Ο κ. Αλέξης Τσίπρας δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να διακόψει την εφαρμογή της λαϊκής εντολής που δέχθηκε τον Σεπτέμβριο 2015.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Κάποιοι προσάπτουν στον πρωθυπουργό ότι κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει στην εξουσία και για τον σκοπό αυτόν αθετεί προεκλογικές του υποσχέσεις. Πολύ φοβούμεθα ότι αυτή η θεώρηση είναι απλοϊκή και παραπλανητική και ότι, αντιθέτως, ο κ. Αλέξης Τσίπρας καλώς διαχειρίζεται την άνοδο και παραμονή του στην εξουσία. Ας δούμε γιατί.
Δέχομαι ότι, όντως, τον Ιανουάριο του 2015 ο σημερινός πρωθυπουργός ανήλθε στην εξουσία με παραπλανητικά συνθήματα και έωλες υποσχέσεις. Όμως, ύστερα από ένα εξάμηνο πλήρους και δαπανηρής αποτυχίας της πολιτικής του προχώρησε στην πραγματοποίηση ενός δημοψηφίσματος το οποίο κέρδισε με πολύ άνετη πλειοψηφία. Και όχι μόνον.
Το «ναι» ήλθε πρώτο σε μιαν Ελλάδα υπό κεφαλαιακούς ελέγχους, η οποία βρισκόταν στο χείλος της αβύσσου. Εν τούτοις, έξι Έλληνες στους δέκα ανανέωσαν την εμπιστοσύνη τους προς τον κ. Τσίπρα, πιστεύοντας ότι αυτός μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα την κρίση.
Παρά δε το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός ανέτρεψε τότε την ετυμηγορία του δημοψηφίσματος και προχώρησε στην αποδοχή ενός τρίτου μνημονίου, στις εκλογές που ακολούθησαν τον Σεπτέμβριο 2015 οι ψηφοφόροι όχι μόνον ανανέωσαν την εντολή τους προς αυτόν αλλά τίμωρησαν και αυτούς που είχαν αποχωρήσει από το κόμμα του διαμαρτυρόμενοι για το τρίτο μνημόνιο και τα μέτρα που αυτό προέβλεπε.
Σημειώνουμε ότι το μνημόνιο αυτό υπερψηφίστηκε στην Βουλή από την φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση, η οποία είχε ηττηθεί στο δημοψήφισμα.
Άρα, οι ψηφοφόροι που ανανέωσαν την εντολή τους προς τους Συριζανέλ τον Σεπτέμβριο 2015 ήξεραν πολύ καλά τί ψήφιζαν.
Στην ουσία, έδιναν κυβερνητική εντολή στον κ. Τσίπρα με βάση δεσμεύσεις που αυτός είχε αναλάβει και οι οποίες ήσαν ξεκάθαρα διατυπωμένες στο κείμενο του τρίτου μνημονίου.
Υπό αυτή την έννοια, ο πρωθυπουργός μπορεί να κατηγορηθεί για καθυστερήσεις στην αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου, αλλά σε καμμία περίπτωση δεν είναι ασυνεπής απέναντι στην εντολή που έλαβε.
Κατά συνέπεια, γιατί να παραιτηθεί; Επειδή εφαρμόζει τα προαπαιτούμενα του τρίτου μνημονίου; Μα αυτά ήσαν γνωστά, υποτίθεται, στους ψηφοφόρους όταν πήγαιναν στην κάλπη. Συνεπώς, τί πρόβλημα έχουν; Τούς ενοχλεί η εφαρμογή των μέτρων; Μα την ενέκριναν με την ψήφο τους. Γιατί λοιπόν ο κ. Τσίπρας να μην ολοκληρώσει την θητεία του; Αντιθέτως, έχει κάθε λόγο να σεβαστεί την λαϊκή εντολή –μέσω της οποίας η κυβέρνησή του πετυχαίνει και άλλους στόχους, που έχουν μεγάλη σημασία γι’ αυτήν.
Ο πρώτος λόγος που επιβάλλει στον πρωθυπουργό την παραμονή στο τιμόνι της χώρας είναι ότι έτσι εδραιώνει τον Σύριζα ως προσωποπαγές κόμμα εξουσίας, το οποίο και θα παίζει πρώτους ρόλους για αρκετά χρόνια.
Δεύτερον, όσο η κυβέρνηση παραμένει στην εξουσία, δημιουργεί τις φιλικές προς αυτήν αρθρώσεις, οι οποίες και θα στηρίζουν τον κ. Τσίπρα ως αρχηγό ενός κόμματος εξουσίας.
Τρίτον, η κυβέρνηση και ο Σύριζα ιδιαίτερα, όσο περνά ο χρόνος αποκτούν ερείσματα στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, στην δικαιοσύνη, στην αστυνομία και στις ένοπλες δυνάμεις. Και θα πρέπει να σημειωθεί ότι, για ένα αριστερής ιδεολογίας κόμμα, τα ερείσματα αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω εξέλιξή του ως φορέα εξουσίας.
Για ένα κόμμα του 3% το να βρεθεί στην εξουσία με υπερδεκαπλάσιο ποσοστό είναι ανέλπιστο δώρο εξ ουρανού, που με κανέναν τρόπο δεν πρόκειται να αφήσει αναξιοποίητο.
Αντίθετα, η παραμονή στην εξουσία προσφέρει στον κ. Αλέξη Τσίπρα την μοναδική ευκαιρία, με βάση κάποιες αρχές του Αντόνιο Γκράμσι, να αλώσει και την παιδεία, που είναι για το κόμμα του προσεχές φυτώριο ψηφοφόρων.
Είναι πλέον φανερό ότι οι υπουργοί Κ. Γαβρόγλου και Ν. Τόσκας έχουν αναλάβει την υψηλή αποστολή να κρατήσουν και να αυξήσουν στον Σύριζα τις ψήφους των νέων.
Έτσι, από την μια πλευρά η παιδεία υποβαθμίζεται και κατεβαίνει στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα, ενώ από την άλλη, χωρίς καμμία αστυνομική επέμβαση, αναπτύσσεται το κράτος των Εξαρχείων από το οποίο θα προέρχονται και οι μελλοντικοί πραιτωριανοί εξουσίας.
Με τις πρωτοβουλίες τους αυτές, εξάλλου, οι κ.κ. Γαβρόγλου και Τόσκας συμβάλλουν αποφασιστικά στον εθισμό της χώρας στον ολοκληρωτισμό, που είναι και μέγα ζητούμενο για την σημερινή κυβέρνηση. Διότι, αφ’ ενός, τής επιτρέπει να ασκεί την εξουσία όπως αυτή θέλει και, αφ’ ετέρου, τής προσφέρει και την δυνατότητα να θεμελιώνει και την προσεχή αντιπολιτευτική της τακτική.
Γιατί λοιπόν ο κ. Τσίπρας να παραιτηθεί;
Τουναντίον. Έως το φθινόπωρο του 2019 θα προσποιείται ότι εφαρμόζει τα 95 προαπαιτούμενα της τελευταίας απόφασης του Eurogroup και, αν χάσει τις βουλευτικές εκλογές, θα λαϊκίζει κατηγορώντας την νέα κυβέρνηση ότι εφαρμόζει «νεοφιλελεύθερες» πολιτικές –τις οποίες ο ίδιος έχει συνυπογράψει!! Είναι δε περισσότερο από βέβαιον ότι η ήδη ημιθανής κοινωνία μας θα τον παίρνει στα σοβαρά…