Πριν από πολλά χρόνια κυκλοφορούσε ένα «μαύρο» ανέκδοτο: τρία πράγματα είναι ανίκητα στην Ελλάδα, η οργάνωση «17 Νοέμβρη», η ομάδα μπάσκετ του Άρη Θεσσαλονίκης και το Συγκρότημα Λαμπράκη.
Του Γιώργου Λακόπουλου
Η τρομοκρατική ομάδα σταμάτησε στο κινέζικο ρολόι που χρησιμοποίησε σε μια βόμβα που πήγε να βάλει στον Πειραιά. Ο Άρης άντεξε όσο είχε τον Γκάλη και τον Ιωαννίδη.
Αλλά το Συγκρότημα έδειχνε να διασχίζει το χρόνο με την καρίνα που διαμόρφωνε η τρόικα Λαμπράκης-Καραπαναγιώτης-Ψυχάρης. Ο ΔΟΛ ήταν ανίκητος, όπως έδειξαν κρίσιμα πολιτικά γεγονότα στα οποία ενεπλάκη: όπως π.χ. όσα συνέβησαν το 1965 και το 1989.
Η αναχώρηση των δυο πρώτων άφηνε στον Ψυχάρη τρία καθήκοντα. Να συντηρήσει υπέρ του ΔΟΛ την υποστήριξη της αστικής Αθήνας που εξασφάλιζε ο Λαμπράκης, να ανανεώσει την σχέση με τη δημοκρατική παράταξη που είχε ως εγγυητή τον Λέοντα Καραπαναγιώτη, και να συνεχίσει τη δημοσιογραφική πρωτοπορία που επέβαλε ο ίδιος ο Ψυχάρης όταν έλεγε «πήγα τη δημοσιογραφία δέκα χρόνια μπροστά».
Ο νέος ιδιοκτήτης του ΔΟΛ δεν φαινόταν να έχει πρόβλημα γιατί διέθετε ένα προσόν: ήταν ο πρώτος πραγματικός μάνατζερ στο χώρο των ΜΜΕ και αναγνωρισμένος παίκτης στην πολιτική σκακιέρα, ιδίως εκεί που η πολιτική και το μάρκετινγκ είχαν κοινό παρονομαστή με τα μίντια.
Μπορούσε να παραμένει ανίκητος και είχε ποικίλες επιβεβαιώσεις γι αυτό: διέθετε ισχυρά όπλα και σύμπασα η πολιτική τάξη επιζητούσε την εύνοια του. Πολιτικοί που τον είχαν συναντήσει μια φορά στη ζωή τους ρωτούσαν «τι κάνει ο Σταύρος» -λες και έπαιζαν μπάλα μαζί. Ο καφές στο σπίτι της οδού Αναγνωστοπούλου, με τον τρούλο του Αγίου Διονυσίου στο πιάτο, ήταν το κρυφό αντικείμενο το πόθου τους.
Ο «Σταύρος» όμως εκτός από επιχειρηματικά και δημοσιογραφικά υψηλής τεχνικής παίγνια, έπαιζε μόνο μπιρίμπα, με έναν πολύ κλειστό κύκλο. Τα καλοκαίρια στα σκάφη τους και το χειμώνα στα σαλέ τους.
Κατά τα λοιπά απλώς «δεχόταν» τους πολιτικούς. Όχι από υπεροψία- μπορούσε να το κάνει και για το χατίρι ενός συντάκτη του. Από γνώση. Λίγοι ήξεραν τόσο καλά πως διαμορφώθηκε το μεταπολιτευτικό σκηνικό και τι καπνό φουμάριζε ο καθένας.
Τα κρίσιμα λάθη
Ωστόσο κάποια στιγμή τα πράγματα στο ΔΟΛ άρχισαν να παίρνουν περίεργη τροπή σε δυο κρίσιμους τομείς: τη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων και τη διαχείριση της πολιτικής γραμμής. Για την ακρίβεια το ένα άρχισε να καταπίνει το άλλο.
Ως το 1999 δεν υπήρχε πρόβλημα και η επανέκδοση του καθημερινού ‘Βήματος», ήταν στρατηγική κίνηση. Η εφημερίδα άρχισε καλά και ο Λαμπράκης, που είχε συχνά οραματικές προσεγγίσεις, φαντάζονταν τους επιβάτες του Μετρό που θα έμπαινε οσονούπω σε λειτουργία, να κρατούν κάθε πρωί το «Βήμα» -και ήθελε μια ανάλογη εφημερίδα.
Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία συνέπεσε με την επανέκδοση και επέβαλε μια μονοθεματική περίοδο στον ελληνικό Τύπο. Αυτό δεν επέτρεπε στο «Βήμα» να δείξει τις αρετές του και να ξεχωρίσει. Αλλά είχε όλον τον καιρό μπροστά του: ο Ψυχάρης ήξερε τη δουλειά και διέθετε το δημοσιογραφικό δυναμικό να την κάνει. Πίστευε στη δύναμη του ρεπορτάζ και οι συντάκτες του «έφερναν θέματα».
Π.χ. καμιά άλλη εφημερίδα στην ιστορία του ελληνικού Τύπου δεν κατάφερε να δημοσιεύσει τον κρατικό προϋπολογισμό προτού κατατεθεί- επιτυχία που έφερε δημοσιογραφικό βραβείο στον Δημ. Νικολακόπουλο.
Και ξαφνικά άρχισαν τα λάθη. Ή μάλλον ξαφνικά ο Ψυχάρης άρχισε να μην βλέπει να λάθη.
Το πρώτο ήταν ότι κάποιοι αρθρογράφοι -με περιορισμένο ρόλο στο ρεπορτάζ- άρχισαν να βρίζουν τους …αναγνώστες του «Βήματος» … εξ ονόματος του «Βήματος». Στα ΝΕΑ θα συνέβαινε πολύ αργότερα. Για την ακρίβεια κάποιοι στρατεύτηκαν προκλητικά υπέρ του Κώστα Σημίτη και τον «εκσυγχρονισμό του», αλλά αντί να προβάλουν τις ιδέες του, προσπαθούσαν να διασύρουν τους αντιπάλους του.
Δεν ήταν απλώς κάποιοι σχολιαστές που είχαν τις προτιμήσεις τους, όπως ήταν δικαίωμά τους. Έπαιρναν μέρος στις εσωκομματικές και πολιτικές διαμάχες υπέρ ενός παίκτη -με αλαζονεία και ενοχλητικό τρόπο για τους υπολοίπους που ήταν αναγνώστες της εφημερίδας.
Το μισό ΠΑΣΟΚ, ο τότε Συνασπισμός , το ΚΚΕ, το συνδικαλιστικό κίνημα, αυτοδιοικητικοί, βουλευτές και κρατικοί λειτουργοί, κάθε δημόσιο πρόσωπο και κάθε πολιτική άποψη που δεν είχε «σημιτοποιηθεί», λοιδορήθηκαν από συγκεκριμένες στήλες του «Βήματος» και αυτό φαινόταν σαν «γραμμή του Συγκροτήματος».
Οι αναγνώστες του «Βήματος», όμως, ήταν κατά κύριο λόγο προοδευτικοί πολίτες από τη Δημοκρατική Παράταξη και την Αριστερά. Ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις τους στα πρόσωπα του ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής, είχαν τις ιστορικές αναφορές, τα βιώματα, τις αρχές και τις αξίες τους.
Παραδοσιακά πίστευαν στη δύναμη των λαϊκών κινητοποιήσεων, στις διεκδικήσεις, τις απεργίες, στην ιστορική διαδρομή της δημοκρατικής παράταξης και τα σύμβολα της. Και φυσικά ήταν Παπανδρεικοί. Αλλά στις εφημερίδες του Παπανδρεϊσμού κάποιοι δεν έκρυβαν ότι μισούσαν τον Παπανδρέου.
Πολλοί αναγνώστες όμως είχαν τις μνήμες τους, από τους Παπανδρέου- και κάποτε αγόραζαν … κρυφά τις εφημερίδες του Συγκροτήματος για να μην χαρακτηριστούν ‘ συνοδοιπόροι» των κομμουνιστών. Όπως είχαν και τις ευαισθησίες τους για την πορεία του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς- τις οποίες παρακολουθούσε πάντα με σεβασμό το Συγκρότημα και γι’ αυτό διάβαζαν τα έντυπά του.
Η αντίδραση για τον πολιτικό «προπηλακισμό»τους, ήταν αναμενόμενη. Πρώτα κατέλυσαν το τηλεφωνικό κέντρο για να διαμαρτυρηθούν. Στη συνέχεια έκοψαν την εφημερίδα και οδήγησαν την καθημερινή έκδοση σε μαρασμό και στο κλείσιμο. Επώνυμος αναγνώστης -συνδρομητής μάλιστα- έκοβε κάθε πρωί τα προκλητικά άρθρα και τα .. ταχυδρομούσε στη Χρ. Λαδά!
