Η κυβέρνηση «καυχιέται» ότι το ομόλογο που μόλις πούλησε στους διεθνείς επενδυτές έχει χαμηλότερο επιτόκιο από το αντίστοιχο που εκδόθηκε επί κυβέρνησης Σαμαρά, αλλά η σύγκριση αυτή είναι λάθος, τόσο από οικονομική πλευρά όσο και από πολιτική πλευρά.
Τα νούμερα που παρουσιάζονται στη σύγκριση είναι ότι το «ομόλογο Τσίπρα» έχει ετήσιο κουπόνι 4,375% και συνολική απόδοση (μέση ετήσια απόδοση στην πενταετία 4,625%), ενώ το «ομόλογο Σαμαρά» είχε κουπόνι 4,75% και συνολική απόδοση 4,95%, αναφέρει το newmoney.
Η απλή σύγκριση, όμως, δεν είναι είναι απλώς άδικη, αλλά και παραπλανητική, αφού θα πρέπει να γίνει όχι με τα δύο ονομαστικά επιτόκια μεταξύ τους, αλλά σε σχέση με τα επιτόκια που υπήρχαν τότε και σήμερα στην αγορά.
Το γενικό μέτρο σύγκρισης, ο «πήχης» για τα ομόλογα της ευρωζώνης είναι η απόδοση του δεκαετούς γερμανικού ομολόγου που αντανακλά γενικότερα το κλίμα στην αγορά κεφαλαίου.
Το καλοκαίρι του 2014, η απόδοση του δεκαετούς γερμανικού ομολόγου ήταν 1,251%, ενώ σήμερα είναι 0,575%, ήτοι 0,67 ποσοστιαίες μονάδες παρακάτω.
Όσο για την απόδοση του πενταετούς γερμανικού ομολόγου, αυτό ήταν 0,349%, ενώ σήμερα είναι αρνητική και διαμορφώνεται στο -0,10%.
Με απλά λόγια αυτό δείχνει ότι το χρήμα το 2017 είναι αρκετά φθηνότερο από ότι ήταν το 2014 και μάλιστα κατά 0,67 ποσοστιαίες μονάδες στη δεκαετία και κατά 0,44 μονάδες στην πενταετία. Αυτό σημαίνει ότι είναι πιο εύκολο να πουλήσεις ένα ομόλογο σήμερα, από ότι ήταν το 2014 και η πίεση για μεγαλύτερο επιτόκιο είναι σήμερα μικρότερη από ότι πριν τρία χρόνια...
Γιαυτό άλλωστε και πάντα οι συγκρίσεις στη διεθνή αγορά ομολόγων δεν γίνονται με τα ονομαστικά επιτόκια, αλλά με βάση το «σπρεντ» (spread) τη διαφορά δηλαδή του επιτοκίου κάθε έκδοσης από το αντίστοιχο επιτόκιο αναφοράς, που κατά κανόνα είναι το γερμανικό.
Εάν συγκρίνουμε το «σπρεντ» βλέπουμε ότι το 2014 η απόδοση του ελληνικού ομολόγου ήταν κατά 4,60 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το αντίστοιχο γερμανικό, ενώ σήμερα το σπρεντ έχει μεγαλώσει και διαμορφώνεται στις 4,72 ποσοστιαίες μονάδες.
Με απλά λόγια, το ομόλογο του 2017 πληρώνει μεγαλύτερο «καπέλο» σε σχέση με το γερμανικό για να προσελκύσει κεφάλαια, σε σχέση με το καπέλο που πλήρωσε το ομόλογο του 2014.
Οι συνθήκες στην κεφαλαιαγορά το 2014 ήταν τελείως διαφορετικές από ότι σήμερα, καθώς διανύουμε μια περίοδο που η ΕΚΤ έχει «πνίξει» την ευρωπαϊκή αγορά με ρευστότητα, καθώς «τυπώνει χρήμα» μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που ξεκίνησε το 2015. Η Ελλάδα, ως γνωστόν, παρέμεινε εκτός του προγράμματος καθώς είχε διακοπεί τότε το δεύτερο πρόγραμμα στήριξης.
Η ρευστότητα που διοχετεύει η ΕΚΤ έχει ρίξει πολύ χαμηλά όλα τα επιτόκια. Είναι ενδεικτικό, ότι η απόδοση του πενταετούς πορτογαλικού ομολόγου ήταν το καλοκαίρι του 2014 κοντά στο 2,190%, ενώ σήμερα είναι στο 1,197%, γεγονός που δείχνει πόσο πιο εύκολο είναι σήμερα να προσελκύσει κεφάλαια μια χώρα.
Γι' αυτό και όλες οι συγκρίσεις στα οικονομικά γίνονται πάντα με την επιφύλαξη ότι «όλες οι άλλες συνθήκες παραμένουν αμετάβλητες», το γνωστό ceteris paribus που διδάσκονται οι πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών.
Στην πραγματικότητα, η ορθή σύγκριση θα έπρεπε να είναι ανάμεσα στο επιτόκιο που πληρώνει το ελληνικό Δημόσιο στους αγοραστές των ομολόγων και σε εκείνο που θα είχε η Ελλάδα εάν δεν είχε διακοπεί η πορεία προς τις αγορές. Αυτό δεν είναι βέβαια δυνατόν να υπολογιστεί, αλλά το βέβαιο είναι ότι θα ήταν πολύ χαμηλότερο από το 4,62% εάν λάβουμε υπ΄όψιν ότι η Πορτογαλία δανείζεται για 5 χρόνια μια 1,4%, η Ιταλία και η Μάλτα με κάτω από 1%, ενώ χώρες εκτός της Ευρωζωνης όπως η Πολωνία με 2,8% και η Ρουμανία με 2,7%.
Άλλωστε, όταν η κυβέρνηση καυχιέται ότι κατάφερε να να βγάλει ένα ομόλογο με το ίδιο πάνω κάτω επιτόκιο... ύστερα από τρία χρόνια, στην ουσία παραδέχεται ότι υιοθετεί με καθυστέρηση τριών χρόνων το στόχο της επανόδου της Ελλάδας στις αγορές, και αναδεικνύει τις ευθύνες της για τη διακοπή της πορείας προσέγγισης των αγορών που είχε ξεκινήσει στο παρελθόν.