Μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις του αξιόχρεού της και των προοπτικών του από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P και DBRS, αντίστοιχα, η Ελλάδα μειώνει τη διαδρομή που πρέπει να καλύψει για να επανέλθει στην κανονικότητα των χωρών της Ευρωζώνης, τα ομόλογα των οποίων έχουν επενδυτική διαβάθμιση.
Η επενδυτική διαβάθμιση από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης αποτελεί προϋπόθεση για την αγορά των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (στο πλαίσιο του QE που άρχισε ξανά από την 1η Νοεμβρίου).
Για την ΕΚΤ αρκεί η πιστοληπτική αξιολόγηση από έναν από τους τέσσερις μεγάλους διεθνείς οίκους – S&P, Moody’s, Fitch και DBRS – να είναι σε επενδυτική διαβάθμιση.
Σήμερα, η απόσταση της Ελλάδας από αυτή είναι τρεις βαθμίδες όσον αφορά τον S&P, τον DBRS και τον Fitch και τέσσερις βαθμίδες στην περίπτωση του Moody’s.
Μιλώντας την περασμένη εβδομάδα σε συνέδριο στη Λευκωσία, o επικεφαλής για τις αξιολογήσεις χωρών της Δυτικής Ευρώπης του Fitch, Michele Napolitano, δήλωσε ότι η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα τους επόμενους 18 μήνες είναι δύσκολη αλλά εφικτή.
Τόσο ο S&P όσο και ο DBRS έχουν προαναγγείλει ως πιθανή μία περαιτέρω αναβάθμιση της Ελλάδας, αξιολογώντας θετικά τις προοπτικές για το αξιόχρεό της.
Σε ανακοίνωσή του στις 25 Οκτωβρίου για την αναβάθμιση της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒ- από Β+, ο S&P ανέφερε ότι είναι πιθανόν να προχωρήσει σε νέα αναβάθμιση του επόμενους 12 μήνες, αν η κυβέρνηση συνεχίσει την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την προοπτική ανάπτυξης της οικονομίας και τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της καθώς και αν υπάρξει σημαντική μείωση των «κόκκινων» δανείων των ελληνικών τραπεζών.
Σε αντίστοιχο μήκος κύματος κινήθηκε και ο DBRS, που διατήρησε την 1η Νοεμβρίου το ελληνικό αξιόχρεο στη βαθμίδα ΒΒ (χαμηλή), αλλά αναβάθμισε την προοπτική του σε θετική από σταθερή.
Εκτός από τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και τη βελτίωση της κατάστασης των τραπεζών, ο καναδικός οίκος ανέφερε ως προϋποθέσεις για μία νέα αναβάθμιση την περαιτέρω ενίσχυση της πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές και τη συμμόρφωσή της με τους όρους της μεταμνημονιακής εποπτείας.
Τόσο ο S&P όσο και ο DBRS διαπιστώνουν βελτιωμένες οικονομικές προοπτικές και ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις. Τονίζουν, επίσης, ότι μπορεί το δημόσιο χρέος να είναι πολύ υψηλό, αλλά η διάρθρωση του είναι πολύ ευνοϊκή, καθώς το μέσο κόστος δανεισμού είναι χαμηλό, περί το 1,6%, η διάρκεια αποπληρωμής περίπου 21 χρόνια και μόνο ένα μικρό μέρος του βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών πιστωτών. Και οι δύο οίκοι τονίζουν ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης της ΝΔ ενισχύει τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας.
«Η ατζέντα της προεκλογικής εκστρατείας της ΝΔ περιλαμβάνει σχέδια για τη μείωση του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών και των εταιρειών, την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τη διευκόλυνση της μείωσης των μεγάλων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών.
