«Κανείς δεν θέλει άλλη μια ελληνική κρίση χρέους, κυρίως πριν τις κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη. Κανείς, αυτή τη φορά, δεν προσπαθεί να εκδιώξει την Ελλάδα από την ευρωζώνη.
Κανείς δεν πιστεύει ότι αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα, μετά από 8 χρόνια οξείας ύφεσης, είναι μία ακόμα δόση λιτότητα.
Ούτε πιστεύει κανείς στα σοβαρά, ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο».
Με αυτές τις επισημάνσεις ξεκινά ο αρθρογράφος της Wall Street Journal, Simon Nixon, και αναρωτιέται για ποιο λόγο η Ελλάδα και το μέλλον της στην ευρωζώνη επιστρέφει στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου.
Μεταξύ άλλων, ο Nixon σχολιάζει ότι, παρά τις διαφωνίες μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ για τους δημοσιονομικούς στόχους που πρέπει να πετύχει η Ελλάδα, όμως στο επίκεντρο αυτής της διαμάχης βρίσκεται ουσιαστικά μια θεμελιώδης σύγκρουση για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να λειτουργεί η Ευρωζώνη.
Όπως λέει, τόσο η Γερμανία όσο και το ΔΝΤ μοιράζονται την ίδια άποψη για τη χαμηλή ποιότητα του πολιτικού προσωπικού και των θεσμών στην Ελλάδα. Αλλά από αυτό το κοινό σημείο εκκίνησης, καταλήγουν σε διαφορετικές θέσεις.
Το Βερολίνο πιστεύει ότι η Αθήνα δεν είναι άξια εμπιστοσύνης, ως προς τις δεσμεύσεις της στα δημοσιονομικά και στις μεταρρυθμίσεις, και για το λόγο αυτό θα πρέπει να την κρατά κάτω από ισχυρή εξωτερική πίεση.
Εξυπακούεται ότι αν πρόκειται να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ, θα πρέπει να μείνει υπό στενό έλεγχο. Το Βερολίνο θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί την Αθήνα, αλλά θέλει να διατηρήσει τον έλεγχο επί των οικονομικών αποφάσεων της δεύτερης, ώστε να προστατέψει του Γερμανούς φορολογούμενους.
Από την πλευρά του, το ΔΝΤ το βλέπει όλο αυτό ως μια συνταγή αέναης μετάθεσης της λύσης του προβλήματος. Η αξιοπιστία του Ταμείου επλήγη ήδη με το αποτυχημένο ελληνικό πρόγραμμα, και είναι αποφασισμένο να μην την «πατήσει» ξανά.
Έτσι, για το ΔΝΤ το τρέχον ελληνικό πρόγραμμα πρέπει να είναι και το τελευταίο.
Και δεδομένης της χαμηλής εμπιστοσύνης προς το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, εκτιμά ότι το πρόγραμμα δεν θα πετύχει χωρίς σημαντική ελάφρυνση χρέους.
Η θέση του ΔΝΤ είναι ξεκάθαρη εδώ και 2 χρόνια, όμως πολλοί Ευρωπαίοι εκτιμούσαν ότι επρόκειτο για μπλόφα, σχολιάζει ο Nixon.
Ο αρθρογράφος της WSJ πιστεύει ότι η μεγαλύτερη ελπίδα -της Ελλάδας- για υπέρβαση αυτού του αδιεξόδου, είναι ένας συμβιβασμός όπου το Βερολίνο θα αποδεχθεί χαμηλότερους δημοσιονομικούς στόχους, το ΔΝΤ θα υιοθετήσει λιγότερο απαισιόδοξες εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία και η Ελλάδα θα νομοθετήσει ένα μικρότερο πακέτο μέτρων λιτότητας.
Ένας τέτοιος συμβιβασμός δεν είναι ακόμα ορατός και ο χρόνος εξακολουθεί να κυλά αντίστροφα μέχρι το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, καταλήγει ο Nixon, επισημαίνοντας πως αν χαθεί αυτή η προθεσμία, επόμενη ευκαιρία πιθανότατα δεν θα υπάρξει παρά μόνο μετά τις εκλογές στη Γαλλία, όμως μέχρι τότε η σημερινή δυναμική των φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί, ίσως έχει χαθεί.
Υπενθυμίζει δε, ότι τον Ιούλιο επίκειται μια μεγάλη αποπληρωμή ελληνικών ομολόγων και ενισχύεται έτσι ο κίνδυνος, να βρεθεί η Ελλάδα εκεί που βρισκόταν και το 2015 – ακριβώς στο σημείο όπου κανείς δεν θα ήθελε να βρίσκεται.