Όλα δείχνουν ότι η φετινή ΔΕΘ θα αποτελέσει ουσιαστικά την εκκίνηση μιας πολύμηνης προεκλογικής εκστρατείας. Ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν αποφασισμένοι να εξαντλήσουν το όριο «παροχών» που θα επιτρέψουν οι θεσμοί και μάλιστα όπου μπορούν θα προσπαθήσουν να προκαταλαμβάνουν τις αποφάσεις των δανειστών προαναγγέλλοντας ακόμη και «μονομερείς» ενέργειες, για να μπορέσουν να υποστηρίξουν το «αφήγημα» του «τέλους των μνημονίων».
Αυτό έχει φανεί στο πώς συντηρείται το ζήτημα της αναστολής της μείωσης των συντάξεων, οι υποσχέσεις για φοροελαφρύνσεις και μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών και γενικά για μεγαλύτερες παροχές, αναφέρει το in.gr.
Ακόμη και ζητήματα που εντάσσονται στην μεταμνημονιακή κατάσταση όπως η μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού ή η μερική επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος των συλλογικών συμβάσεων παρουσιάζονται ως μεγάλες ανατροπές.
Παράλληλα, η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να πάει όσο το δυνατόν καλύτερα στις κάλπες, ιδίως μάλιστα όταν η βασική της επιδίωξη είναι να καταφέρει να χάσει με τη μικρότερη διαφορά από την ΝΔ, δεν θα διστάσει να κάνει ακόμη και παροχές που πιθανόν να μην έχουν την έγκριση των «θεσμών».
Αναιμική ανάπτυξη
Την ίδια στιγμή, όλα δείχνουν ότι οι συσσωρευμένες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας μαζί με τις επιπτώσεις της παρατεταμένης προηγούμενης οικονομικής συρρίκνωσης αλλά και τις εξαιρετικά περιοριστικές πολιτικές στις οποίες έχουμε δεσμευτεί, δεν επιτρέπουν κάτι παραπάνω από μια αναιμική ανάκαμψη.
Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική που θα μπορούσε να απορροφήσει χωρίς κραδασμούς ακόμη και ένα πιο διευρυμένο πακέτο παροχών, ενώ παράλληλα θα αύξαινε και την απασχόληση.
Ούτε είναι τυχαίο ότι πληθαίνουν και τα σημάδια ότι απέχουμε αρκετά από ένα οικονομικό success story. Τα στοιχεία για την έκρηξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών που δημοσιοποιήθηκαν σε αυτό ακριβώς παραπέμπουν.
Όλα αυτά συνδυάζονται με ένα διεθνές περιβάλλον που αποκτά χαρακτηριστικά αυξανόμενης αστάθειας καθώς εντός του συνδυάζονται αντιφατικές δυναμικές. Η άνοδος π.χ. των χρηματιστηρίων και οι θετικοί οικονομικοί δείκτες στις ΗΠΑ συνδυάζονται με σημάδια κρίσης χρέους σε ισχυρές περιφερειακές οικονομίες (με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Αργεντινή αλλά και τη γειτονική Τουρκία), την ώρα που η Ευρώπη έχει πάντα το ανοιχτό ερώτημα του Ιταλικού χρέους.
Ανησυχία
Το εάν όλα αυτά θα παραμείνουν ένα σύνολο διαφορετικών συμπτωμάτων ή εάν θα συγκλίνουν σε μια πιο συνολική επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας είναι κάτι που δεν έχει κριθεί ακόμη. Όμως, σίγουρα τα σημάδια ανησυχίας αυξάνονται.
Πάντως, ας σημειώσουμε ότι κοινή εκτίμηση των περισσότερων αναλυτών είναι ότι οι περιφερειακές αγορές ούτως ή άλλως θα πιεστούν καθώς ήδη αποτυπώνονται τάσεις επαναπατρισμού κεφαλαίων από τις αναδυόμενες αγορές προς το κέντρο, ύστερα μάλιστα και από το τέλος των πολιτικών «ποσοτικής χαλάρωσης» και στις ΗΠΑ και στην ΕΕ.
