Με θέατρο την Ευρώπη ένας νέος πόλεμος ξεκινά, αυτός των λαϊκισμών-εθνικισμών, με κορυφαία εργαλεία και όπλα την ψηφιακή τεχνολογία και το Διαδίκτυο
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όχι, δεν θα μοιάζει με κανέναν άλλον πόλεμο. Δεν θα έχει στρατιώτες, ούτε κανόνια, ούτε φλογοβόλα. Θα είναι ένας πόλεμος προσαρμοσμένος στην ψηφιακή εποχή του 21ου αιώνα και θα έχει δύο πόλους: τον πουτινισμό και τον τραμπισμό. Με ενδιάμεσες εκδοχές τον ορμπανισμό στην Ουγγαρία, τον λεπενισμό στην Γαλλία και άλλους παρόμοιους «-ισμούς» στο Βέλγιο, στην Αυστρία, στην Πολωνία, και πάει λέγοντας. Κατά κύριο δε λόγο, πουτινισμός και τραμπισμός στόχο θα έχουν την Ευρώπη και την οικουμενικότητα του πνεύματός της, αλλά για διαφορετικούς λόγους ο κάθε «-ισμός».
Ο Ντόναλντ Τραμπ, στην παρούσα φάση της παγκοσμιοποίησης, όπου η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι ισχυροί ανταγωνιστές, δεν θέλει απέναντί του μία Ευρώπη ισχυρή και, κυρίως, ενωμένη. Την ώρα που το δολλάριο δέχεται ασιατικές επιθέσεις, η Αμερική δεν θέλει να έχει και το ευρώ απέναντί της. Λίγη αποσταθεροποίηση της ΕΕ, λοιπόν, κάθε άλλο παρά βλαπτική θα ήταν για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η αμερικανική διπλωματία, από την άλλη πλευρά, δεν βλέπει με καλό μάτι την ισχυροποίηση της Γερμανίας, η οποία από την στιγμή που έγινε ενιαία αποτελεί πονοκέφαλο για τις ΗΠΑ. Δεν βλάπτει, συνεπώς, λίγος αντιγερμανισμός, ιδιαίτερα δε σήμερα που η χώρα του Γκαίτε αυξάνει εντυπωσιακά την επιρροή της σε Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη.
Στην βάση αυτών των παραμέτρων, η αμερικανική πλευρά θα ενισχύει προσεκτικά τα εθνικολαϊκιστικά κινήματα στην Ευρώπη και θα κάνει ό,τι μπορεί ώστε η πολιτική Ευρώπη να παραμείνει στα αζήτητα για πολλά χρόνια.
Στο ίδιο επίπεδο κινείται και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαδίμηρος Πούτιν, το γόητρο του οποίου γνωρίζει μεγάλες στιγμές δόξας εντός και εκτός της χώρας του. Η επέμβαση της Ρωσίας στην Συρία κρίνεται έτσι απολύτως θετική και ελάχιστοι πληροφορήθηκαν πόσους αμάχους είχε θύματα και ποιοι άλλοι, πέραν από τους ισλαμιστές, ήσαν στόχοι των ρωσικών βομβαρδισμών.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο Βλ. Πούτιν θέλει και αυτός μία διαιρεμένη Ευρώπη, γιατί θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτόν θα υπονομεύσει και το ΝΑΤΟ. Ωστόσο, έχει ανάγκη την Ευρώπη γιατί είναι μεγάλος του πελάτης. Χωρίς πωλήσεις φυσικού αερίου και πετρελαίου, η ρωσική οικονομία θα καταρρεύσει πλήρως.
Όμως, μετά την απώλεια των χωρών της Βαλτικής και της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, η Ρωσία δεν θέλει να χάσει την επιρροή της και στην Ουκρανία. Θα επιδιώξει έτσι να δημιουργήσει διαλυτικά προβλήματα μέσα στην Ευρώπη, στηρίζοντας εθνικολαϊκιστικές πολιτικές ομάδες και αξιοποιώντας την γενικευμένη κρίση ταυτότητας που αντιμετωπίζει η ΕΕ.
Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στηρίζει, κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη, προσπάθειες δημοσιογράφων που ασχολούνται με την ρωσική αποπληροφόρηση –κύριος φορέας της οποίας είναι το τηλεοπτικό δίκτυο Russia Today (RT).
Πέρα όμως από την επικοινωνία, σε γεωπολιτικό επίπεδο ο Βλ. Πούτιν προωθεί την περίφημη αντίληψη της ευρασιατικής ένωσης, στην οποία σημαντικό ρόλο παίζουν η Ρωσία και το Καζακστάν. Οι χώρες αυτές, που δεν έπαψαν να διοικούνται από πρώην κομμουνιστές ηγέτες, προωθούν τον αποκαλούμενο αντιφιλελεύθερο λαϊκισμό παντού όπου μπορούν να το κάνουν. Ταυτοχρόνως, καλλιεργούν και ισλαμικές αντιλήψεις με εθνικιστικές διαστάσεις.
Αν στις παραπάνω τάσεις προσθέσουμε και τον σλαβικό εθνικισμό, με τον ορθόδοξο χριστιανισμό που έχει υιοθετήσει ο Ρώσος πρόεδρος, ως ιδεολογικό όπλο κατά της Δύσης, τότε έχουμε όλα τα συστατικά ενός εκρηκτικού ιδεολογικού και επικοινωνιακού κοκτέϊλ, που καμμία σχέση δεν έχει με αντίστοιχα πρότυπα του παρελθόντος. Ο εθνικο-λαϊκισμός δεν υπόσχεται ούτε «παραδείσους», ούτε «τραγουδιστά αύριο». Πολύ απλά, διοχετεύει μίσος και μηδενισμό σε δυτικές κοινωνίες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.
Από την στιγμή που ασιατικές χώρες όπως η Κίνα, το Βιετνάμ, η Μαλαισία, η Ινδία και άλλες, μπήκαν ορμητικά –και άρα με απαιτήσεις– στο παιχνίδι της παγκόσμιας παραγωγής και διανομής πλούτου, επόμενον ήταν οι πλούσιες χώρες να χάσουν μερίδια αγοράς. Λογικό ήταν επίσης βιομηχανίες εντάσεως εργασίας να μετακομίσουν εκεί όπου ο συντελεστής αυτός ήταν φθηνότερος –ιδιαίτερα δε μετά τον δεκαπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου το 1973, που εκτίναξε το ενεργειακό κόστος στα ύψη.
Ξεκίνησαν έτσι ριζικές ανακατατάξεις στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, οι οποίες πάντα έχουν κερδισμένους και χαμένους.
Η κατάσταση αυτή πήρε νέες διαστάσεις με την κατάρρευση του κομμουνισμού και την φιλοδοξία των χωρών που έβγαιναν από τον ολοκληρωτισμό να ενσωματωθούν στην διεθνή οικονομία –υπόθεση ούτε εύκολη, αλλά ούτε και πολιτικά ουδέτερη. Παράλληλα, η κατάρρευση του κομμουνισμού επέβαλε και νέες γεωπολιτικές συνθήκες, που η Ευρώπη και η Αμερική αντιμετώπισαν αλαζονικά και εν μέρει ανεύθυνα.
Σήμερα, λοιπόν, το παγκόσμιο τοπίο σκοτεινιάζει και πολύ σοβαρά, μάλιστα. Κίνα, Ρωσία, Ινδία, αναζητούν νέους ρόλους και θέλουν να έχουν επιρροή. Δεν μπορούν όμως να το κάνουν με τα όπλα. Απομένει έτσι ο πόλεμος στο επίπεδο του πνεύματος. Θα είναι αυτός του 21ου αιώνα και θα κρατήσει πολύ.