Δύο φορές υψηλότερη είναι η αύξηση των αμοιβών στο Δημόσιο φέτος σε σχέση με εκείνη που καταγράφεται κατά μέσο όρο σε όλη την οικονομία.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία καταδεικνύει η Τράπεζα της Ελλάδος στη Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, η οποία δημοσιεύθηκε χθες, «στο τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου 2018 οι δαπάνες του τομέα της γενικής κυβέρνησης για αμοιβές προσωπικού αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 5,6%», βάσει στοιχείων του ΥΠΟΙΚ, αναφέρει το e-dimosio.
Την ίδια ώρα, όμως, βάσει στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία παρουσιάζει η ίδια έκθεση, στο σύνολο της οικονομίας (δηλαδή σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα), οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας θα αυξηθούν φέτος κατά 2,8%, σύμφωνα με σχετικές προβλέψεις.
Με άλλα λόγια ο ρυθμός αύξησης των αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων (5,6%) είναι διπλάσιος έναντι του ρυθμού αύξησης σε όλη την οικονομία (2,8%).
Παρόλα αυτά η αύξηση των αμοιβών των εργαζομένων σε όλο το φάσμα της οικονομίας οφείλεται, σύμφωνα με την ΤτΕ στον ιδιωτικό τομέα, καθώς εκεί καταγράφηκε μεγάλη αύξηση του πλήθους των εργαζομένων και άρα της δαπάνης για τις αμοιβές.
Επειδή, όμως, η αύξηση της απασχόλησης ήταν μεγαλύτερη από την αύξηση του ΑΕΠ, μειώνεται η παραγωγικότητα της εργασίας (σ.σ. ΑΕΠ:απασχόληση). Δηλαδή, το μέσο παραγόμενο προϊόν, δηλαδή το προϊόν που παράγεται ανά εργάτη μειώθηκε.
Το γεγονός αυτό ενδεχομένως να παίξει αρνητικό ρόλο σε σχέση με την κατεύθυνση της «επικαιροποίησης» του κατώτατου μισθού από το 2019, καθώς αυτή –στο πλαίσιο των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων τις οποίες έχει αναλάβει η κυβέρνηση – θα «τρέξει» σε συσχέτιση με την παραγωγικότητα της εργασίας.
Δεδομένου ότι η παραγωγικότητα συνεχίζει και φέτος (τουλάχιστον με βάση τα έως τώρα στοιχεία) την αρνητική πορεία της, αν και με ηπιότερο ρυθμό σε σχέση με πέρσι (-0,2% έναντι -0,8%), τίθεται εν αμφιβόλω η πρόθεση της κυβέρνησης να αυξήσει τον κατώτατο μισθό το 2019, σχολιάζουν ειδικοί αναλυτές.
Αναλυτικότερα, στην ίδια έκθεση σημειώνεται πως «το σύνολο των αμοιβών της εξαρτημένης εργασίας, σύμφωνα με τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ, εμφάνισε αύξηση το 2017, για πρώτη φορά από το 2009, η οποία προερχόταν σχεδόν αποκλειστικά από τον επιχειρηματικό τομέα και αντανακλούσε κυρίως την άνοδο της μισθωτής απασχόλησης, ενώ ήταν ανεπαίσθητη η αύξηση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό».
Από την ΤτΕ τονίζεται πως «η άνοδος της συνολικής απασχόλησης ήταν μεγαλύτερη από την αύξηση του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα την υποχώρηση της παραγωγικότητας (περίπου όσο και το 2016) και μια περιορισμένη αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας».
«Κατά το τρέχον έτος 2018 προβλέπεται ότι στο σύνολο της οικονομίας θα επιταχυνθεί η άνοδος του συνόλου των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας» τονίζεται στην ίδια Έκθεση της ΤτΕ.
Όπως εκτιμάται από την ΤτΕ «αυτή θα προέλθει από αύξηση της μισθωτής απασχόλησης με τον ίδιο περίπου ρυθμό όπως και το 2017, αλλά και από μικρή μέση αύξηση των αμοιβών ανά μισθωτό (της τάξεως του 0,5%). Καθώς η αναμενόμενη μείωση της παραγωγικότητας θα είναι πολύ μικρή, προκύπτει ότι το 2018 το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα αυξηθεί ελαφρώς λιγότερο από ό,τι το 2017».
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα εθνικολογιστικά στοιχεία, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 0,8% το α’ τρίμηνο του 2018.
Εξάλλου, βάσει ταμειακών στοιχείων, στο τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου 2018 οι δαπάνες του τομέα της γενικής κυβέρνησης για αμοιβές προσωπικού αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 5,6%.
Ωστόσο, ο ρυθμός ανόδου για ολόκληρο το έτος προβλέπεται να είναι σημαντικά χαμηλότερος.
Στον επιχειρηματικό τομέα, στο πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου 2018 υπογράφηκαν -σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ- 165 επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, που αφορούν 91.860 μισθωτούς.
Περίπου στα 3/5 από αυτούς χορηγήθηκαν περιορισμένες αυξήσεις μισθών, ενώ για τους περισσότερους από τους υπολοίπους οι μισθοί παρέμειναν αμετάβλητοι (μόνο σε πέντε συμβάσεις προβλέπονται μειώσεις).
Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, στο ίδιο διάστημα υπογράφηκαν και έξι κλαδικές ή εθνικές ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις.
Τέλος, στις 28 Μαρτίου 2018 οι κοινωνικοί εταίροι υπέγραψαν νέα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση, με την οποία παρατάθηκε η ισχύς των όρων της προηγούμενης.