Σε αυτό το φόντο είναι προφανές ότι οι αγορές δείχνουν σημάδια ανησυχίας για την ελληνική οικονομία τα οποία έρχονται σε σύγκρουση με τις ενέσεις αισιοδοξίας των κυβερνητικών αφηγημάτων.
Ενδεικτικό το γεγονός ότι την ίδια μέρα είχαμε την υποχώρηση του χρηματιστηρίου κάτω από όριο των 700 μονάδων, με ακόμη πιο έντονες πτωτικές τάσεις κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, αλλά και την άνοδο των επιτοκίων του 10ετούς ομολόγου στο 4,56%, στοιχείο που εκτός των άλλων απομακρύνει ακόμη περισσότερο την προοπτική «επιστροφής στις αγορές».
Όλα αυτά αποτυπώνουν ένα συνδυασμό παραγόντων: τον αντίκτυπο από τις συνολικότερες τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας, την αβεβαιότητα, τα ανοιχτά ερωτήματα για το εάν με τέτοιο ύψος χρέους η Ελλάδα μπορεί να βγει πραγματικά στις αγορές ακόμη και με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά και την ανησυχία για το εάν θα τεθεί υπό αίρεση στην προεκλογική εκστρατεία το «μνημονιακό κεκτημένο».
Είναι και αυτό μια ένδειξη ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης να πει ότι τελείωσε η «επιτήρηση» της ελληνικής οικονομίας προσκρούει στην ίδια την πραγματικότητα.
Η ελληνική οικονομία παραμένει υπό ιδιαίτερα αυστηρή επιτήρηση όχι μόνο από τα τεχνικά κλιμάκια των «θεσμών», με τους οποίους σε τελική ανάλυση μπορεί να υπάρξει και κάποιου είδους διαπραγμάτευση –μακρά άλλωστε η ευρωπαϊκή παράδοση τέτοιων «χειρισμών», αλλά και από τις αγορές.
Και όταν μιλάμε για επιτήρηση από τις αγορές εννοούμε ότι είναι υπό επιτήρηση από όλους εκείνους που θέλουμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να τους πείσουμε να έρθουν στη χώρα μας να επενδύσουν και με αυτόν τον τρόπο να συμβάλουν σε μια οικονομική ανάπτυξη που να μην ορίζεται μόνο ως απορροφησιμότητα κονδυλίων του ΕΣΠΑ.
Τιμωρία
Μόνο που ακριβώς γι’ αυτό το λόγο είναι πιο αυστηροί, καθώς κοιτάζουν τα πραγματικά δεδομένα και όχι τις ρητορικές διακηρύξεις, αλλά και πολύ λιγότερο επιρρεπείς να δείξουν κατανόηση απέναντι στις όποιες δυναμικές του ελληνικού «εκλογικού κύκλου», ακριβώς γιατί εντοπίζουν τις πραγματικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίες, αυτές που συνήθως προσπερνά το κυβερνητικό αφήγημα.
Και τότε οι «αγορές» κάνουν αυτό που ξέρουν: υπογραμμίζουν, προειδοποιούν, ενίοτε και «τιμωρούν» με έναν τρόπο που δύσκολα μπορεί κανείς να προσπεράσει.
Στην προκειμένη περίπτωση τιμωρούν και την άφρονα πολιτική που επέλεξε ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθώντας να πείσει ότι παρέλαβε μια χώρα με μνημόνιο που την έβαλαν άλλοι και αυτός κατάφερε να την απαγκιστρώσει. Τιμωρούν επίσης μια βεβιασμένη προσπάθεια να δείξει η κυβέρνηση ότι είναι επιτυχημένη, μοιράζοντας από το αιματηρό πλεόνασμα που συγκεντρώθηκε από τους υπερβολικούς φόρους και τον «στραγγαλισμό» των ιδιωτικών επενδύσεων (και των δημόσιων μέσω της εξαφάνισης του ΠΔΕ).
Τιμωρούν τέλος μια κυβέρνηση που έκανε πολύ καλά τη δουλειά των δανειστών και που πλέον δεν την χρειάζεται κανείς. Οι αγορές θεωρούν «τελειωμένη» την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Και το δείχνουν με κάθε τρόπο.