Η πρόσφατη ¨ηχηρή¨ υπόθεση των ενεχυροδανειστηρίων, ανέδειξε τις παθογένειες που υπάρχουν στον χώρο της Δικαιοσύνης. Παθογένειες, που έχουν να κάνουν με ορισμένα πρόσωπα και όχι με τον θεσμό, ο οποίος έχει καλυφθεί από το αντίστοιχο νομικό πλαίσιο.
Έχουμε την πλευρά της Αστυνομίας, η οποία, εκ του αποτελέσματος, προέβη σε πολύμηνη παρακολούθηση και εν τέλει συλλήψεις προσώπων, για διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων. Η παρουσίαση της υπόθεσης πήρε πανηγυρικό τόνο, με την αυτοπρόσωπη παρουσία του Διευθυντή Ασφαλείας Αττικής και έφθασε μέχρι τον Πρωθυπουργό, ο οποίος έκανε σχετικά αναφορά στη Βουλή.
Του Νίκου Μπούρα*
Η Ανακρίτρια και η Εισαγγελέας που χειρίστηκαν την υπόθεση την πρώτη ημέρα προφυλάκισαν άτομα και την δεύτερη ημέρα … άλλαξαν γνώμη. Γιατί; Γιατί ουδείς έπραξε το αυτονόητο δηλ. να ερωτήσει πρώτα την αρμόδια Αρχή για τα ισχύοντα και κατόπιν, να ενεργήσει σύμφωνα με την απάντηση.
Η υπόθεση τόσο από πλευράς ΕΛ.ΑΣ. όσο και των συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών αποδείχθηκε «φιάσκο» και, πέραν των άλλων, είχαμε και το φαινόμενο η μία πλευρά να επιρρίπτει τις ευθύνες στην άλλη, με πρώτη την Αστυνομία!
Εύλογα, πολλοί θα έχουν ερωτηματικά για το τι συμβαίνει και το πώς συμβαίνει σε διάφορες υποθέσεις. Η αλήθεια είναι, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων – κυρίως στα πλημμελήματα – καταλήγει στα ακροατήρια, χωρίς αντιστοίχως να υπάρχει σοβαρός νομικός ή πραγματικός δικαιολογητικός λόγος.
Οι Εισαγγελείς, που ασκούν την ποινική δίωξη, φέρεται να υιοθετούν αυτή την ¨βολική λύση¨, με αποτέλεσμα τα πινάκια των ακροατηρίων να παραμένουν γεμάτα, το ωράριο λειτουργίας να μην αρκεί και οι υποθέσεις να παραπέμπονται στις καλένδες. Γιατί το κάνουν αυτό οι Εισαγγελείς; Ο καθένας μπορεί, να προβάλλει διάφορους λόγους, όμως αυτό δεν επιλύει στην ουσία το ζήτημα.
Τελικά, τι κάνει ο πολίτης, που με κάποια ιδιότητα διαδίκου βρίσκεται στην Δικαιοσύνη; Πρώτα απ’ όλα, υπομονή. Δεύτερον, ελπίζει, να διαβάσει ο αρμόδιος τα έγγραφα της υπόθεσης και να κρίνει σύμφωνα με αυτά. Τρίτον, πρέπει να εμπιστευτεί τις διαδικασίες, έχοντας ως δεδομένο το αυτονόητο δηλ. σε μία δίκη δεν μπορεί, να κερδίσουν και οι δύο πλευρές. Γι’ αυτό υπάρχουν και οι μεγαλύτεροι βαθμοί δικαιοδοσίας, ώστε να κριθεί εκ νέου και από πιο έμπειρους Δικαστές η κάθε υπόθεση.
Όπως ο κάθε οργανισμός έτσι και η Δικαιοσύνη μπορεί να σφάλει, όμως έχει εκείνους τους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου του εαυτού της αλλά και τη νομική δυνατότητα επανορθώσεως. Ο νόμος είναι ρητός σε κάθε έκφανση και εκείνο που απομένει, είναι η ορθή και λελογισμένη εφαρμογή του. Αυτό εναπόκειται στα πρόσωπα των λειτουργών της Δικαιοσύνης, οι οποίοι όντες επαγγελματίες πρέπει, ανεπηρέαστοι από τρίτους παράγοντες, να αποδίδουν το έργο τους.
Τελικά, σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία η Δικαιοσύνη αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες λειτουργίας και διασφάλισης δικαιωμάτων. Δεν συμφέρει κανέναν, να επιθυμεί την κατά το μέτρο λειτουργία της και πρέπει, όλοι να κατανοήσουν, ότι οι όποιες συζητήσεις και αρθρογραφία έχουν ως μόνο σκοπό την βελτίωση κάποιων δυσλειτουργιών.
*Δικηγόρος