Ήταν το εναρκτήριο λάθος που συνέχισε να κατατρώει τα κυκλοφοριακά θεμέλια του ΔΟΛ ως το 2007 με την προκλητική παρέμβαση στις αρχαιρεσίες του ΠΑΣΟΚ – υπό την επήρεια της θεωρίας «ο Βενιζέλος θα προκύψει ως φυσικό φαινόμενο» που λανσάριζε συγκεκριμένος παράγων του μαγαζιού- μονίμως ακόλουθος λιβανιστής κάποιου.
Το μάθημα του 1997 με την λοιδορία του Κ. Καραμανλή επειδή… εξελέγη, δεν είχε ληφθεί υπόψη. Τότε δεν είχε κοστίσει-ή έτσι νόμιζαν κάποιοι.
Αυτό που επέτρεπε να κλιμακώνονται τέτοιες εμφανώς αυτοκτονικές συμπεριφορές που υπερέβαιναν τη δημοσιογραφική ελευθερία καθώς έδειχναν διατεταγμένες- και πάντως εκτός της παράδοσης του ΔΟΛ- δεν ήταν η ανοχή του Λαμπράκη, όπως έλεγαν κάποιοι. Ήταν ότι από ένα σημείο και πέρα ο Στ. Ψυχάρης, άρχισε να ασχολείται όλο και λιγότερο με την έκδοση και βρέθηκε μακριά από τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Τους λόγους τους ήξεραν όλοι.
Αλλαγή μετώπου
Το καθημερινό Βήμα αυτοκαταστράφηκε, αλλά παραδόξως κάποια χρόνια αργότερα η ίδια πρακτική επιβλήθηκε -από τους ίδιους εσωτερικούς κύκλους, αλλά και από την προσωπική σχέση του Ψυχάρη με συγκεκριμένο πολιτικό- αργότερα στα ΝΕΑ.
Αυτή τη φορά το κίνητρο δεν ήταν η προστασία του Σημίτη τους αντιπάλους του. Γιατί απλούστατα ο Σημίτης δεν υπήρχε πια, καθώς τον είχε βγάλει άκλαυτο από την πολιτική ο Γ. Παπανδρέου, με τον οποίο συνέπραττε από το 1996.
Ήταν η υποστήριξη προς τον Αντώνη Σαμαρά. Αλλά με αυτόν τον τρόπο το μέτωπο δεν ήταν πλέον προς τη Δεξιά. Ήταν προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή προς τον πολιτικό χώρο στον οποίο βρισκόταν πλέον οι αναγνώστες της εφημερίδας, μετακινηθέντες από το ΠΑΣΟΚ.
Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ κάποιοι το μεταχειρίζονταν σαν να το είχαν στο τσεπάκι τους, ή το αγνοούσαν. Ακόμη και τώρα ο Σταύρος Θεοδωράκης έχει καθημερινή κάλυψη και η Γεννηματά είναι σαν να μην υπάρχει.
Ο Ψυχάρης διαισθάνθηκε τον κίνδυνο. Ήξερε που βρίσκεται το μέλλον των εφημερίδων του, εξ ου και για μια περίοδο λειτούργησε υποστηρικτικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ- παρακινούμενος και από την οξυδέρκεια του Βασ. Μουλόπουλου που έβλεπε τη φορά των πραγμάτων μετά την εκλογή του Τσίπρα και το δημοσκοπικό μπουμ στις αρχές του 2008.
Απόδραση στελεχών
Ύστερα από μια περίοδο αμφιταλαντεύσεων με την πρωθυπουργία Γ. Παπανδρέου, η άνοδος του Σαμαρά στην ηγεσία της ΝΔ και εν συνεχεία η συγκυβέρνηση με τον Βενιζέλο ήταν μοιραία για τον ΔΟΛ. Ο Λαμπράκης δεν ζούσε πλέον και ο Ψυχάρης ήταν το αφεντικό. Ήξερε πως να υποστηρίξει πολιτικά μια κυβέρνηση χωρίς να προκαλεί τους αναγνώστες της εφημερίδας του που δεν την ψήφιζαν. Και πάντως ήξερε να μην είναι μονομερής.
Αλλά δεν ήταν πλέον ο παλιός Ψυχάρης- για λόγους που δεν είναι του παρόντος. Δεν έλεγχε το μαγαζί, όπως νόμιζαν πολλοί. Λειτουργούσε κατ’ ανάγκη με ενδιάμεσους. Ό,τι χειρότερο, όταν ήλθαν τα προβλήματα στην κυκλοφορία, τα οικονομικά και τις σχέσεις με το πολιτικό σύστημα. Αλλά ούτε και ο ΔΟΛ ήταν ό,τι παλιότερα, όταν ο Ψυχάρης με τον Καραπαναγιώτη υπήρξαν οι δυο πλευρές ενός τριγώνου που είχε στην κορυφή τον Λαμπράκη.
Όταν μετά το 2009 έγινε ο ίδιος κορυφή και αναζήτησε τους δικούς του Ψυχάρη και Καραπαναγιώτη, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν. Για την ακρίβεια όσοι μπορούσαν να αναλάβουν αυτούς τους ρόλους είχαν αποχωρήσει εν τω μεταξύ- πρώτα από το Βήμα. Όλοι για ένα λόγο: για να μην υποστούν τις συνέπειες της διαφαινόμενης ανάθεσης ρόλων όχι κατ’ αξίαν.
Οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία. Απλώς το «Βήμα» βρέθηκε ξαφνικά χωρίς ονόματα όπως ο Αλέξης Παπαχελάς, ο Πέτρος Ευθυμίου ή ο Νίκος Νικολάου. Ήταν η αρχή του τέλους. Ματαίως ο πολύπειρος Νικολάου έλεγε στον Ψυχάρη ότι οι εφημερίδες δεν μπορούν να εξελιχθούν με «μαρμαράδες», αλλά με ρεπόρτερς.
Πράγματι στη μεταπολιτευτική ιστορία του ελληνικού τύπου ο μόνος συντάκτης ύλης που κράτησε μεγάλη εφημερίδα ήταν ο Σερ. Φυντανίδης με την «Ελευθεροτυπία». Ο Ψυχάρης μάλιστα το έφερνε σαν παράδειγμα όταν «δίδασκε» στους δημοσιογράφους τους: «οι εφημερίδες είναι οι υπογραφές τους».
Το παραβίασε ο ίδιος αναβαθμίζοντας «υπηρεσιακούς» παράγοντες και παράλληλα επέτρεψε τον νεποτισμό, παρακάμπτοντας τον παλιό χρυσό κανόνα της διαδοχής στις εφημερίδες που ανάδειξε και τον ίδιο: τον πρώτο λόγο έχουν οι πολιτικοί συντάκτες. Οι επιτυχημένοι, εννοείται.
Από εκεί και πέρα όλα έδειχναν ότι οι δυο μεγάλες εφημερίδες δεν θα αντέξουν. Από τη μια ορισμένοι συνέχισαν να βρίζουν αγέρωχα το κοινό του- και κατ’ ουσίαν να μετατρέπουν τον ΔΟΛ από οργανικό φορέα της δημοκρατικής παράταξης σε «πιστόλι» της Δεξιάς εναντίον της.
Από την άλλη διακεκριμένοι συντάκτες αποχωρούσαν διαρκώς χωρίς κανείς να αντιλαμβάνεται το λόγο. Όπως π.χ. στην περίπτωση του εμβληματικού Δημ. Χατζόπουλου από τα «Νέα»- στα οποία από το 2014 οι αποχωρήσεις εξελίχτηκαν σε επιδημία, όπως στο Βήμα παλαιοτέρα.
Η κατηφόρα είναι πιο εύκολη από την άνοδο. Ιστορία δεκαετιών ισοπεδώθηκε από μαθητευομένους μάγους, «παράγοντες» και κατά φαντασίαν » διαμορφωτές των εξελίξεων», ενώ το σλόγκαν στην πιάτσα για τις εφημερίδες του ΔΟΛ ήταν: «Δεν διαβάζονται πλέον».
Εν αρχή ην η δημοσιογραφική κρίση
Η κυκλοφοριακή αποδυνάμωση έδειξε ότι η κρίση στον ΔΟΛ ήταν πρωτίστως δημοσιογραφική. Δηλαδή πρώτα χάθηκε η εγκυρότητα, μετά το κοινό και στο τέλος η πολιτική ισχύς και η οικονομική ευστάθεια. Ότι στο τέλος χάθηκε και το κεντρικό πηδάλιο, ήταν αναμενόμενο.
«Ο ΔΟΛ στηρίζεται στους αναγνώστες του- το Βήμα και τα Νέα είναι οι αναγνώστες τους» έγραφε ο Ψυχάρης στα άρθρα του. Δίπλα του, όσοι είχαν διώξει τους αναγνώστες με τα καμώματά τους θα πρέπει να χαμογελούσαν. Είτε από οίηση, είτε από άγνοια.
Οι αναγνώστες ανήκουν σε πολιτικές παρατάξεις και οι εφημερίδες είναι συνδεδεμένες μαζί τους, δι αυτών των παρατάξεων. Όχι το αντίθετο. Όταν βγουν από το πλαίσιο της παράταξης μένουν χωρίς αναγνώστες.
Μόνο αφελείς πιστεύουν ότι ο πολιτικοποιημένος πολίτης βάζει την εφημερίδα του πάνω από το κόμμα του και μόνο παραφουσκωμένοι διάνοι θεωρούν ότι μπορούν να του το επιβάλουν.
Επειδή εφημερίδες διαβάζουν οι πολιτικοποιημένοι πολίτες, δεν υπάρχει: διάβασέ με για να σου πω τι θα ψηφίσεις. Υπάρχει: σε διαβάζω γιατί ανήκεις σ’ αυτό που ψηφίζω. Η ψήφος διαμορφώνεται με περισσότερα και ισχυρότερα κριτήρια από την αναγνωστική προτίμηση. Κατά συνέπεια οι εφημερίδες ακολουθούν το κοινό και όχι το αντίθετο.
Ενώ οι αναγνώστες του «Βήματος» και κυρίως των «Νέων» άρχισαν να γοητεύονται από τον Τσίπρα, κάποιοι από τις σελίδες τους πλάσαραν την προσωπική γοήτευσή τους από τον Σαμαρά και εν συνεχεία από τον Κυριάκο. Από ιδεολογική εμμονή, εξάρτηση ή ιδιοτέλεια, είναι άλλη υπόθεση. Πάντως όχι από επαγγελματισμό.
Ο Ψυχάρης ήξερε πώς να υποστηρίξει πολιτικά μια κυβέρνηση χωρίς να προκαλεί τους αναγνώστες της εφημερίδας του που δεν την ψήφιζαν. Και πάντως ήξερε να μην είναι μονομερής. Αλλά ποιος Ψυχάρης; Είχε πλέον άλλα που απορροφούσαν την καθημερινότητά του. Απλώς σε συντάκτες που του ανέφεραν ότι … απειλούνται από το «σύστημα Σαμαρά» έλεγε: «κάνε τη δουλειά σου».
Για πρώτη φορά στελέχη της Δεξιάς είχαν προβολή από έντυπα του αντιπάλου χώρου και η ηγεσία της ΝΔ μπορούσε να «σηκώνει το τηλέφωνο» ακόμη και σε συντάκτες για δημοσιεύματα! Παλιότερα ο Ψυχάρης θα τους είχε στείλει άκλαυτους. Αν ο Πρωθυπουργός έκανε παρατήρηση για κλητήρα, ο Λαμπράκης θα «απέλυε» τον Πρωθυπουργό.
Το αποτέλεσμα της αλλαγής ήταν προδιαγεγραμμένο. Όταν οι πελάτες πάνε αριστερά και εσύ δεξιά, ποιος θα μείνει να σε διαβάσει; Στοιχειώδες Ουάτσον. Ο Ψυχάρης το έβλεπε. Αλλά δεν μπορούσε πλέον να κάνει τίποτε- όσο παράδοξο και αν δείχνει. Στον καιρό του θα είχε χειριστεί αλλιώς τα πράγματα.
Μην πυροβολείτε τον πιανίστα
Η νέα πολιτική γραμμή του ΔΟΛ, ανιστόρητη και εχθρική προς το παραδοσιακό κοινό του τα τελευταία χρόνια έφτασε να μην είναι καν ενιαία. Ο καθένας από τη θέση του είχε το δικό του χαβά. Φάνηκε όταν χρειάσθηκε κέντρο διαχείρισης κρίσεων αφοσιωμένο στον Ψυχάρη και δεν υπήρχε.
Όταν η κρίση κλιμακώθηκε με τη λάθος κίνηση της δημοσιοποίησης των επαφών με τον Τσίπρα – ο Ψυχάρης προσπαθούσε να βρει άκρη μαζί του και πίσω του κάποιοι τον έβριζαν! Και όταν το ταμείο δεν είχε να πληρώσει, το μόνο στέλεχος που προσπάθησε να βρει λύσεις ήταν κάποιος που δεν ήταν γέννημα θρέμμα του ΔΟΛ. Οι ευνοημένοι έγιναν ψιθυριστές, ή …κοίταζαν τις δουλειές τους! Και από όσους έφυγαν μόνο ένας επέστρεψε για να βάλει πλάτη.
