«Ο ρυθμός μεγέθυνσης της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα όχι μόνο μειώθηκε σε σχέση με την περίοδο πριν την κρίση (2001-2008) αλλά επιπλέον παρουσιάζει κατά μέσο όρο αρνητικό πρόσημο (-1,14%) την περίοδο μετά την κρίση (2009-2016)» επισημαίνεται στην τελευταία τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), το οποίο τονίζει την ανάγκη «ανάληψης δράσεων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την προσέλκυση ξένων και εγχώριων επενδύσεων».
Στην έκθεση σημειώνεται ότι «η χώρα μας ήταν η μοναδική της Ευρωζώνης όπου παρατηρήθηκε μείωση της παραγωγικότητας στη διάρκεια της κρίσης. (…) Αντιθέτως, η παραγωγικότητα της Ευρωζώνης φαίνεται να μην επηρεάστηκε καθόλου από την κρίση, ενώ στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας την περίοδο μετά τη κρίση, είναι περίπου ο μισός από την περίοδο προ κρίσης», αναφέρει το in.gr.
Τα στοιχεία δεν είναι ενθαρρυντικά
Σύμφωνα με το ΓΠΚΒ, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για την παραγωγικότητα της εργασίας, δεν μπορούν να θεωρηθούν ενθαρρυντικά.
Αναλυτικότερα, αναφέρει στην έκθεσή του ότι «παρατηρώντας πιο αναλυτικά τα στοιχεία του ΟΟΣΑ ανά οικονομική δραστηριότητα είναι φανερό πως η μεγάλη πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως στον τομέα υπηρεσιών όπου ο θετικός ρυθμός μεταβολής κατά την προ κρίσης περίοδο (+3,43%) μετατράπηκε σε έναν μέσο αρνητικό ρυθμό (-4,53%).
»Οι κατασκευές παρουσίασαν παρόμοια εξέλιξη, με τον θετικό μέσο ρυθμό μεταβολής κατά την προ κρίσης περίοδο (+1,31%) να μετατρέπεται σε αρνητικό την περίοδο μετά την κρίση (-0,36%).
»Αντίθετα σημαντική αύξηση (κατά μέσο όρο περιόδου) εμφάνισε η παραγωγικότητα της εργασίας στη βιομηχανία (στο +3,98% από 1,15%), η οποία όμως δεν ήταν ικανή να αναστρέψει το συνολικό αποτέλεσμα της παραγωγικότητας της εργασίας.
»Αντίθετα στην Ευρωζώνη μετά την κρίση όλοι οι τομείς είχαν θετικούς ρυθμούς μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας, περιλαμβανομένου και του τομέα των κατασκευών ο οποίος παρουσίαζε αρνητικό ρυθμό κατά τα έτη που προηγήθηκαν της κρίσης».
Η «εσφαλμένη εντύπωση» για τις αμοιβές εργασίας
Το ΓΠΚΒ επισημαίνει ότι «η παραγωγικότητα σε συνδυασμό με την αμοιβή της εργασίας καθορίζουν το μοναδιαίο κόστος εργασίας που αποτελεί τη σημαντικότερη παράμετρο διεθνούς ανταγωνιστικότητας (σε συνδυασμό με θεσμικές μεταβλητές)».
Και προσθέτει: «Εχει ιδιαίτερη σημασία να τονίσουμε τον ρόλο της παραγωγικότητας καθώς υπάρχει διαδεδομένη η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι αμοιβές εργασίας από μόνες τους ορίζουν το μοναδιαίο κόστος εργασίας.
»Το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώνεται (και η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται) όταν η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται πιο γρήγορα (ή μειώνεται πιο αργά) από την αμοιβή της εργασίας.
»Η χώρα μας είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στην περίοδο της κρίσης οφείλεται στην ταχύτερη μείωση των μισθών από την παραγωγικότητα. Έτσι, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε σημαντικά σε σχέση με το 2010 (περίπου κατά 6,5%) η αμοιβή της εργασίας μειώθηκε ακόμα περισσότερο (περίπου 16%) με αποτέλεσμα το μοναδιαίο κόστος εργασίας να μειωθεί κατά περίπου 10% βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα».
«Χαμηλή θέση σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας»
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι «η αύξηση της παραγωγικότητας προϋποθέτει την ανάληψη δράσεων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την προσέλκυση ξένων και εγχώριων επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης υψηλής ποιότητας».
Και υπογραμμίζεται ότι «παρά την έως τώρα πρόοδο, η Ελλάδα κατατάσσεται σε χαμηλή θέση σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας σε σύγκριση με τους ευρωπαίους εταίρους της. Για παράδειγμα, αν και ο αριθμός των ημερών για τη δημιουργία μιας επιχείρησης μειώθηκε από 38 ημέρες το 2000 σε 19 ημέρες το 2010 και 13 ημέρες το 2016, παραμένει μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο αριθμό ημερών για την Ευρωζώνη (10 ημέρες το 2016).
»Βάσει των ανωτέρω, η υλοποίηση του Εθνικού Αναπτυξιακού Σχεδίου κρίνεται σημαντική προκειμένου να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον, η παραγωγικότητα και ακολούθως η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα».