Σε κυβέρνηση μειοψηφίας αναμένεται να μετατραπεί σε μερικές ημέρες η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Θα είναι η πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά της Ελλάδας που μία κυβέρνηση θα στηρίζεται στην ανοχή ενός κόμματος, του οποίου τα στελέχη του δε θα βρίσκονται εντός του υπουργικού συμβουλίου.
Την πρόθεση του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, αποκάλυψε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακάπουλος, σε συνέντευξη του.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ρωτήθηκε εάν η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να ζητήσει Ψήφο Εμπιστοσύνης στην περίπτωση αποχώρησης του Πάνου Καμμένου από την κυβέρνηση.
«Δεν εξετάζουμε κανένα απολύτως ενδεχόμενο, δεν προκύπτει ότι θα υπάρξει κατά κανένα τρόπο απώλεια, ο κ. Καμμένος έχει δηλώσει ότι θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση ωστόσο δεν θα υπερψηφίσει ποτέ μια πρόταση δυσπιστίας που θα καταθέσει ο κ. Μητσοτάκης ή οποίος άλλος από την παρούσα Βουλή. Με αυτή την έννοια θα έχουμε μια κυβέρνηση όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, - θα λειτουργεί με τη λεγόμενη ανοχή», απάντησε ο υπουργός Επικρατείας.
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος για να υπάρξει οποιαδήποτε πολιτική εξέλιξη, φέρνοντας ως παράδειγμα τις εξελίξεις στην Ισπανία με τους Σοσιαλιστές και της στήριξη των Podemos.
Η παραπάνω δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα όσα έλεγε ο ίδιος στις 20 Ιουνίου 2018 για το ίδιο θέμα, εκφράζοντας και τότε την άποψη του πρωθυπουργού: «Αν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες καταψηφίσουν τη συμφωνία με την πΓΔΜ θα ζητήσουμε και θα λάβουμε ψήφο εμπιστοσύνης», είχε τονίσει ο Δημήτρης Τζανακόπουλος κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών.
Αν κάποιος λοιπόν συγκρίνει τις δύο θέσεις του Δημήτρη Τζανακόπουλου και άρα τις θέσεις του κ.Τσίπρα αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ των δύο απόψεων. Τι μεσολάβησε άραγε μεταξύ της θέσης του καλοκαιριού όταν η κυβέρνηση έλεγε «ναι» στη ψήφο εμπιστοσύνης και στην σημερινή που λέει «όχι»;
Η απάντηση είναι μάλλον απλή...H κυβερνητική θέση μετατοπίστηκε από την αρχική βεβαιότητα στην σημερινή άρνηση του Μεγάρου Μαξίμου να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης εξαιτίας της γνώσης του κ.Τσίπρας ότι αν τη ζητήσει δε θα τη λάβει.
Εξαιτίας λοιπόν αυτής της παραδοχής ο πρωθυπουργός επιλέγει την συγκρότηση κυβέρνησης μειοψηφίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στο σημείο αυτό αρχίζουν τα ερωτήματα, οι απαντήσεις των οποίων προφανώς και θα έρθουν μόνο δια της πράξεως, μια και στη χώρα μας δεν έχει συμβεί ξανά κάτι παρόμοιο:
- Πόσοι από τους σημερινούς βουλευτές των ΑΝΕΛ θα βρίσκονται εκείνη την περίοδο στην κοινοβουλευτική ομάδα του κ.Καμμένο για να στηρίξουν με τη ψήφο τους τον κ. Τσίπρα;
- Πόσο μπορεί να αντέξει πολιτικά ένα τέτοιο κυβερνητικό σχήμα;
- Πόσο ισχυρή θα είναι η βούληση της συγκεκριμένης κυβέρνησης, η οποία θα γνωρίζει ότι στηρίζεται σε «γυάλινα πόδια»;
- Γιατί οι βουλευτές των ΑΝΕΛ να στηρίζουν μία κυβέρνηση, από την οποία δεν αποκομίζουν κάποιο πολιτικό όφελος όντας εκτός υπουργικού συμβουλίου;
Ασφαλώς το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα έχει ο Αλέξης Τσίπρας από την στιγμή που θα μετατραπεί η κυβέρνησή του σε κυβέρνηση μειοψηφίας θα είναι το ζήτημα της πολιτικής νομιμοποίησης. Το κατά πόσο δηλαδή η εντολή διακυβέρνησης του κ. Τσίπρα θα συνάδει με το λαϊκό αίσθημα.
Στο πλαίσιο αυτό από την ημέρα που θα εγκατασταθεί και επισήμως η κυβέρνηση με την ανοχή των ΑΝΕΛ, είναι βέβαιο ότι η αντιπολίτευση θα θέτει συνεχώς και με κάθε αφορμή ζήτημα νομιμοποίησης, στοιχείο που θα προκαλεί μονίμως πολιτική αντιπαράθεση και να περιορίζει το εύρος των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα.