Η περιορισμένη δυναμική των ελληνικών εξαγωγών, σε σύγκριση με άλλες οικονομίες της Ευρώπης, είναι δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες. Αποτυπώνεται δε, στον λόγο εξαγωγών (αγαθών και υπηρεσιών) ως προς το ΑΕΠ, ο οποίος βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο σε σχέση με την Ισπανία και την Πορτογαλία και σε πολύ χαμηλότερο σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, υπογραμμίζει η Alpha Bank ΑΛΦΑ -29,66% στο εβδομαδιαίο της δελτίο.
Σημειώνεται ότι το 2015, το ποσοστό για την Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 30%, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσέγγισε το 44%. Επιπλέον το ποσοστό εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στην Ελλάδα μειώθηκε κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες το 2015 στις υπό σύγκριση χώρες, που είτε αυξήθηκε, είτε παρέμεινε σταθερό.
Τούτο οφείλεται κυρίως στην επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων που δυσχέραιναν τις εξωτερικές συναλλαγές της Ελλάδας με τους κύριους εμπορικούς εταίρους.
Το 2016, σύμφωνα με προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο λόγος εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα μειωθεί περαιτέρω στο 29%, ενώ μικρή άνοδος αναμένεται από το 2017, ενόψει της αναμενόμενης ανακάμψεως της ελληνικής οικονομίας.
Οι πιο σημαντικοί παράγοντες που ερμηνεύουν την ασθενική εξαγωγική δραστηριότητα των ελληνικών επιχειρήσεων μπορούν να διακριθούν σε δύο γενικές κατηγορίες. Αυτές που αφορούν σε ζητήματα βιομηχανικής οργανώσεως και αυτές που αναφέρονται είτε στη φάση του οικονομικού κύκλου, είτε στη μακροοικονομική πολιτική.
Οι παράγοντες της πρώτης κατηγορίας σχετίζονται με τις χρόνιες αδυναμίες όπως η εστίαση των ελληνικών εξαγωγών σε προϊόντα μετρίας και χαμηλής εντάσεως τεχνολογίας, καθώς και το χαμηλό ποσοστό εντάξεως της ελληνικής παραγωγής στην παγκόσμια αγορά -Global Value Chain- (μελέτη ΟΟΣΑ για την Ελλάδα, Μάρτιος 2016). Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει την αδυναμία των τιμών των αγαθών να ακολουθήσουν την πτώση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στην περίοδο της κρίσεως λόγω κυρίως των αυξήσεων στους φορολογικούς συντελεστές, τις δυσμενείς συνθήκες ρευστότητας και την έλλειψη επενδύσεων σε καινοτόμες εξαγωγικές βιομηχανίες. Συγκεκριμένα:
Πρώτον, μια από τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες που παρακωλύουν την εξαγωγική δραστηριότητα και ερμηνεύουν τη χαμηλή διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές αποτελεί το γεγονός ότι οι εξαγωγές είναι συγκεντρωμένες σε προϊόντα χαμηλής εντάσεως τεχνολογίας και αντιμετωπίζουν έντονο ανταγωνισμό από άλλες χώρες με χαμηλότερο κόστος εργασίας όπως η Τουρκία, η Βουλγαρία και άλλες συναφείς οικονομίες.
Συγκεκριμένα, τα εξαγόμενα προϊόντα μεσαίας–χαμηλής και χαμηλής εντάσεως τεχνολογίας αντιπροσωπεύουν το 80% σχεδόν των συνολικών ελληνικών εξαγωγών, ενώ αντίθετα τα προϊόντα υψηλής και μεσαίας-υψηλής εντάσεως τεχνολογίας μόλις το 20%.
Επιπλέον, σύμφωνα με σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα (OECD Economic Surveys, March 2016), από το 2007 και έπειτα η οποιαδήποτε αύξηση των εξαγωγών προήλθε από βιομηχανίες μεσαίας-χαμηλής εντάσεως τεχνολογίας, ενώ οι εξαγωγές από τις άλλες βιομηχανίες παρέμειναν υποτονικές.
Από τη διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών το 2015 προκύπτει ότι όσον αφορά στα αγαθά, οι περισσότερες εξαγωγές αφορούν σε προϊόντα πετρελαίου (14%) και προϊόντα του αγροτοδιατροφικού τομέα (7%) και στις υπηρεσίες το μεγαλύτερο ποσοστό κατέχουν οι υπηρεσίες τουρισμού (27%).
Δεύτερον, η χαμηλή εξειδίκευση των ελληνικών εξαγωγών ερμηνεύει μερικώς την περιορισμένη ένταξη των ελληνικών προϊόντων στην παγκόσμια αγορά (Global Value Chain). Η ένταξη των χωρών στην παγκόσμια αγορά επιτρέπει στις επιχειρήσεις να ειδικευθούν σε μέρος της παραγωγικής διαδικασίας, στο οποίο είναι πιο ανταγωνιστικές, χρησιμοποιώντας ενδιάμεσα αγαθά και υπηρεσίες από τρίτες χώρες.
