Τί σημαίνουν οι αντισυστημικές ιαχές και κατάρες και πού θα έπρεπε να οδηγήσουν τις φιλελεύθερες δημοκρατίες.
Ο γερο-Κάρολος Μαρξ το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή. Έβλεπε ότι ο βιομηχανικός καπιταλισμός ήταν ένα ανατρεπτικό σύστημα παραγωγής πλούτου που όντως άνοιγε νέες προοπτικές στον άνθρωπο. Σκέφτηκε λοιπόν ότι, αντί ο αυξανόμενος αυτός πλούτος να συσσωρεύεται ως αντιπαραγωγικό κεφάλαιο στα θησαυροφυλάκια ολίγων καπιταλιστών, θα μπορούσε μέσω της δικτατορίας του προλεταριάτου να γίνει κτήμα των περισσότερων.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όμως, σε αντίθεση με τον ιδεολογικό του αντίπαλο Εδουάρδο Μπερνστάϊν, δεν θέλησε να καταλάβει ότι η δικτατορία του προλεταριάτου θα οδηγούσε και στην κατάργηση της πηγής παραγωγής πλούτου.
Συνεπώς, ο κομμουνισμός ναι μεν θα μοίραζε τον πλούτο των καπιταλιστών, πλην όμως στην συνέχεια, χωρίς τους τελευταίους, αντί να παράγεται πλούτος προς διανομή θα υπάρχει φτώχεια για όλους. Πάνω σε αυτή την «μικρή λεπτομέρεια» θεμελιώθηκε η σοσιαλδημοκρατία, η οποία πιστεύει ότι χωρίς παραγωγή πλούτου προς διανομή ο σοσιαλισμός παραμένει όνειρο απατηλό για τους πολλούς και μέσον πλουτισμού για τους λίγους.
Στην βάση αυτής της συλλογιστικής, στον δυτικό κόσμο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες βρήκαν κοινά σημεία συνεργασίας και συναίνεσης, κατάφεραν δε, από την μία μεριά, να διαλύσουν τους φαιοκόκκινους ολοκληρωτισμούς και, από την άλλη, να πετύχουν ασύλληπτα για τον άνθρωπο επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευμάρειας.
Έτσι, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, η οικονομία της αγοράς παρέμεινε το μοναδικό αξιόπιστο σύστημα παραγωγής πλούτου, με αποτέλεσμα να το υιοθετήσουν ακόμα και χώρες όπως η Κίνα, όπου ο πολιτικός κομμουνισμός παραμένει για την ώρα κυρίαρχος.
Το γεγονός αυτό ανέτρεψε πολλές παραδοσιακές ισορροπίες στην παγκόσμια αγορά, παράλληλα όμως η είσοδος της βιομηχανίας σε νέες μορφές παραγωγής πλούτου, περισσότερο άϋλες παρά υλικές, έφερε στο προσκήνιο και νέα προβλήματα διακυβέρνησης.
Σημαντική υπήρξε επίσης και η μετατόπιση της πραγματικής οικονομίας προς την χρηματοοικονομία, με την τελευταία να αντιπροσωπεύει σήμερα σε μέγεθος είκοσι φορές το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών –συμβάλλοντας ταυτόχρονα και στην επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης, χάρη στην οποία πάνω από ένα δισεκατομμύριο πεινασμένοι άνθρωποι τα τελευταία τριάντα χρόνια απέκτησαν εισοδήματα και αγαθά που δεν μπορούσαν να φανταστούν.
Μέσω της παγκοσμιοποίησης, έτσι, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μία εντυπωσιακή αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου, με εξίσου εντυπωσιακές μεταφορές του από χώρα σε χώρα, από επιχειρήσεις σε επιχειρήσεις, από ανθρώπους σε ανθρώπους.
Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί πρωτόγνωρες καταστάσεις ανισορροπίας και ανισοτήτων, που στην πορεία δεν γίνονται γρήγορα αντιληπτές από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις. Αποτελούν έτσι μάλλον εύκολη λεία στους φορείς του λαϊκισμού και της οπισθοδρόμησης, οι οποίοι τώρα έχουν «ανακαλύψει» και νέους «εχθρούς».
Οι τελευταίοι εντοπίζονται σε παλιές αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως είναι το δικαίωμα επιλογής ηγετών, το κράτος δικαίου, η ανεξιθρησκεία και η ανοχή.
Με άλλα λόγια, τον τελευταίο καιρό ασκείται οξύτατη κριτική στην κυριαρχία των ελίτ, οι οποίες λέγεται ότι στον βωμό της ατομικής ελευθερίας θυσιάζουν κοινωνικούς δεσμούς και οικονομική ασφάλεια. Κατά συνέπεια, με τις πολιτικές αυτές, οι ελίτ υποβοηθούν την άνοδο αντιφιλελεύθερων δυνάμεων.
Χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό, από την άποψη αυτή, είναι το τελευταίο βιβλίο του γερμανικής καταγωγής Αμερικανού καθηγητή Γιάσα Μουνκ (Yascha Mounk) με τίτλο Λαός Κατά Δημοκρατίας, στο οποίο κάνει λόγο για τον «μη δημοκρατικό φιλελευθερισμό» (undemocratic liberalism) και τον ρόλο του στην ανάδυση του αυταρχισμού.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα του Γιάσα Μουνκ είναι ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός στηρίζεται πλέον σε αποφάσεις που λαμβάνονται χωρίς δημοκρατικό έλεγχο και άρα ευνοούν μικρές ομάδες συμφερόντων εις βάρος των πολλών.
Επισημαίνει επίσης τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών και τον τρόπο με τον οποίο το εμπόριο ρυθμίζεται από διεθνείς συμφωνίες που δημιουργήθηκαν μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις σε απρόσιτους θεσμούς.
Κατά συνέπεια, η συνεπαγόμενη από τις συμφωνίες παγκόσμια ανάπτυξη και κινητικότητα του εμπορίου, περιορίζοντας τις οικονομικές διαφορές ανάμεσα στα καθιερωμένα κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, συμβάλλει στην αποπολιτικοποίηση των λαών και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στους φορείς της ανελεύθερης δημοκρατίας.
Στο επίπεδο αυτό ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος και συγγραφέας του πολύκροτου βιβλίου Το Κεφάλαιο τον 21ο Αιώνα, Τομά Πικεττί, εκτιμά ότι στην Δύση κυριαρχούν σήμερα οι ομάδες της «αριστοκρατικής αριστεράς» και της «δεξιάς των εμπόρων», οι οποίες αδυνατούν πλέον να ελέγχουν τις διαδικασίες συσσώρευσης του πλούτου –με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς νέων ανισοτήτων.
Η κοινή γνώμη, έτσι, βλέποντας και καταλαβαίνοντας ότι οι πολιτικο-ιδεολογικές διαφορές είναι ελάχιστες στον χώρο της διαχειριστικής πολιτικής, κάθε φορά που βρίσκεται αντιμέτωπη με μία κρίση, όπως για παράδειγμα το μεταναστευτικό, επιλέγει και ψηφίζει μη συστημικά κόμματα για να εκφράσει την δυσαρέσκειά της.
Αυτός είναι σήμερα και ο βασικός λόγος της ανόδου ακραίων κομμάτων στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και κυρίως σε αυτές που έχουν σοβαρά προβλήματα μεταναστών και προσφύγων.
Το φαινόμενο αυτό, από την μία μεριά, αποτελεί σαφέστατη έκφραση αντισυστημικής διαμαρτυρίας και, από την άλλη, είναι πραγματικό εφαλτήριο για να κάνουν καριέρα αδίστακτοι καιροσκόποι της πολιτικής.
«Δεν είναι τυχαίο ότι η ακροδεξιά συχνά όχι μόνον καταγγέλλει συλλήβδην τα συστημικά κόμματα, κερδίζοντας έτσι από την λαϊκή δυσαρέσκεια, αλλά και διαλύει την δυνατότητα των ανθρώπων να σκεφτούν.
Έχει δηλαδή τοξική επίδραση συνολικά στους όρους που αρθρώνεται ο δημόσιος λόγος, αλλά και δομείται η σφαίρα της δημοσιότητας και άρα οι όροι της πολιτικής αντιπαράθεσης. Μόνον που αυτή η λογική απλώς ενισχύει το αφήγημα της ακροδεξιάς, την βοηθά να παρουσιάζεται ως συγκρουσιακή επιλογή, ακόμη και αν στην πραγματικότητα έχει βαθειά συντηρητικές και συστημικές απόψεις», γράφει ο Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος στο Unfollow, όπου θέτει και το θέμα της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Μία αντιπαράθεση η οποία, στο μέτρο που μπορεί να υπάρξει, δεν μπορεί να λάβει χώρα παρά μόνον σε επίπεδα που απαιτούν ισχυρή γνώση της πολυπολικότητας του κόσμου μας και κυρίως των νέων μηχανισμών γνώσης που φέρνουν στην επιφάνεια οι τεχνολογικές ανατροπές. Για την πραγματική σημασία των τελευταίων δεν γίνεται ευρύτερα λόγος, ενώ θα έπρεπε.