Η μάχη της Αθήνας πρωτίστως και της Θεσσαλονίκης δευτερευόντως στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση του Μαΐου του 2019, αναμένεται σκληρή και καθοριστική.
Το 2014 η ΝΔ δεν κατάφερε να κατέβει ενωμένη.
Του Τάσου Παπαδόπουλου
Δύο πρόσωπα προερχόμενα από την τότε κυβέρνηση κατέβηκαν με αποτέλεσμα να ηττηθούν κατά κράτος.
Το ίδιο συνέβη και στην Θεσσαλονίκη με την αρχική επιλογή Τζιτζικώστα, που ο ίδιος δεν επιθυμούσε, με αποτέλεσμα κι εκεί να υπάρξει αδύναμη και στη συνέχεια αποτυχημένη εκπροσώπηση.
Το πότε κι αν θα γίνουν οι εθνικές εκλογές το γνωρίζει μόνο ο Α. Τσίπρας, που μπορεί να τις προκηρύξει πριν από τη λήξη της θητείας του παρόντος κυβερνητικού σχήματος.
Εκτός αν αποσύρει την εμπιστοσύνη του στην κυβέρνηση ο Π. Καμμένοςμ πράγμα απίθανο μια και έχει στρογγυλοκαθίσει στην καρέκλα του ΥΕΘΑ και δεν λέει να το κουνήσει, γνωρίζοντας ήδη ότι το μέλλον του κόμματός του είναι δυσοίωνο.
Ήδη από πλευράς προσώπων που πρόσκεινται στη ΝΔ, έχει προαναγγείλει την κάθοδό του για το δήμο της Αθήνας, ο νυν δήμαρχος Αμαρουσίου και Πρόεδρος της ΚΕΔΕ Γ. Πατούλης.
Απ ότι φαίνεται χωρίς να έχει το επίσημο χρίσμα από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, αλλα και χωρις να διαθέτει και το ειδικό πολιτικό βάρος για τον συγκεκριμένο Δήμο.
Δεν απέκλεισε επίσης το ενδεχόμενο να είναι υποψήφιος, που δήλωσε ότι το σκέφτεται, στην πρωτεύουσα και ο Κ. Μπακογιάννης Περιφερειάρχης σήμερα Στερεάς Ελλάδος.
Δημοσιογραφικές πληροφορίες μιλούν για συμφωνία της Ντόρας με τον Κυριάκο για αυτήν την υποψηφιότητα. Αν στο τέλος επιβεβαιωθεί αυτή η πληροφορία, θα προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια στον κόσμο στον οποίο απευθύνεται η ΝΔ προκειμένου να διευρύνει το εκλογικό της ακροατήριο.
Κι αυτό, γιατί ανεξάρτητα από τις ικανότητες του Κ. Μπακογιάννη, η υποψηφιότητα θα εκληφθει ως προώθηση της οικογενειοκρατίας, κάτι που θα έχει αρνητικό αντίκτυπο ως για τη ΝΔ στις Εθνικές εκλογές.
Αν ρισκάρει μια τέτοια επιλογή ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα αναλάβει και το υψηλό κόστος της, απέναντι σε μια μερίδα της κοινής γνώμης, που ψηφίζει χωρίς κομματικές παρωπίδες.
Οι καλές επιδόσεις της ΝΔ στις δημοσκοπήσεις, δεν σημαίνουν τίποτα. Η εμφανιζόμενη μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ έχει μια παράμετρο, που οι ειδικοί λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους. Κι αυτές είναι οι συσπειρώσεις.
Η ΝΔ έχει πιάσει ταβάνι με το ποσοστό να ανέρχεται στο 85%, ενώ στο ΣΥΡΙΖΑ το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνάει το 50%. Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν περιθώρια για το κυβερνητικό κόμμα να αυξήσει τα ποσοστά του από την δεξαμενή των σημερινών αναποφάσιστων, που όπως φαίνεται στο παρελθόν είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό το κοινό αν δει παλιές τακτικές οικογενειοκρατίας να αναβιώνουν, είναι πολύ πιθανόν να δώσει την λεγόμενη δεύτερη ευκαιρία στο ΣΥΡΙΖΑ. Όλα αυτά τα δεδομένα οφείλει να σταθμίσει η ΝΔ στις επιλογές της τόσο για τους Δήμους όσο και για τις Περιφέρειες.
Αλλά και στο ψηφοδέλτιο για τις Ευρωεκλογές τα πρόσωπα που θα το συγκροτήσουν με βάση την εμπειρία του 2014, πέρα από την αναγνωρισιμότητα κι αυτό ισχύει για όλα τα κόμματα, πρέπει να είναι ικανά να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών, που είναι η παρουσία της Ελλάδας σε ένα χώρο, που πέρα από τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις, υπάρχουν έντονες πολιτικές ζυμώσεις και διεργασίες.
Για παράδειγμα ένας μη αγγλομαθείς είναι κάτι σαν βουβό πρόσωπο στην Ευρωβουλή. Αυτό φυσικά αφορά και τους ψηφοφόρους, που στην προκειμένη περίπτωση δεν επιλέγουν την ποδοσφαιρική ομάδα της προτίμησής τους, αλλά τα πρόσωπα που θα τον εκπροσωπήσουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Τα πρόσωπα που θα διεκδικήσουν Δήμους, Περιφέρειες και μια θέση στην Ευρωβουλή, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στις εκλογές του προσεχούς Μαΐου. Τα κόμματα οφείλουν να τα αναζητήσουν όχι ανάμεσα σε κάποιους ανεπάγγελτους που κατοικοεδρεύουν στα γραφεία τους, ή στα λεγόμενα πιστά κομματικά σκυλιά, αλλά στους αρίστους, προκειμένου να υπάρχει επιτέλους αναβάθμιση της πολιτικής ζωής και όχι περαιτέρω υποβάθμιση.
Κι αυτό ισχύει και για τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, μια και το σημερινό Κοινοβούλιο είναι ότι χειρότερο έχει να επιδείξει η δημόσια ζωή στη χώρα μας, από την μεταπολίτευση, που συμπληρώνει αισίως τα 44 χρόνια αυτές τις μέρες.
Οι κυβερνήσεις συνήθως με το φοβικό σύνδρομο της απώλειας της εξουσίας, δεν παρουσιάζουν καμιά νέα πρόταση στα πρόσωπα.
Αυτό μπορεί να το κάνει η Αξιωματική Αντιπολίτευση. Αν βγει από το καβούκι της θα εισπράξει τα θετικά αποτελέσματα…