Έτσι το καλύτερο δημοσιογραφικό της χώρας μοιρασμένο σε δύο εφημερίδες, με εξαιρετικούς ρεπόρτερ και γραφιάδες -που ήταν στις επάλξεις της δημοσιογραφίας για χρόνια εκλαμβάνονταν από κάποιους ως βουβοί παρατηρητές- έμεινε στον αέρα. Αλλά κάποιοι τους αντιμετώπιζαν ακόμη σαν βουβούς παρατηρητές.
Ακόμη και όταν δούλευαν απλήρωτοι με το ίδιο φιλότιμο και την ίδια πληρότητα έμεναν στα σκοτάδια από πλευράς ενημέρωσης για την κατάσταση . Μια γενιά δημοσιογράφων -νεώτερων και πιο έμπειρων -με ήθος και με όρεξη για δουλειά, μερικοί οι καλύτεροι στον τομέα τους- κατέληξαν να είναι σαν πλήρωμα σε γαλέρα.
Οι απλοί συντάκτες, ήρωες της καθημερινότητας, έμεναν άναυδοι διακρίνοντας ότι κάποιοι με ρόλους δεν είχαν κατά νου το συμφέρον του Συγκροτήματος -που ήταν δουλειά τους- αλλά το συμφέρον τρίτων. Ο Ψυχάρης στις καλές μέρες του δεν θα το επέτρεπε ποτέ αυτό. Είχε σε προτεραιότητα το προσωπικό του. Αλλά τα πράγματα είχαν αλλάξει.
Στην ουσία από ένα σημείο και πέρα, υπήρχε πολύς Ψυχάρης μέσα στον Ψυχάρη, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να δηλώσει την παρουσία του. Ούτε λεφτά. Ήταν συγκροτηματάρχης, προσωπικά ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος, αλλά επιχειρηματικά είχε ξετιναχτεί και εκδοτικά δεν ήταν ισχυρός όπως νόμιζαν πολλοί. Δεν είχε συμπαγές επιτελείο, όπως δεν είχε και διαδοχή.
«Κοιτάξτε να δείτε τι θα κάνετε» είπε προ ημερών σε κάποιους. Σαν το στίχο του Ελύτη: εγώ φεύγω, εσείς να δούμε τώρα.
Τα τελευταία χρόνια η εντύπωση που αποκόμιζε κάποιος ήταν ότι διαμορφώθηκε ένα σύστημα στο οποίο δεν προσπαθούσαν όλοι να αναδείξουν την αξία του Συγκροτήματος ως εκδοτικού φορέα. Κάποιοι ήθελαν να το χρησιμοποιήσουν για να αναδείξουν την αξία τρίτων -ανάλογα με τις προτιμήσεις του ο καθένας- ή και για λογαριασμό τους.
Κάποια στιγμή η λεπτή γραμμή που ενοποιούσε όσους απασχολούνταν στον ΔΟΛ χάθηκε. Εκεί που κρεμούσαν οι πραγματικοί δημοσιογράφοι τα άρματα κρεμούσαν από τη μια οι ευθυνόφοβοι και από την άλλη οι αλαζόνες τα νταούλια. Ελάχιστοι είχαν πλέον «συγκροτηματική» συνείδηση. Αρκετοί λειτουργούσαν ο καθένας με την ατζέντα του και αποδείχθηκαν κύκλος της καταστροφής.
Συνεπώς μην πυροβολείτε τον πιανίστα. Ο Ψυχάρης δεν νικήθηκε από κανένα, ούτε έβλαψε κανέναν στο Συγκρότημα -αντίθετα ευνόησε πολλούς. Απλώς έχασε όταν δεν μπορούσε πια να θέτει- ούτε καν στην επιχείρησή του -τους κανόνες του παιχνιδιού.
Για όσα του καταλογίζονται, ως επιχειρηματία και ως φορολογούμενο, μόνο η Δικαιοσύνη μπορεί να αποφανθεί. Αλλά ως εκδότη και ως μάνατζερ δεν τον νίκησαν οι ανταγωνιστές και οι αντίπαλοι του, όπως κομπάζουν. Νικήθηκε από μέσα…
ΠΗΓΗ: http://www.anoixtoparathyro.gr/