Επίσης, ο υψηλός βαθμός ενσωματώσεως μιας οικονομίας στην παγκόσμια αγορά βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της χώρας με το να παρέχει πρόσβαση σε πιο φθηνές διαφοροποιημένες ή καλύτερης ποιότητας εισροές στην παραγωγή. Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, που εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του εμπορίου, διαδραματίζουν και οι διαδικασίες που διευκολύνουν το εμπόριο όπως οι ταχείς και αποτελεσματικές διαδικασίες εκτελωνισμού και των υπηρεσιών στα λιμάνια.
Τρίτον, η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στην περίοδο της οικονομικής κρίσεως, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής υποτιμήσεως, απεκατέστησε την απώλεια ανταγωνιστικότητας της προηγούμενης δεκαετίας, άλλα η ανταπόκριση των εξαγωγών δεν ήταν ανάλογη εξαιτίας εν μέρει του γεγονότος ότι οι τιμές δεν ανταποκρίθηκαν με τον ίδιο πτωτικό ρυθμό.
Συγκεκριμένα, από τον Οκτώβριο του 2012 έως τον Οκτώβριο του 2015 ο δείκτης ανταγωνιστικότητας (REER) με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας βελτιώθηκε κατά 13%, ενώ με βάση τον πληθωρισμό μόλις κατά 5%, με αποτέλεσμα τα ελληνικά προϊόντα να παραμείνουν λιγότερο ανταγωνιστικά. Η σχέση αυτή επιδεινώθηκε περεταίρω με την αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ σε σειρά προϊόντων και υπηρεσιών κατά το προηγούμενο έτος (Γράφημα 5).
Τέταρτον, η παραγωγική δραστηριότητα των εξαγωγικών επιχειρήσεων αντιμετωπίζει συνεχείς προκλήσεις τα τελευταία έτη, εξαιτίας της ελλείψεως ρευστότητας στην οικονομία και της αυξήσεως της αβεβαιότητας αλλά και, ειδικότερα το 2015, λόγω της επιβολής των κεφαλαιακών έλεγχων. Ειδικά οι περιορισμοί στην κίνηση των κεφαλαίων δυσχέραναν κυρίως τις εισαγωγές πρώτων υλών και ενδιαμέσων εισροών, απαραίτητων για την παραγωγή των εξαγωγικών επιχειρήσεων. Στα παραπάνω προστίθεται και η αύξηση της φορολογίας στα κέρδη των επιχειρήσεων και ο φόρος στην ενέργεια που αποτελεί σημαντικό συντελεστή κόστους στην παραγωγική διαδικασία ειδικά του βιομηχανικού και όχι μόνο κλάδου.
Επιπλέον, το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι κατά πολύ υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, εμποδίζοντας περαιτέρω τις συνθήκες ανταγωνισμού για τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις.
Αναλυτικότερα, το μέσο επιτόκιο για νέα δάνεια επιχειρήσεων μέχρι και €250 χιλιάδες διαμορφώθηκε τον Απρίλιο του 2016 στο 5,94% (στην Ευρωζώνη ο μέσος όρος ήταν στο 2,99%) και για δάνεια άνω του €1 εκατ. διαμορφώθηκε στο 4,6%, ενώ στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε σε μόλις 1,34%.
Πέμπτον, οι επενδύσεις του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα έχουν μειωθεί δραματικά κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως από 24,7% ως προς το ΑΕΠ το 2007, σε 11,6% το 2015. Ειδικά οι επενδύσεις σε έργα υποδομής όπως για παράδειγμα σε υπηρεσίες εφοδιασμού (logistics) και μεταφορές, με έμφαση στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών, είναι κρίσιμες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών τα επόμενα έτη. Σε κάθε περίπτωση, η χρηματοδότηση των επενδύσεων καθίσταται δυσχερής σε περιβάλλον χαμηλής δημοσιονομικής ευελιξίας, ασθενικής χρηματοδοτήσεως μέσω τραπεζών, υψηλής φορολογήσεως και διαρθρωτικών προβλημάτων σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Η διαμόρφωση ενός πιο ευνοϊκού, προς τις επενδύσεις, περιβάλλοντος θα μπορούσε να προσελκύσει επενδύσεις και ειδικά ξένες άμεσες επενδύσεις, το ποσοστό των οποίων ως προς το ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλό στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες. Συγκεκριμένα, το 2014 το ποσοστό των ξένων άμεσων επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε 9,5 % στην χώρα μας, επίπεδο κατά πολύ χαμηλότερο σε σχέση με τις υπό σύγκριση χώρες της Ευρώπης και άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες. Σημειώνεται δε ότι το 2015 οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα ήσαν μηδενικές. Η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και των παραχωρήσεων αναμένεται να συνδράμουν σημαντικά προς αυτήν την κατεύθυνση.
Τέλος, και οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη (RnD) είναι επίσης πολύ περιορισμένες στην Ελλάδα συγκριτικά με άλλες χώρες. Ειδικότερα, το ποσοστό των επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη ως προς το ΑΕΠ κυμαίνεται στο 0,8% (2013), σε επίπεδο πολύ χαμηλότερο από του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ, ήτοι 2,5%. Σημειώνεται ότι οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, για τη δημιουργία νέων διαφοροποιημένων προϊόντων, αναβαθμίζουν τη θέση της χώρας στην παγκόσμια αγορά (Global Value Chain), που όπως αναλύσαμε παραπάνω, παραμένει αδύναμη.