Τα ακλόνητα γεωπολιτικά και ιστορικά επιχειρήματα…
Σε περίπτωση αναγνώρισης μακεδονικής εθνοτικής ταυτότητας κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο από την ελληνική πλευρά, οι σλαβόφωνοι της ΠΓΔΜ θα αποτελούν την κύρια, διεθνώς αναγνωρισμένη μακεδονική εθνότητα και οι Μακεδόνες στην Βόρειο Ελλάδα θα συνιστούν την υποδιαίρεση.
Πλέον οι Έλληνες θα είναι οι καπηλευτές μιας εθνικής ονομασίας ενός γειτονικού κράτους, σε μια πλήρη αντιστροφή όχι μόνο των πολιτικών, αλλά και των ιστορικών δεδομένων.
Του Δρα Ιωάννη Κωτούλα*
Η αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδος και ΠΓΔΜ για την ονομασία του γειτονικού κράτους δεν αποτελεί μια απλή διακρατική διαμάχη σε επίπεδο συμβολισμών, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο γεωστρατηγικών και γεωπολιτισμικών αντιθέσεων μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων με μακραίωνο ιστορικό υπόβαθρο.
Η αναγνώριση μακεδονικής εθνοτικής ταυτότητας ως συνέπεια μιας σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό αναιρεί 120 έτη ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, από την περίοδο του διεθνοτικού ανταγωνισμού Ελλήνων και Σλάβων στον χώρο της Μακεδονίας τον ύστερο 19ο και τον πρώιμο 20ό αιώνα έως σήμερα. Η εξωτερική πολιτική απαιτεί ψυχρή ρεαλιστική οπτική σε βάθος δεκαετιών και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εξέλιξη και τα ιστορικά γεγονότα αιώνων.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Από γεωπολιτικής απόψεως και βάσει μιας μακροϊστορικής οπτικής, το Μακεδονικό Ζήτημα αποτελεί τμήμα της απόπειρας των σλαβικών πληθυσμών της Βαλκανικής Χερσονήσου να αποκτήσουν διέξοδο στις θερμές θάλασσες του Αιγαίου Πελάγους και να θραύσουν τον αποκλεισμό της Rimland (ο ανασχετικός Δακτύλιος, δια του οποίου οι Δυτικές θαλάσσιες δυνάμεις περιορίζουν την ηπειρωτική Ρωσία).
Οι Έλληνες είναι μη σλαβικοί πληθυσμοί προσανατολισμένοι προς την Δύση, οι οποίοι έχουν ανασχετική λειτουργία έναντι των εξαρτώμενων πολιτισμικώς από την Ρωσία, Σλάβων.
Το Μακεδονικό Ζήτημα διαμορφώθηκε τον ύστερο 19ο αιώνα ως συνέπεια του πανσλαβιστικού ιδεολογήματος με την ενεργή στήριξη της Ρωσίας και αργότερα της ΕΣΣΔ. Σκοπός της Ρωσίας/ΕΣΣΔ ήταν η διαμόρφωση προσβάσεως κυριαρχικού ελέγχου στον χώρο του Αιγαίου Πελάγους και δη στον λιμένα της Θεσσαλονίκης είτε μέσω της Βουλγαρίας είτε μέσω και της Σερβίας/Γιουγκοσλαβίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρακαμπτόταν ο έλεγχος των Στενών του Βοσπόρου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία έως τον πρώιμο 20ό αιώνα και αργότερα από την προσδεδεμένη στην Δύση Τουρκία.
Σε υπόμνημά του (26 Δεκεμβρίου 1944) προς τις διπλωματικές υπηρεσίες, ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Edward Stettinius, προσδιόρισε την γεωστρατηγική λειτουργία της χρήσης του όρου Μακεδονία από τα σλαβικά κράτη αναφέροντας μεταξύ άλλων:
«Η παρούσα Κυβέρνηση θεωρεί τις αναφορές για “μακεδονικό έθνος”, “μακεδονική πατρίδα” ή για “μακεδονική εθνική συνείδηση” αδικαιολόγητες δημαγωγικές διατυπώσεις, οι οποίες δεν αντιπροσωπεύουν οποιαδήποτε εθνοτική ή πολιτική πραγματικότητα και θεωρεί την αναβίωση αυτών των αναφορών ως δυνητικό μανδύα για την διατύπωση επιθετικών προθέσεων σε βάρος της Ελλάδος» [1].
Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (1945-1991) η Ελλάδα δεν μπορούσε να ασκήσει αποτελεσματική πίεση στην Γιουγκοσλαβία και να αναιρέσει την ονομασία Μακεδονία στην εσωτερική ομόσπονδη διοίκησή της, λόγω των διεθνών ισορροπιών στο πλαίσιο του ψυχροπολεμικού κόσμου.
Η απόσπαση της Γιουγκοσλαβίας από το Ανατολικό Μπλοκ αποτελούσε θεμελιώδη προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, καθώς συνέβαλε στην ανάσχεση της σοβιετικής επιρροής σε μια ευρεία ζώνη από την Αδριατική Θάλασσα και την Κεντρική Ευρώπη έως το Αιγαίο Πέλαγος.
Ο στρατηγικός εφιάλτης της Ελλάδος κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν η ενδεχόμενη αμυντική και διπλωματική συμμαχία των δύο σλαβικών κρατών στα βόρεια σύνορά της, της αναθεωρητικής Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας.
Μάλιστα το 1960-1961 και υπό την επίνευση της ΕΣΣΔ εξετάσθηκε ακόμη και το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αλβανίας στην κρατική δομή της Γιουγκοσλαβίας, προοπτική, η οποία θα διαμόρφωνε έναν ισχυρό κρατικό δρώντα στην Βαλκανική Χερσόνησο.
Η Ελλάδα απέτρεπε την αρνητική αυτή εξέλιξη κατά κανόνα με τον μερικό προσεταιρισμό της Γιουγκοσλαβίας, καθώς η Βουλγαρία αποτελούσε τον κύριο αναθεωρητικό και εχθρικό δρώντα έως την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων το 1964 και ιδίως το 1974-1975.
Η Βουλγαρία εκείνη την περίοδο ήταν επικίνδυνη κυρίως διότι αποτελούσε τον πλέον πιστό σύμμαχο της ΕΣΣΔ, η οποία επεδίωκε την προβολή ισχύος μέσω της Βουλγαρίας στα Στενά του Βοσπόρου και στο Αιγαίο Πέλαγος. Η Βουλγαρία αποτελούσε τον κύριο εκφραστή του πανσλαβισμού από τον ύστερο 19ο αιώνα έως τα μέσα του 20ού αιώνος.
Η Γιουγκοσλαβία προέβαλε με αυξανόμενη ένταση από το 1960 την θέση για μακεδονική ταυτότητα και για μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα. Η Γιουγκοσλαβία επεδίωκε την παράταση της μακεδονικής εθνοτικής ταυτότητας για τον σλαβόφωνο πληθυσμό της ΠΓΔΜ, ώστε να αποσπά αυτόν από την επιρροή της Βουλγαρίας, του άλλου σλαβικού κράτους στην περιοχή.
Για την γιουγκοσλαβική/σερβική πλευρά, οι «Μακεδόνες» αποτελούν αυτόνομη σλαβόφωνη εθνοτική ομάδα, ενώ οι Βούλγαροι τους αντιμετώπιζαν ως περιφερειακούς ομοεθνείς. Επίσης η Γιουγκοσλαβία προέβαινε σε προβολή ισχύος προς το Αιγαίο Πέλαγος με την απόπειρα χρήσης των σλαβόφωνων της Ελλάδος ως στρατηγική μειονότητα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η αναβίωση του σερβικού εθνικισμού τα έτη 1980-1991 συνδυάστηκε με την ενθάρρυνση του ιδεολογήματος του μακεδονισμού για την Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας.
*Ιστορικός, Ανώτερος Ερευνητής στο Εργαστήριο Γεωπολιτισμικών Αναλύσεων Ευρύτερης Μέσης Ανατολής και Τουρκίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΠΗΓΗ: ORGI.GR