Πιστεύουμε, ότι αν τα σχέδια αυτά πραγματοποιηθούν, μπορεί να επιταχυνθεί η σχετικά συγκρατημένη έως τώρα οικονομική ανάκαμψη», ανέφερε ο S&P. Από την πλευρά του, ο DBRS σημείωσε: «Μετά την τελευταία αξιολόγησή μας (σ.σ.: τον Μάιο του 2019 που οδήγησε στην αναβάθμιση της Ελλάδας), έχει γίνει πρόοδος από αρκετές απόψεις, που οδηγεί σε θετική τάση.
Υπάρχει μία νέα αυτοδύναμη κυβέρνηση με ισχυρή δέσμευση και δυναμική στην καθιέρωση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας της». Και οι δύο οίκοι αναφέρθηκαν θετικά στην πλήρη άρση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, την πρόωρη αποπληρωμή μέρος του δανείου του ΔΝΤ και στο σχέδιο Ηρακλής για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών.
Ο οίκος Fitch διατήρησε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒ- με σταθερή προοπτική στις 2 Αυγούστου, λίγες μόλις εβδομάδες μετά τις εκλογές, αναμένοντας την υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος, αλλά εκφράσθηκε θετικά για αυτό.
«Είναι πολύ νωρίς», σημείωσε στην ανακοίνωσή του, «να αξιολογήσουμε την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης και την εφαρμογή της πολιτικής της. Ωστόσο, κατά την άποψή μας, η ατζέντα της πολιτικής της μπορεί να υποστηρίξει περαιτέρω την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας».
Μιλώντας στο συνέδριο της Λευκωσίας, ο Napolitano είπε ότι ο Fitch εστιάζει σε τέσσερις τομείς:
Πρώτον, της πολιτικής, όπου το περιβάλλον είναι πλέον πολύ πιο σταθερό και υποστηρικτικό από το 2015.
Δεύτερον, της ανάπτυξης, η οποία έχει βάσεις, αλλά εξακολουθεί να της λείπει ένα βασικό συστατικό, αυτό των επενδύσεων.
Τρίτον, των δημόσιων οικονομικών, τα οποία έχουν βελτιωθεί αισθητά, αλλά η μετάβαση σε ένα νέο μείγμα πολιτικής, με χαμηλότερη φορολογία και παράλληλη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, θα είναι δύσκολη υπόθεση.
Τέταρτον, τις τράπεζες, όπου η ποιότητα ενεργητικού είναι πολύ αδύναμη, αλλά το σχέδιο «Ηρακλής» για την μείωση των κόκκινων δανείων είναι ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση.
Ο Moody’s είναι τα τελευταία χρόνια πάντα πιο αργός στην αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας, αλλά μείωσε την απόστασή του από τις αξιολογήσεις των άλλων οίκων φέτος τον Μάρτιο, προχωρώντας σε αναβάθμιση κατά δύο βαθμίδες, σε Β1 σταθερό με σταθερή προοπτική από Β3 με θετική προοπτική.
Σε επικαιροποίηση της αξιολόγησής του για την Ελλάδα στις 28 Αυγούστου, ο Moody’s σημείωσε ότι πρέπει να επιταχυνθούν σημαντικά οι επενδύσεις για να ενισχυθούν οι προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, προσθέτοντας ότι χρειάζονται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί το επιχειρηματικό κλίμα και να υπάρξει ένα πιο φιλικό για την ανάπτυξη φορολογικό σύστημα.
Χαρακτήρισε θετικές τις προτάσεις για τα «κόκκινα» δάνεια, σημειώνοντας ότι χρειάζεται λεπτομερής εργασία για την εφαρμογή τους.
Για τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα τελευταία τρία χρόνια, σημείωσε ότι θα χρειασθεί χρόνος για να οδηγήσουν σε ένα πιο αποτελεσματικό δημόσιο, ισχυρή φορολογική συμμόρφωση και αλλαγή στην κουλτούρα πληρωμών των πολιτών.
Στις 30 Οκτωβρίου, ο Moody’s χαρακτήρισε θετική για το αξιόχρεο της Ελλάδας την πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ.