Η τακτική επανάληψη των υπολογισμών μας για την εξέλιξη του ελληνικού ΑΕΠ για το πολύπαθο 2020 για πρώτη φορά έχει δείξει, σε τρεις συνεχόμενες επαναλήψεις (αρχές και τέλος Μαΐου, αρχές Ιουνίου), το ίδιο νούμερο ύφεσης (-7,22%) και αντίστοιχη υψηλή άνοδο (+5% με +7%) το 2021.
Του Παναγιώτη Ε. Πετράκη*
Όμως αυτές οι εκτιμήσεις μπορούν να στηρίζονται σε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις: η πρώτη δίνει μεγαλύτερο βάρος στα πραγματικά στοιχεία, τα οποία συγκεντρώνουμε από την οικονομία και κάνοντας ορισμένες ρεαλιστικές εκτιμήσεις παράγονται προβλέψεις για το άμεσο μέλλον.
Η δεύτερη δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στις μελλοντικές υποθέσεις, οι οποίες στην πραγματικότητα επιβάλουν την παρουσία τους στις προβλέψεις που διατυπώνονται.
Με ΄άλλα λόγια η δεύτερη μέθοδος περιέχει μεγαλύτερη υποκειμενικότητα και σε συνθήκες αβεβαιότητας τείνει προς την αρνητική εξέλιξη. Αντιθέτως, η πρώτη έχει μικρότερη υποκειμενικότητα και υπάρχει μικρότερος κίνδυνος να συμβάλουμε να δημιουργήσουμε αρνητικές και ενδεχομένως άδικες αυτοεκπληρούμενες προσδοκίες.
Πρέπει λοιπόν να έχουμε ρεαλισμό στις προβλέψεις μας και γενικά προτιμούμε την πρώτη προσέγγιση.
Όλα αυτά ισχύουν όταν γνωρίζουμε ότι οι κεφαλαιαγορές παγκοσμίως (με τα υψηλά επίπεδά τους) έχουν σχεδόν εξαγγείλει το τέλος της πανδημίας. Επίσης γνωρίζουμε ότι πολλοί δείκτες (αληθινού χρόνου, δείκτες κινητικότητας κ.τ.λ.) βρίσκονται σε ανοδική κίνηση που παραπέμπουν σε μία κλειστού τύπου U κίνηση της ανάκαμψης.
Συγχρόνως όμως βλέπουμε τον COVID-19 να γυρνάει παντού με αρκετή επιθετικότητα, γεγονός που θίγει τον ευαίσθητο τομέα του τουρισμού και των υπηρεσιών.
Όμως η δραστηριότητα της ελληνικής οικονομίας δεν εξαρτάται μόνο από τον τουρισμό. Η διαχείριση της ακίνητης περιουσίας, η βιομηχανία, το εμπόριο, η δημόσια διοίκηση είναι σημαντικοί τομείς.
Έτσι τελικά μπορεί το επίπεδο δραστηριότητας στον τουρισμό να μειωθεί περισσότερο από 50% που εκτιμάμε στο baseline scenario αλλά οι άλλοι τομείς να μην κάνουν τόσο βαθιά ύφεση και να αντισταθμίσουν τις απώλειες. Γενικώς πάντως δίνουμε στο baseline scenario μία πιθανότητα υλοποίησης γύρω στο 60% ενώ στο αρνητικό περίπου 40% που είναι πάντως υψηλότερο σε σύγκριση με το επίπεδο πιθανότητας να πτωχεύαμε το 2015.
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο οι πολιτικές αντιμετώπισης της πανδημίας είναι επαρκείς στην Ελλάδα και την Ευρώπη για να έλθει η ανάκαμψη γρηγορότερα. Έχουν καλό μείγμα ενίσχυσης της ζήτησης, υποβοήθησης της προσφοράς (τουρισμός, ακίνητα κτλ.) και αναβολής των υποχρεώσεων πληρωμών των φορολογουμένων;
Η ελληνική κυβέρνηση ενισχύει τις πολιτικές αυτές στα άκρα των δυνατοτήτων της δεδομένου ότι και το μέλλον παραμένει αβέβαιο.
Όμως τα ευρωπαϊκά κεφάλαια της δημοσιονομικής πολιτικής θα έλθουν εγκαίρως και με ορθολογικό τρόπο ή οι Ευρωπαίοι αρκούνται στη λειτουργία τής (ανέξοδης πολιτικά) ECB για να σώσει την κατάσταση;
Η μεγαλύτερη ύφεση καραδοκεί έστω και με μικρότερη, αλλά πάντως όχι πολύ μικρή, πιθανότητα εμφάνισης!
*καθηγητής ΕΚΠΑ