Εάν δεν πραγματοποιηθούν σοβαρότατες παραγωγικές επενδύσεις, το στοίχημα της ανάπτυξης θα χαθεί για πολλά χρόνια.
Από τη φύση τους, οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι αισιόδοξες γιατί αυτό το συναίσθημα τους επιτρέπει να προοδεύουν και να δημιουργούν. Πλην όμως, η αισιοδοξία σε καμιά περίπτωση δεν αναιρεί σοβαρά προβλήματα της πραγματικότητας, ιδιαίτερα δε όταν αυτά τα τελευταία έχουν να κάνουν με δομές, θεσμούς και πολιτικές αποφάσεις.
Tου Νίκου Καραγεωργίου*
Μετά τον Αύγουστο του 2018, η Ελλάδα βγήκε από το τρίτο μνημόνιο και υποτίθεται ότι διαθέτει ελευθερία κινήσεων στην άσκηση οικονομικής πολιτικής.
Η οικονομική πολιτική της χώρας όμως δεν μπορεί να κινηθεί παρά μόνο στα πλαίσια των κανόνων της Ευρωζώνης και των εξελίξεων που πραγματοποιούνται στη βάση της γενικότερης διεθνούς οικονομικής συγκυρίας.
Είναι κατάδηλο λοιπόν, στο πλαίσιο αυτό, ότι η χώρα έχει τεράστιο δημόσιο χρέος (320 δις και πλέον) το οποίο από μόνο του απαιτεί υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης απλώς για την εξυπηρέτησή του.
Συμβαίνει όμως όταν γίνεται λόγος για ανάπτυξη, η έννοια αυτή να παραπέμπει σε επενδύσεις. Δυστυχώς δε, στο επίπεδο αυτό οι εξελίξεις δεν είναι από αυτές που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν αισιοδοξία.
Μια χώρα η οποία χρειάζεται πάνω από 150 δις επενδύσεις συντήρησης του παραγωγικού της δυναμικού, για να μπορέσει να απογειωθεί δημιουργικά και παραγωγικά, το νούμερο αυτό θα πρέπει να είναι αυξημένο τουλάχιστον κατά 30 με 40%.
Με άλλα λόγια, για να υπάρξει ουσιαστική ανάπτυξη, από φέτος και μέχρι το 2025 χρειαζόμαστε 200 δις επενδύσεις. Αυτή είναι η πραγματικότητα και η οποία δυστυχώς όχι μόνο δεν προβάλλεται όπως αυτό είναι αναγκαίο, αλλά αντιθέτως συσκοτίζεται και επικαλύπτεται από επιδοματικές παροχές, οι οποίες μπορεί να έχουν άμεσο ευχάριστο αποτέλεσμα αλλά σε βάθος χρόνου προκαλούν δυσάρεστες επιπτώσεις.
Οι επιδοματικές παροχές σε πρώτη φάση ενισχύουν την κατανάλωση όσων τις λαμβάνουν και άρα ευνοούν την εκλογική επιρροή αυτών που τις δίνουν, σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο όμως προκαλούν εκτεταμένες στρεβλώσεις στην οικονομική συμπεριφορά.
Κατά συνέπεια, εάν θέλουμε πραγματικά ανάπτυξη, πρώτο μέλημα της όποιας κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η εξεύρεση σημαντικών επενδυτικών πόρων.
Ένα δεύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία, είναι αυτό της υπερφορολόγησης των πολιτών, οι οποίοι ήδη παρουσιάζουν σοβαρότατες αδυναμίες ανταπόκρισης στην φορολογική πίεση, με αποτέλεσμα να περιμένουν διάφορες ρυθμίσεις που, στην ουσία, τους καθιστούν όμηρους του κράτους.
Με τον τρόπο αυτό, εξαπλώνεται σε όλη την κοινωνία μια ψυχολογία μικροδιεκδικήσεων και ατομικών ρυθμίσεων που έχει μετατρέψει τις οικονομικές σχέσεις πολίτη – κράτους σε πεδίο διαρκών προσφυγών και διενέξεων.
Εν ολίγοις, η ελληνική οικογένεια είναι όμηρος των εφοριών και ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένη να δέχεται μέτρα στα οποία δεν έχει καμία παρέμβαση. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με μια κατάσταση ξεκάθαρα αντιδημοκρατική, η οποία τελικά διώχνει από την Ελλάδα δυναμικές επιχειρήσεις και πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό.
Ένα τρίτο σοβαρό θέμα της οικονομίας είναι η κρίση ρευστότητας. Η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρότατη έλλειψη ρευστού χρήματος, με αποτέλεσμα να αλλοιώνονται οι συναλλαγές, να παραμορφώνονται οι όροι της αγοράς και να χάνουν χρόνο πολίτες και επιχειρήσεις ψάχνοντας για ρευστό, το οποίο γίνεται όλο και πιο σπάνιο.
Στο πλαίσιο αυτό, τα νέα από τις διεθνείς αγορές δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστα. Ως φαίνεται, οι πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης που ακολουθήθηκαν μέχρι σήμερα, τόσο από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έφτασαν στο τέλος τους.
Αυτό σημαίνει ότι σύντομα θα εκδηλωθούν και προβλήματα διεθνούς ρευστότητας, με αποτέλεσμα μια χώρα όπως η Ελλάδα να αντιμετωπίσει σοβαρότατες δυσκολίες σε περίπτωση που θα ήθελε να αντλήσει κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές.
Όλοι δε γνωρίζουμε ότι αν αντληθούν κεφάλαια με επιτόκια που υπερβαίνουν το 4%, η δημοσιονομική επιβάρυνση της οικονομίας θα είναι τέτοια που η χώρα θα χρειαστεί να προσφύγει εκ νέου σε μνημονιακού τύπου επιτήρηση.
Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι η κυβέρνηση έχει μπροστά της ένα δίμηνο – φωτιά, καθόσον προκειμένου να υλοποιήσει τις κυβερνητικές εξαγγελίες και να κλείσει τις 16 εκκρεμότητες της πρώτης μεταμνημονιακής διαπραγμάτευσης, θα πρέπει να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, οι οποίες για την ώρα δεν είναι ορατές. Αν δεν ληφθούν σοβαρά μέτρα, ο Φεβρουάριος ίσως αποδειχθεί ένας εξαιρετικά οδυνηρός και κρίσιμος μήνας για την κυβερνητική πολιτική.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το περιβάλλον, εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι το 2019, ως πρώτη μεταμνημονιακή χρονιά, θα πρέπει να είναι και αφετηρία μιας σοβαρής αναπτυξιακής πολιτικής απαλλαγμένης από ιδεοληψίες και διάφορα άλλα σύνδρομα που μέχρι σήμερα μόνο προβλήματα προκάλεσαν στην ευρωπαϊκή και διεθνή πορεία της χώρας.
*Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ)