Ορμώμενη από την ιδεολογία της, τα δικά της θέλω και την ανάγκη να παραμείνει στην εξουσία, η κυβέρνηση δημιούργησε υπέρμετρες και εκ προοιμίου ανέφικτες προσδοκίες και αυτοπαγιδεύτηκε. Καλείται σήμερα να διαχειριστεί μία κρίση σε δύο μέτωπα: με τους δανειστές και με το κόμμα.
Του Αντώνη Κεφαλά
Σ’ αυτό το στάδιο η κοινωνία δεν την ενδιαφέρει. Εξάλλου, η τακτική του μεγάλου ψέματος φαίνεται να αποδίδει μέχρι τώρα.
Οι προοπτικές που διαφαίνονται για την κυβέρνηση κάθε άλλο παρά ευνοϊκές είναι, όμως. Η μία βέβαιη έκβαση των διαπραγματεύσεων είναι πως, άσχετα με την όποια διατύπωση υιοθετήσει το Eurogroup (EG), η χώρα δεν θα ενταχθεί στη νομισματική χαλάρωση (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και η όποια συζήτηση για το χρέος θα ξεκινήσει στις αρχές του 2018—υπό την προϋπόθεση ότι «θα παρίσταται ανάγκη», σύμφωνα με τη διατύπωση του EG του Μαΐου 2016.
Ας υποθέσουμε ότι ο Schauble θα υποχωρήσει και θα δεχτεί πως «υπάρχει ανάγκη». Κι ας υποθέσουμε ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν αίσιο και αποδεκτό από την κυβέρνηση τέλος.
Είναι εξαιρετικά αμφίβολο, όμως, αν μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι η όποια διευθέτηση για το χρέος δεν θα συνοδεύεται και από ένα νέο πρόγραμμα υποχρεώσεων της Ελλάδος και επιτήρησης.
Οι παράγοντες που συνηγορούν υπέρ αυτής της πρόβλεψης είναι οι ακόλουθοι:
• Οι στόχοι για το 2017 και κατ’ επέκταση για το 2018 πολύ δύσκολα θα υλοποιηθούν. Τα φληναφήματα πως ήρθε η ανάπτυξη και επίκειται πακτωλός ξένων επενδύσεων είναι ακριβώς… φληναφήματα. Οι αναθεωρήσεις θα γίνουν, νέα μέτρα θα προκύψουν και η αξιοπιστία της χώρας θα έχει υποφέρει για μία ακόμη φορά.
• Οι δύο επιλογές που έχει το ΔΝΤ δεν ευνοούν την κυβέρνηση. Αν το ΔΝΤ φύγει, οι αγορές θα εκλάβουν την αποχώρηση ως ένα ιδιαίτερα αρνητικό σημάδι – κι αυτό θα έχει επίπτωση στις όποιες φιλοδοξίες και προοπτικές για πρόσβαση μας σ’ αυτές.
Αν μείνει, τότε θα ζητήσει και θα επιβάλει ένα νέο πρόγραμμα για την Ελλάδα – εξέλιξη που είναι και η πλέον πιθανή. Μία αποχώρηση του ΔΝΤ, εξάλλου, θα δημιουργούσε πολιτικό πρόβλημα σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία ακόμη και η Φινλανδία.
• Οι ίδιοι οι δανειστές μας δεν μας εμπιστεύονται. Είναι «δηλωμένος» ο φόβος τους πως αν δώσουν στην Ελλάδα περιθώριο άνεσης με την αναδιάρθρωση του χρέους, χωρίς μία μορφή sine qua non, τότε σε σύντομο χρονικό διάστημα θα ζητάμε και πάλι δανεικά και θα έχουν στα χέρια τους μία νέα ελληνική κρίση. Αυτός ο φόβος γίνεται ακόμη πιο απτός και ισχυρός με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην εξουσία.
• Ταυτόχρονα, μετά από μία οκταετία γεμάτη με ψέματα, πισωγυρίσματα, ασυνέπειες και πολιτικά σκαμπανεβάσματα οι αγορές δεν πρόκειται ξαφνικά να αγαπήσουν την Ελλάδα, να πιστέψουν πως έχει αλλάξει μέσα σε μία νύχτα και να της δώσουν όσα χρειάζεται και μάλιστα με χαμηλό κόστος.
Στη βάση αυτή, η χώρα μας θα μπορούσε να αποκτήσει μία σχετικά ομαλή, κατά μία έννοια, πρόσβαση στις αγορές μόνο αν θα υπάρχει ταυτόχρονα ένα πρόγραμμα της μορφής PPL (Precautionary and Liquidity Line — Προληπτική Πιστωτική και για Ρευστότητα Γραμμή.)
Η λύση αυτή θα βρει στήριξη και από τους δανειστές και από τις αγορές.
Οι εξελίξεις αυτές επιτείνουν το πολιτικό και κοινωνικό αδιέξοδο για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σε περίπου 12 μήνες από τώρα θα πρέπει να έχουν αποδεχτεί αναθεωρήσεις στο 3ο μνημόνιο, την έναρξη εφαρμογής του 4ου μνημονίου και να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για το 5ο.
Η έξοδος στις αγορές –αν γίνει – θα είναι υπό όρους και επιτήρηση.
Είναι αμφίβολο –αν όχι αδύνατο—αν μπορεί η κυβέρνηση να σηκώσει αυτό το πολιτικό κόστος.
Κατά πάσα πιθανότητα οι θιασώτες της δεξιάς παρένθεσης θα αποκτήσουν τότε το πάνω χέρι και η χώρα θα οδηγηθεί σε εκλογές κάποια στιγμή στην περίοδο από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο του 2018.