Από τότε που υπάρχει χρήμα, υπάρχουν και τα χρέη. Λέγεται δε ότι ο πρώτος επίσημος δανεισμός έγινε στην Ελλάδα, από τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους, για να ξεκινήσουν το 431 π.Χ. τον πόλεμο κατά των Αθηναίων. Πρόκειται για την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Έκτοτε το χρήμα και ο δανεισμός διήνυσαν μία απίστευτη περίοδο πολλών αιώνων, στη διάρκεια της οποίας, κατά κανόνα, βασιλείς, αυτοκράτορες, άρχοντες και στρατιωτικοί ηγέτες δανείζονταν για να κάνουν πολέμους ή να ζουν οι ίδιοι μέσα στη χλιδή.
Η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει κάπου στα μέσα του 16ου μ.Χ. αιώνα, όταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Φραγκίσκος Ι δανείζεται 200.000 λίρες από τους εμπόρους του Παρισιού, όχι μόνο για να χρηματοδοτήσει στρατιωτικές δαπάνες αλλά και για να κάνει κάποια έργα κοινής ωφελείας. Κατά πολλούς ιστορικούς, αυτός ο δανεισμός ίσως να είναι και ο πρώτος δημόσιος στην οικονομική ιστορία.
Από θεωρητικής πλευράς, πάντως, για τον υπογράφοντα, η πρώτη σοβαρή θεωρητική προσέγγιση του δημοσίου χρέους έγινε από τον Άγγλο οικονομολόγο Νταίηβιντ Ρικάρντο, στο «Δοκίμιο για το Χρηματοδοτικό Σύστημα». Στο έργο του αυτό, ο Ρικάρντο αποδεικνύει ότι ένα δημόσιο χρέος έχει την ίδια επίπτωση με έναν φόρο.
Με βάση την ρικαρντιανή συλλογιστική, εφόσον το χρέος είναι ισοδύναμο του φόρου, στον εθνικό πλούτο μετράει μόνον το μερίδιο των δημοσίων δαπανών και όχι η χρηματοδότησή τους.
Έτσι, ο Ρικάρντο θεωρούσε, πρώτον, ότι το δημόσιο χρέος πρέπει να ισούται με τα φορολογικά έσοδα και, δεύτερον, ότι οι φορολογούμενοι είναι αιώνιοι. Όμως, στην περίφημη θεωρία του δεν έλεγε τίποτε για τον ρόλο των επιτοκίων στη χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους και στις επιπτώσεις τους όταν ο δανεισμός είναι υπερβολικός.
Στο επίπεδο αυτής της θεώρησης, επιβάλλονται δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, το κράτος είναι όντως αθάνατο. Συνεπώς, το κρίσιμο πρόβλημα του χρέους του δεν είναι αυτό της αποπληρωμής του, αλλά της ανθεκτικότητάς του.
Με άλλα λόγια, ένα κράτος μπορεί εσαεί να είναι χρεωμένο – το θέμα είναι πόσο αντέχει να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις του από το χρέος του. Η διαπίστωση αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική και πάνω της στηρίζεται η θεωρία περί «καλού» και «κακού» χρέους.
Ένα χρέος θεωρείται «καλό» όταν είναι ορθολογικώς χρήσιμο, δηλαδή όταν η ύπαρξή του αποφέρει περισσότερα κέρδη από την επιβάρυνση που αυτό συνεπάγεται. Ένα «καλό» χρέος είναι αυτό που, μέσω της χρησιμοποιήσεώς του, αυξάνεται το καθαρό ενεργητικό του κράτους, με αποτέλεσμα το τελευταίο να μπορεί να το αποπληρώνει.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι «καλό» δημόσιο χρέος είναι το παραγωγικό, δηλαδή αυτό που μπορεί να παράγει προστιθέμενη αξία έστω και αν ο χαρακτήρας της τελευταίας είναι άϋλος.
Αντιθέτως, ένα δημόσιο χρέος είναι «κακό» όταν χρηματοδοτεί δαπάνες που αφορούν μιαν αδιαφανή άσκηση της εξουσίας και επενδύσεις μηδενικής χρησιμότητας. Είναι, επίσης, «κακό» ένα δημόσιο χρέος όταν χρησιμοποιείται για σκανδαλώδεις εξαγορές ψήφων και για δαπάνες που θα κληθούν να πληρώσουν οι προσεχείς γενιές.
Με βάση τα κριτήρια της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), στην Ευρωπαϊκη Ένωση, κατά μέσον όρο, τα δημόσια χρέη σε ποσοστό 80% θεωρούνται «καλά». Εξαίρεση αποτελεί η Ελλάδα, στην οποία το ποσοστό «κακού» χρέους είναι 60%.
Και αυτό είναι σήμερα το πιο σοβαρό πρόβλημα της χώρας μας. Έχει ένα τεράστιο δημόσιο χρέος που είναι «στείρο» – δηλαδή, δεν έχει καμιάν απολύτως παραγωγική αξία. Τι κάνει η κυβέρνηση για να αλλάξει την κατάσταση αυτή;