιμοποιηθεί η κρατική βοήθεια για να αποφευχθεί η καταστροφή.
Αλλά εάν χρειάζονται τέτοιες λύσεις, δεν θα είναι εύκολες ή φθηνές: η διάσωσης της κεντρικής συνεργατικής τράπεζας της Κύπρου νωρίτερα φέτος, κόστισε στους Κύπριους φορολογούμενος ένα ποσό ίσο με το 13% του ΑΕΠ της χώρας.
Εκτός από την πιθανή αξιοποίηση κεφαλαίων που αρχικά προορίζονταν ως μαξιλάρι για το ελληνικό δημόσιο, η χρήση δημοσίων κεφαλαίων επίσης εγείρει ερωτήματα για την αξιοπιστία των τραπεζικών κανόνων της ένωσης, και την ποιότητα της χρηματοπιστωτικής εποπτείας.
Εξάλλου, οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι οι πρώτες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα παρά το ότι πέρασαν τα ευρωπαϊκά stress tests.