Από την ανάληψη των καθηκόντων του έως και σήμερα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κωστής Χατζηδάκης, έχει πολλάκις επαναλάβει – είτε από το βήμα της Βουλής είτε σε συνεντεύξεις του – ότι οι παλαιότερες λιγνιτικές μονάδες στοιχίζουν στη ΔΕΗ περισσότερο από όσο αν ήταν κλειστές και πληρώνονταν κανονικά οι εργαζόμενοι.
Η οικονομική κατάσταση των μονάδων είχε διαφανεί και από την αποτυχία των δύο διαγωνισμών πώλησης του λιγνιτικού χαρτοφυλακίου Φλώρινας και Μεγαλόπολης. Ποια είναι ωστόσο τα οικονομικά των 14 λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ;
Την «ακτινογραφία» τους παρουσιάζει μια νέα έκθεση της δεξαμενής σκέψης για το περιβάλλον και την ενέργεια «TheGreenTank», η οποία χρηματοδοτήθηκε από το «European Climate Foundation», αναφέρει το in.gr.
Οι ζημίες του λιγνίτη
Η έκθεση δείχνει ότι η λιγνιτική βιομηχανία συσσωρεύει καθαρές ζημιές κάθε μήνα από τον Δεκέμβριο 2017. Ειδικότερα:
– από τον Ιανουάριο 2016 έως τον Ιούνιο 2019, η ΔΕΗ έχει συσσωρεύσει καθαρές ζημιές 683 εκατ. ευρώ από τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων. Το συγκεκριμένο ποσό είναι άμεσα συγκρίσιμο με εκείνο των 600 εκατ. ευρώ που η ΔΕΗ έχασε λόγω των δημοπρασιών ενέργειας (ΝΟΜΕ) κατά την ίδια χρονική περίοδο, όπως δήλωσε και ο κ. Χατζηδάκης.
– εάν ο σημερινός λιγνιτικός στόλος παραμείνει ως έχει, τότε τα επόμενα 3,5 χρόνια η λιγνιτική βιομηχανία θα συσσωρεύσει ζημιές της τάξης των 1,3 δισ. ευρώ.
Μείωση του μικτού κέρδους των λιγντικών μονάδων
Τα μικτά κέρδη όλων των λιγνιτικών, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, για το πρώτο εξάμηνο του 2019, εκτιμήθηκαν σε 33,8 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μια μείωση κατά 48% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018 και 84% συγκριτικά με το 2017. Το αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί κυρίως στη μείωση της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής και στη ραγδαία αύξηση των τιμών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) το 2019. Tο κόστος CO2 έχει υπερ-τετραπλασιαστεί από λιγότερο από 10ευρώ/MWh στις αρχές του 2016 σε περισσότερο από 40ευρώ/MWh στο μέσο του 2019
Η μονάδα της Μελίτης είχε τα μεγαλύτερα μικτά κέρδη το πρώτο εξάμηνο του 2019, όπως και του «Αγ. Δημητρίου V» το 2017. Οι μονάδες Αγ. Δημήτριος Ι, Καρδιά Ι-ΙΙI, Mεγαλόπολη ΙΙΙ- IV είχαν αρνητικά μικτά κέρδη το 2019.
Σύμφωνα με τον αναλυτή πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα του «TheGreenTank» κ. Νίκο Μάντζαρη, καθαρά κέρδη καταγράφονται μόνο τους πέντε από τους 42 μήνες.
Τα τέσσερα σενάρια
Στην έκθεση με τίτλο «Τα οικονομικά των ελληνικών λιγνιτικών μονάδων: Τέλος εποχής» εξετάζονται τέσσερα σενάρια και γίνονται προβλέψεις για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών τα επόμενα 3,5 χρόνια (έως τον Δεκέμβριο 2022).
Από τις προβλέψεις των μελετητών προκύπτει ότι κανένα μελλοντικό σενάριο δεν μπορεί να οδηγήσει την ελληνική λιγνιτική βιομηχανία σε καθαρά κέρδη τα επόμενα 3,5 χρόνια. Ακόμα και αν οι τιμές για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων είναι χαμηλότερες από ότι προβλέπουν οι αναλυτές διεθνώς. Άλλωστε, εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από την καύση λιγνίτη χτυπούν κόκκινο το διάστημα 1990-2017, συνεισφέροντας κατά 34% στις εθνικές εκπομπές της Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, το κόστος εκπομπών το 2018 (με σημερινές τιμές CO2) θα έφτανε τα 648 εκατ. ευρώ.
Για όλα τα σενάρια, η μέση τιμή για την ηλεκτρική ενέργεια (το 2020 και τα επόμενα έτη) επιλέχθηκε να είναι τα 78 ευρώ/MWh και η ονομαστική αξία της τιμής άνθρακα στα 31 ευρώ/τόνο CO2.
Αποσύρσεις μονάδων
Οι συντάκτες της έκθεσης προτείνουν:
Αποσύρσεις των Ατμοηλεκτρικών Σταθμών (ΑΗΣ) Καρδιάς και ΑΗΣ Αμυνταίου καθώς εκτιμάται ότι θα μειώσουν τις καθαρές ζημιές της λιγνιτικής βιομηχανίας κατά περισσότερο από 600 εκατ. ευρώ τα επόμενα 3,5 χρόνια. Είναι αξιοσημείωτο ότι η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση ερμήνευσε μονομερώς της Οδηγία Βιομηχανικών Εκπομπών για να παρατείνει τη διάρκεια ζωής των δύο ΑΗΣ που αντιπροσωπεύουν το 42% της υφιστάμενης λιγνιτικής ισχύος της χώρας, με συνέπεια να ξεκινήσουν διαδικασίες παραπομπής της χώρας από την Κομισιόν.
Αποσύρσεις των μονάδων του Αγ. Δημητρίου Ι-ΙΙ και Μεγαλόπολης IV καθώς θα βελτιώσουν κατά 66% τα οικονομικά μεγέθη σε σύγκριση με το σενάριο στο οποίο δεν πραγματοποιείται καμία απόσυρση. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι 3TWh ηλεκτρικής ενέργειας τον χρόνο μπορούν να καλυφθούν από άλλες πηγές.
Άλλωστε και ο ίδιος ο υπουργός κ. Κωστής Χατζηδάκης, σε πρόσφατη συνέντευξή του είχε αναφερθεί σε αποσύρσεις μονάδων σημειώνοντας ότι η προσπάθεια θα ξεκινήσει από τις μονάδες Αμύνταιο Ι και ΙΙ, συνολικής ισχύος 600MW, και τη μονάδα Μεγαλόπολη ΙΙΙ, ισχύος 300MW, αφού αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της τηλεθέρμανσης των περιοχών. Σύμφωνα με τον υπουργό, η απόσυρση θα μπορέσει να προχωρήσει πριν από το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2020
Πάντως, τα ευρήματα της έκθεσης αναδεικνύουν, σύμφωνα με τον κ. Μάντζαρη, την επιτακτική ανάγκη αναθεώρησης του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Το σημερινό προσχέδιο προτείνει παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 9,5 TWh από λιγνίτη το 2030 από ένα λιγνιτικό στόλο καθαρής ισχύος 2,7 GW. Η έκθεση δείχνει ότι η οικονομική διάσωση της ΔΕΗ είναι στενά συνδεδεμένη με τα ίδια επίπεδα λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής αλλά δέκα χρόνια νωρίτερα, διατηρώντας ένα πολύ μικρότερο λιγνιτικό στόλο καθαρής ισχύος λιγότερο από 1,5 GW.
«Με δεδομένη την εκτόξευση των τιμών διοξειδίου του άνθρακα και το γεγονός ότι οι ελληνικοί λιγνιτικοί σταθμοί έχουν μακράν τη μεγαλύτερη ένταση άνθρακα στην Ευρώπη, επιβάλλεται η Ελλάδα να δεσμευτεί σε ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα απόσυρσης όλων των λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2030 το αργότερο», δήλωσε ο κ. Μάντζαρης.
Παγκόσμια Τράπεζα: Ζητούμενο το μέλλον των λιγνιτικών στην Ελλάδα
Σύμφωνα με την έκθεση πρέπει να διερευνηθούν άμεσα σοβαρές εναλλακτικές λύσεις (πλην της λιγνιτικής) για τους παλιούς σταθμούς της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά ακόμη και τη νέα μονάδα της ΔΕΗ «Πτολεμαΐδα 5», κατασκευαστικούκόστους τουλάχιστον 1,4 δισ. ευρώ. Άλλωστε, όσο περνά ο χρόνος μειώνονται οι πιθανότητες για έγκριση από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) του Μόνιμου Μηχανισμού Αποζημίωσης Επάρκειας Ισχύος (των παλιών ΑΔΙ) μέσω του οποίου θα επιδοτείται η Πτολεμαΐδα 5, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της μονάδας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η Παγκόσμια Τράπεζα, ως τεχνικός σύμβουλος της Κομισιόν στα θέματα μετάβασης των περιοχών που εξαρτώνται από τον άνθρακα στη μεταλιγνιτική εποχή, εκπονεί μελέτη για τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας στην Ελλάδα και της Σιλεσίας στην Πολωνία. Όπως έχει γίνει γνωστό – μετά από ενημερωτικές συναντήσεις που έχουν γίνει με στελέχη της Παγκόσμιας Τράπεζας και της ΔΕΗ, τοπικούς παράγοντες και εκπροσώπους περιβαλλοντικών οργανώσεων), η μελέτη, η οποία θα ολοκληρωθεί τον Ιούλιο του 2020, προτείνει εναλλακτικές προτάσεις για τις μονάδες της Δυτικής Μακεδονίας (παλιές και νέες), με έμφαση στην αποθήκευση ενέργειας και σε τεχνολογίες υδρογόνου.